Ραϊμόνδος Γ' της Τρίπολης | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Raymond III (Γαλλικά) |
Γέννηση | 1140 |
Θάνατος | Σεπτέμβριος 1187[1] ή 1187[2] Τρίπολη |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Εσίβα του Μπυρ |
Γονείς | Ραϋμόνδος Β΄ της Τρίπολης[3] και Οδιέρνα της Ιερουσαλήμ |
Αδέλφια | Μελισάνθη της Τρίπολης |
Οικογένεια | Οίκος της Τουλούζης |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Βαΐλος του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ (1174–1176) Βαΐλος του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ (1185–1186) αντιβασιλιάς count of Tripoli (1152–1187) |
Θυρεός | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Ραϋμόνδος Γ΄ της Τρίπολης (Raymond III de Tripoli, 1140 - Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 1187) από τον Οίκο της Τουλούζης ήταν κόμης της Τρίπολης (1152 - 1187). Έγινε πρίγκιπας της Γαλιλαίας και της Τιβεριάδας λόγω της συζύγου του Εσίβας του Μπυρ.
Ο Ραϋμόνδος Γ΄ ήταν γιος και διάδοχος του Ραϋμόνδου Β΄ της Τρίπολης και της Οδιέρνας των Ρετέλ, κόρης του Βαλδουίνου Β΄ της Ιερουσαλήμ.[4]
Όταν οι Ασασίνοι δολοφόνησαν τον πατέρα του ήταν ανήλικος. Τότε ο Βαλδουίνος Γ΄ της Ιερουσαλήμ που έμενε στην Τρίπολη έκανε τη θεία του Οδιέρνα επίτροπο της κομητείας ως την ενηλικίωση του γιου της. Ο Ραϋμόνδος Γ΄ πέρασε τα επόμενα χρόνια στην Αυλή της Ιερουσαλήμ. Όταν ενηλικιώθηκε (1155), συμμετείχε σε μία σειρά από εκστρατείες εναντίον του Νουρεντίν Ζενγκί, του Μουσουλμάνου κυβερνήτη της Δαμασκού. Αργότερα (1161) μισθοδότησε πειρατές να λεηλατήσουν τα νησιά και τις ακτές στη Ρωμανία για να εκδικηθεί τον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό Αυτοκράτορα των Ρωμαίων, που ενώ επρόκειτο να παντρευτεί την αδελφή του Μελισσάνθη, επέλεξε τελικά άλλη, τη Μαρία της Αντιόχειας.
Ο Ραϋμόνδος Γ΄ συνελήφθη στη "μάχη του Χαρίμ" (10 Αυγούστου 1164) και κρατήθηκε αιχμάλωτος 10 χρόνια στο Χαλέπιο. Την ίδια εποχή κυβέρνησε για λογαριασμό του την Κομητεία της Τρίπολης ο εξάδελφός του Αμωρί Α΄ της Ιερουσαλήμ. Ο Ραϋμόνδος Γ΄ ελευθερώθηκε με ένα τεράστιο ποσό από λύτρα, που δανείστηκε από τους Ιωαννίτες Ιππότες και έδωσε πολλούς ομήρους για να εγγυηθεί την αποπλήρωση των λύτρων. Ο γάμος του με την Εσίβα του Μπυρ τον έκανε πρίγκιπα της Γαλιλαίας και σε έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Όταν απεβίωσε ο Αμωρί Α΄, ο Ραϋμόνδος Γ΄ διεκδίκησε την κηδεμονία σαν ο περισσότερο στενός συγγενής του ανήλικου γιου εκείνου Βαλδουίνου Δ΄ της Ιερουσαλήμ. Οι επίσκοποι και οι ευγενείς τον υποστήριξαν και μετά από πολλές συζητήσεις διορίστηκε αντιβασιλιάς. Παρέμεινε ουδέτερος στις συγκρούσεις ανάμεσα στους απογόνους του Νουρεντίν Ζενγκί και του Σαλαντίν. Ο τελευταίος επικράτησε και ενοποίησε ολόκληρη την Αίγυπτο και τμήμα από τη Συρία. Όταν ενηλικιώθηκε ο Βαλδουίνος Δ΄, ο Ραϋμόνδος Γ΄ επέστρεψε στην κομητεία του της Τρίπολης και ξεκίνησε μία σειρά από εκστρατείες εναντίον των Μουσουλμάνων, αλλά με ελάχιστες επιτυχίες.
Ο Ραϋμόνδος Γ΄ και ο Βοημούνδος Γ΄ πρίγκιπας της Αντιόχειας βάδισαν στην Ιερουσαλήμ, με στόχο να μειώσουν τη μεγάλη επίδραση που είχαν στον ασθενή βασιλιά η μητέρα του Αγνή του Κουρτεναί και ο αδελφός της Ζοσλέν Γ΄ κόμης της Έδεσσας. Όμως η πορεία έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα: ο Βαλδουίνος Δ΄ πίστευε ότι είχαν στόχο να τον εκθρονίσουν και πάντρεψε εσπευσμένα την αδελφή του Σιβύλλα της Ιερουσαλήμ σε δεύτερο γάμο με τον Γκυ των Λουζινιάν, οπαδό των Κουρτεναί. Ο Ραϋμόνδος Γ΄ ήθελε να φύγει από το βασίλειο, αλλά δεν μπόρεσε· τα επόμενα δύο χρόνια οι σχέσεις του με τον Γκυ των Λουζινιάν ήταν πάντοτε τεταμένες. Ο Ραϋμόνδος Γ΄ έπεισε τελικά τον άρρωστο και λεπρό Βαλδουίνο Δ΄ να ορίσει διάδοχο τον ανιψιό εκείνου Βαλδουίνο Ε΄ του Οίκου του Μομφερράτου, γιο της Σιβύλλης από τον πρώτο της γάμο και προσπάθησε να τον πείσει να τον ορίσει κηδεμόνα. Η επίδραση του Ραϋμόνδου Γ΄ ήταν ωστόσο περιορισμένη· τελικά ο Ζοσλέν Γ΄ έγινε κηδεμόνας του μικρού Βαλδουίνου Ε΄ και ανέλαβε όλα τα φρούρια του βασιλείου.
Όταν ο μικρός Βαλδουίνος Ε΄ απεβίωσε το καλοκαίρι του 1186, ο Ραϋμόνδος Γ΄ συγκάλεσε Συνέλευση των ευγενών στη Ναμπλούς, που επέτρεψε στη Σιβύλλα και στον δεύτερο σύζυγο της Γκυ των Λουζινιάν να γίνουν νέοι βασιλείς των Ιεροσολύμων. Μετά τη στέψη τους, ο Ραϋμόνδος Γ΄ προσπάθησε να πείσει την ετεροθαλή αδελφή της βασίλισσας Ισαβέλλα Α΄ της Ιερουσαλήμ και τον σύζυγο της Χάμφρεϋ Δ΄ κύριο του Τορόν να τους ανατρέψουν, αλλά ο Χάμφρεϋ Δ΄ -πιστός οπαδός του Γκυ- αρνήθηκε. Έτσι ο Ραϋμόνδος Γ΄ συμμάχησε με τον Σαλαντίν: του επέτρεψε να διασχίσει τη Γαλιλαία βαδίζοντας εναντίον των Ιεροσολύμων και να τοποθετήσει φρουρά στην Τιβεριάδα. Ο Γκυ των Λουζινιάν και ο Ραϋμόνδος Γ΄ συμφιλιώθηκαν, όταν ο Σαλαντίν ετοιμαζόταν να κάνει τεράστια εκστρατεία στην Ανατολή για να διαλύσει όλα τα Σταυροφορικά κράτη. Ο Σαλαντίν συνέτριψε ολοκληρωτικά τους Σταυροφόρους στη Μάχη του Χαττίν· ο Ραϋμόνδος Γ΄ δεν σκοτώθηκε, ούτε αιχμαλωτίστηκε. Δραπέτευσε στην Τύρο και από εκεί στην κομητεία του στην Τρίπολη, όπου και πέθανε από πλευρίτιδα. Τον διαδέχτηκε ο θετός του γιος Ραϋμόνδος Δ΄.
Ο Ραϋμόνδος Γ΄ καταγράφεται για πρώτη φορά σε διάταγμα του πατέρα του (1151).[5] Ένα έγγραφο παρουσιάζει τη μητέρα του να είναι σε μεγάλο βαθμό "πολιτικά ενεργή" όπως οι αδελφές της Μελισσάνθη της Ιερουσαλήμ και Αλίκη της Αντιόχειας.[6] Ο σύζυγος της τη ζήλευε έντονα, αυτό προκάλεσε στις αρχές της δεκαετίας του 1150 προστριβές στο βασιλικό ζεύγος.[7] Η Μελισσάνθη ήρθε προσωπικά στην Τρίπολη να τους συμφιλιώσει αλλά η Οδιέρνα αρνήθηκε να φύγει για την Ιερουσαλήμ.[8][9] Η Οδιέρνα κάλεσε κατόπιν τους Ασασίνους που δολοφόνησαν τον Ραϋμόνδο Β΄ σε μία από τις νότιες πύλες της Τρίπολης.[8] Ο γιος της Μελισσάνθης Βαλδουίνος Γ΄ της Ιερουσαλήμ που έμενε τότε στην Τρίπολη κάλεσε τη χήρα Οδιέρνα στην πόλη, οι ευγενείς της Τρίπολης έδωσαν όρκο υποτέλειας στην ίδια και στα δύο παιδιά της Ραϋμόνδο και Μελισσάνθη.[10] Ο Βαλδουίνος Γ΄ όρισε την Οδιέρνα αντιβασίλισσα της Τρίπολης αγνοώντας τη διαθήκη του συζύγου της, ο Ραϋμόνδος Β΄ ήθελε να αναλάβει την κηδεμονία του ανήλικου βασιλιά ο αρχηγός της κοινότητας της πόλης.[5] Ο ανήλικος Ραϋμόνδος Β΄ πέρασε πολλά χρόνια στη βασιλική αυλή των Ιεροσολύμων, το πρώτο έγγραφο εκδόθηκε τη διετία 1152 - 1153.[11] Ο συγγραφέας Κέβιν Λιούις αναφέρει ότι ο ίδιος ο Βαλδουίνος Γ΄ επέβλεπε προσωπικά την ιπποτική εκπαίδευση του μικρού Ραϋμόνδου.[12]
Μετά την ενηλικίωση του (1155) ο Ραϋμόνδος Γ΄ εξέδωσε διάταγμα με το οποίο επικύρωνε τη δωρεά του πατέρα του στους Ναΐτες Ιππότες, την πόλη Ταρτούς στη Συρία.[12] Ο Νουρεντίν Ζενγκί παγίδευσε σε οκτώ μέρες τον Βαλδουίνο Γ΄ στο "κάστρο του Ιακώβου" στον Ιορδάνη.[13] Εκατοντάδες χριστιανοί στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν ή θανατώθηκαν, ο ίδιος ο βασιλιάς δραπέτευσε στη Σαφέντ.[14] Ο Βαλδουίνος Γ΄ έστειλε απεσταλμένους στην Τρίπολη και την Αντιόχεια για να ζητήσει υποστήριξη από τον Ραϋμόνδο Γ΄ και τον Ραϋνάλδο του Σατιγιόν αντίστοιχα.[12] Οι δύο κόμητες πήγαν σε ένα κάστρο στο Μαργκαλιότ του Ισραήλ για να βοηθήσουν με τον εξαντλημένο βασιλικό στρατό.[13][12] Μετά την άφιξη τους ο Νουρεντίν Ζενγκί έλυσε την πολιορκία και τα στρατεύματα του οπισθοχώρησαν χωρίς αντίσταση.[12][15]
Τον Αύγουστο του 1157 ένας μεγάλος σεισμός κατέστρεψε σχεδόν ολόκληρη την Τρίπολη, τα περισσότερα φρούρια όπως το Κρακ των Ιπποτών έγιναν ερείπια.[12] Την ίδια εποχή έφτασε στους Αγίους Τόπους ο Τιερί της Αλσατίας με έναν τεράστιο στρατό, ο Ραϋμόνδος και ο Ραϋνάλδος συμμάχησαν μαζί του και αποφάσισαν να επιτεθούν στους Μουσουλμάνους που είχαν επίσης καταστραφεί από τον σεισμό.[12][16] Οι Σταυροφόροι επιτέθηκαν στο Τσαστέλ Ρούζ στα σύνορα με την Κομητεία της Τρίπολης αλλά απέτυχαν, η πολιορκία του Σαϊζάρ επίσης κατέληξε σε αποτυχία.[17][18] Η μοναδική επιτυχημένη τους εκστρατεία ήταν η "πολιορκία του Χάρεμ" αλλά τον Ιανουάριο του 1158 ο στρατός τους διαλύθηκε.[18][19]
Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός αναζητώντας μία ισχυρή σύζυγο από την Ανατολή έστειλε απεσταλμένους στον βασιλιά Βαλδουίνο Γ΄ για να δεχτεί προτάσεις.[20] Οι επιθυμίες του ήταν η Μαρία της Αντιόχειας και η αδελφή του Ραϋμόνδου Γ΄ Μελισσάνθη, είχαν και οι δυο στενή συγγένεια με τον βασιλιά των Ιεροσολύμων.[21] Ο Βαλδουίνος Γ΄ του πρότεινε τη Μελισσάνθη και ο Μανουήλ Κομνηνός έκανε την πρόταση δεκτή.[21] Ο Ραϋμόνδος κατασκεύασε 20 μεγάλες γαλέρες και πλήρωσε μια τεράστια συνοδεία για να συνοδεύσει την αδελφή του μεγαλοπρεπώς στην Κωνσταντινούπολη.[21] Η μητέρα τους Οδιέρνη και η θεία τους Μελισσάνθη ξόδεψαν τεράστια ποσά για τα κοσμήματα και τα φορέματα της μελλοντικής Ρωμαίας αυτοκράτειρας.[22] Την τελευταία στιγμή ο Μανουήλ άλλαξε γνώμη, αποφάσισε να παντρευτεί τη Μαρία και ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τη μητέρα της Κωνσταντία της Αντιόχειας για τον γάμο.[23][24] Ο Ραϋμόνδος Γ΄ εξοργισμένος με την αλλαγή γνώμης του Μανουήλ έστειλε τον στόλο που είχε κατασκευάσει να λεηλατήσει τις ακτές της Ρωμανίας και νησιά, οι πειρατές λεηλάτησαν πολλές εκκλησίες και ιερούς τόπους.[24][25]
Ο Νουρεντίν Ζενγκί πολιόρκησε το καλοκαίρι του 1164 το Χαρίμ και έκανε επιδρομή στο Κρακ των Ιπποτών.[26] Ο Ραϋμόνδος Γ΄ ενώθηκε με τους Σταυροφόρους που υπερασπίστηκαν το κάστρο αλλά ηττήθηκε (10 Αυγούστου 1164).[27] Χιλιάδες Σταυροφόροι έπεσαν στη μάχη αλλά ο Ραϋμόνδος Γ΄, ο Βοημούνδος Γ΄ της Αντιόχειας, ο Ζοσλέν Γ΄ της Έδεσσας, ο Ούγος Η΄ του Λουζινιάν και πολλοί άλλοι αιχμαλωτίστηκαν.[28][29] Οι αρχηγοί των Σταυροφόρων που συνελήφθησαν στο Χαρίμ μεταφέρθηκαν στο Χαλέπι και φυλακίστηκαν.[29][30] Ο Γουλιέλμος της Τύρου καταγράφει ότι ο Ραϋμόνδος μεταφέρθηκε στη φυλακή "αλυσοδεμένος" αλλά είχε μάθει να διαβάζει και είχε αποκτήσει υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης της περίοδο της αιχμαλωσίας του.[29] Οι σύγχρονοι ιστορικοί αναφέρουν επίσης ότι τότε ο Ραϋμόνδος Γ΄ έμαθε Αραβικά χωρίς να παρέχουν περισσότερες πληροφορίες.[31] Ο Ραϋμόνδος Γ΄ διέταξε τους υποτελείς του να αναγνωρίσουν σαν νόμιμο κυβερνήτη της Τρίπολης την περίοδο της αιχμαλωσίας του τον Αμωρί Α΄ της Ιερουσαλήμ που διαδέχθηκε τον μεγαλύτερο αδελφό του Βαλδουίνο Γ΄.[31] Ο Αμωρί Α΄ πήγε στην Τρίπολη, ανέλαβε ολόκληρη την ευθύνη για την κυβέρνηση και πήρε τον τίτλο του "διοικητή της κομητείας της Τρίπολης".[31][32] Ο Αμωρί Α΄ πίεσε τον Νουρεντίν Ζενγκί να ελευθερώσει τον Ραϋμόνδο Γ΄ και τον Θόρος Β΄ της Αρμενίας που αναγνώρισε την κυριαρχία του Ρωμαίου Αυτοκράτορα, αλλά ο Ραϋμόνδος παρέμεινε φυλακισμένος.[32]
Ο Μέγας Μάγιστρος των Ναιτών Μπερτράν ντε Μπλανκφόρ υπενθύμισε τον Νοέμβριο του 1164 στον Λουδοβίκο Ζ΄ της Γαλλίας ότι ο Αμωρί Α΄ ήταν ανίκανος να υπερασπιστεί μόνος τους Σταυροφόρους, ο Νουρεντίν Ζενγκί κατέλαβε το καλοκαίρι του 1167 και κατέστρεψε πολλά κάστρα και οχυρά των Ναιτών.[33] Ο Λιούις γράφει ότι στην εκστρατεία ο Νουρεντίν Ζενγκί κατέλαβε το Γκιμπελακάρ αλλά το κάστρο ανακαταλήφθη στα τέλη του 1169 ή στις αρχές του 1170.[34] Η χρονολογία και οι συνθήκες με τις οποίες ελευθερώθηκε ο Ραϋμόνδος είναι ασαφείς.[35][36] Ο Γουλιέλμος της Τύρου γράφει ότι παρέμεινε φυλακισμένος οκτώ χρόνια, άλλοι συγγραφείς ανεβάζουν τα χρόνια σε δώδεκα.[36] Ο Αλι Ιμπν Αλ-Άτιρ (1160 - 1233) καταγράφει ότι ο Ραϋμόνδος Γ΄ ελευθερώθηκε μετά τον θάνατο του Νουρεντίν Ζενγκί (15 Μαίου 1174) κάτι εσφαλμένο επειδή ο Ραϋμόνδος εξέδωσε διάταγμα νωρίτερα (18 Απριλίου 1174).[36][37] Ο Αλι Ιμπν Αλ-Άτιρ γράφει επίσης ότι ο Ραϋμόνδος Γ΄ ελευθερώθηκε χάρη στη σύγκρουση που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στην οικογένεια του Νουρεντίν Ζενγκί και τον Σαλαντίν.[38] Ο Γουλιέλμος της Τύρου γράφει ότι ο Ραϋμόνδος Γ΄ πλήρωσε 80.000 τεμάχια χρυσού σαν λύτρα για την απελευθέρωση του αλλά ίσως να πλήρωσε μόνο 60.000, ο Ραϋμόνδος Γ΄ παρέδωσε ομήρους για να εξασφαλίσει την πληρωμή.[39][40] Οι Μουσουλμάνοι συγγραφείς γράφουν ότι τα λύτρα του Ραϋμόνδου έφτασαν τα 150.000 Συριακά δηνάρια.[41] Ένα διάταγμα του Βοημούνδου Γ΄ της Αντιόχειας αναφέρει καταγράφει ότι ο Ραϋμόνδος Γ΄ δανείστηκε χρήματα από τους Ιωαννίτες για να αποκτήσει τα λύτρα.[41]
Ο πρίγκιπας της Γαλιλαίας Γκωτιέ του Σαιντ-Ομέρ πέθανε στις αρχές του 1174, ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ Αμωρί Α΄ έδωσε τη χήρα του Εσίβα του Μπυρ σύζυγο στο Ραϋμόνδο Γ΄ μαζί με ένα μεγάλο φέουδο στο βασίλειο.[42][43] Ο γάμος τους παρέμεινε άτεκνος αλλά ο Ραϋμόνδος Γ΄ αγαπούσε υπερβολικά τη σύζυγο του και υιοθέτησε τα παιδιά της από τον πρώτο γάμο σαν να ήταν δικά του όπως γράφει ο Γουλιέλμος της Τύρου.[44] Ο Αμωρί Δ΄ πέθανε (11 Ιουλίου 1174) και τον διαδέχθηκε ο ανήλικος γιος του Βαλδουίνος Δ΄ της Ιερουσαλήμ που υπέφερε εκ γενετής από λέπρα.[45][46][47] Ο Σενεσκάλιος Μιλ του Πλανσί ανέλαβε την ευθύνη στην κυβέρνηση αλλά δεν μπόρεσε να πείσει τους στρατηγούς να συμμαχήσουν μαζί του.[48] Με πλεονέκτημα την αντιδημοτικότητα του Σενεσκάλιου ο Ραϋμόνδος επιτέθηκε την Ιερουσαλήμ και ανέλαβε τον Αύγουστο την αντιβασιλεία.[43][49] Ο Ραϋμόνδος ισχυρίστηκε ότι ήταν ο πιο στενός συγγενής και ο ισχυρότερος υποτελής του νεαρού άρρωστου βασιλιά και ότι ο ίδιος έδωσε στον Αμωρί Α΄ την αντιβασιλεία της Τρίπολης όταν ήταν αιχμάλωτος.[50][51] Ο Μιλ του Πλανσί αμφισβήτησε την απόφαση λέγοντας ότι μόνο η Υψηλή αυλή της Ιερουσαλήμ έχει αυτή την αρμοδιότητα.[50]
Ο Ραϋμόνδος Γ΄ επέστρεψε στην Τρίπολη αλλά ο Μιλ του Πλανσί δολοφονήθηκε τον Οκτώβριο του 1174 στην Άκρα, οι ισχυροί ευγενείς του βασιλείου συγκλήθηκαν για να εκλέξουν τον αντιβασιλιά.[47][52] Οι περισσότεροι επίσκοποι υποστήριξαν τα δικαιώματα του Ραϋμόνδου για την αντιβασιλεία.[45][53] Ο Χάμφρεϋ Β΄ του Τορόν, ο Ρέτζιναλντ της Σιδώνας (1130 - 1202), ο Βαλδουίνος του Ιμπελέν και ο αδελφός του Μπαλιάν του Ιμπελέν τον υποστήριξαν αλλά ο Ραϋμόνδος εξελέγη ύστερα από μία διαδικασία που κράτησε δύο μέρες.[52][53] Ο Ραϋμόνδος Γ΄ ορκίστηκε στον Ναό του Παναγίου Τάφου παραδοσιακό τρόπο στέψης των βασιλέων σε μία μεγαλοπρεπή τελετή.[54] Η βασιλομήτωρ Αγνή των Κουρτεναί επέστρεψε με την άδεια του στη βασιλική αυλή για να διευθύνει τον νεαρό μονάρχη, διόρισε Καγκελάριο τον Γουλιέλμο της Τύρου αφήνοντας τη θέση του Σενεσκάλιου κενή.[55][56]
Ο Σαλαντίν κατέκτησε τη Δαμασκό, την Μπάαλμπεκ και τη Σαϊζάρ με μεγάλο πλεονέκτημα τη μικρή ηλικία του Ας-Σαλίχ Ισμαΐλ αλ-Μαλίκ (1163 - 1181) γιου του Νουρεντίν Ζενγκί.[57][58] Ο Σαλαντίν πολιόρκησε στις αρχές Δεκεμβρίου του 1174 τη Χομς αλλά η φρουρά της πόλης αντιστάθηκε.[47] Η φρουρά μετακινήθηκε από τη Χομς στο Χαλέπι που ήταν η έδρα του Οίκου των Ζενγκί στη Συρία, στη Χομς άφησε μόνο μία μικρή φρουρά.[58] Ο Σαλαντίν που κυβερνούσε την Αίγυπτο ήταν αποφασισμένος να κατακτήσει τη Συρία και να απειλήσει τα Σταυροφορικά κράτη.[57] Ο Ραϋμόνδος Γ΄ συγκέντρωσε στις αρχές του 1175 στην Άκρα τα στρατεύματα των Ιεροσολύμων και της Τρίπολης αλλά παρέμεινε ουδέτερος στη σύγκρουση ανάμεσα στον Σαλαντίν και τους Ζενγκί.[57][58] Οι υπερασπιστές της Ακρόπολης του Χομς δήλωσαν ότι θα ελευθερώσουν τους χριστιανούς αιχμαλώτους με αντάλλαγμα στρατιωτική υποστήριξη, οι περισσότεροι ήταν αιχμάλωτοι για τα λύτρα του Ραϋμόνδου.[57] Ο ιστορικός Αλι Ιμπν Αλ-Άτιρ γράφει ότι οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι στο Χαλέπι ζήτησαν από τον Ραϋμόνδο να επιτεθεί αμέσως στα στρατεύματα του Σαλαντίν.[57] Ο Ραϋμόνδος Γ΄ τους απάντησε να απελευθερώσουν αμέσως όλους τους αιχμαλώτους αλλά οι Ζενγκί το αρνήθηκαν.[58] Ο Γουλιέλμος της Τύρου γράφει ότι ο Ραϋμόνδος ήταν στην πραγματικότητα πολύ δύσπιστος με τους Ζενγκί, πίστευε ότι δεν είχαν στόχο να ελευθερώσουν τους αιχμαλώτους.[59]
Ο Σαλαντίν επέστρεψε στο Χομς αμέσως όταν πληροφορήθηκε για τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους Σταυροφόρους και τη φρουρά της πόλης.[60] Ο Σταυροφορικός στρατός αποχώρησε από το Κρακ των Ιπποτών επιτρέποντας στον Σαλαντίν να καταλάβει την Ακρόπολη (17 Μαρτίου 1175).[61] Ο Σαλαντίν έστειλε απεσταλμένους στους Σταυροφόρους και ζήτησε την ουδετερότητα τους στη μάχη του με τους Ζενγκί.[60] Μετά την απελευθέρωση των αιχμαλώτων που ήταν όμηροι για τα λύτρα ο Σταυροφορικός στρατός οπισθοχώρησε στην Τρίπολη, ο Γουλιέλμος της Τύρου κατηγόρησε τον Χάμφρεϋ Β΄ του Τορόν για αυτή την απόφαση.[62] Ο Σαλαντίν νίκησε στη "μάχη του Χαμά" τις ενωμένες δυνάμεις του Χαλεπίου και της Μοσούλης (13 Απριλίου 1175), έκλεισε ειρήνη με το Χαλέπι με την οποία επιβεβαίωσε την κυριαρχία στη νότια Συρία.[60] Ο Σαλαντίν επέτρεψε στα στρατεύματα του να επιστρέψουν στην πατρίδα τους αλλά ο στρατός των Σταυροφόρων διαλύθηκε στις αρχές Μαίου.[60] Ο Ραϋμόνδος Γ΄ υπέγραψε ειρήνη με τον Σαλαντίν (22 Ιουλίου 1175).[61][62] Η συνθήκη επέτρεψε στον Σαλαντίν να περάσει το καλοκαίρι του 1176 από την Υπεριορδανία, τα ανατολικά σύνορα του βασιλείου της Ιερουσαλήμ για να πολεμήσει τον Γαζί Β΄ Σαΐφ ουντ-Ντιν.[63]
Ο Βαλδουίνος Δ΄ ενηλικιώθηκε στα 15α γενέθλια του (15 Ιουλίου 1176), η αντιβασιλεία του Ραϋμόνδου Γ΄ έληξε και ο ίδιος επέστρεψε στην Τρίπολη.[62] Ο Φίλιππος της Αλσατίας στρατοπέδευσε στην Άκρα με μεγάλο στρατό (1 Αυγούστου 1177).[64][65] Ο νεαρός βασιλιάς και οι σύμβουλοι του έκαναν σημαντικές προσπάθειες να προχωρήσει ο Φίλιππος σε εκστρατεία στην έδρα του Σαλαντίν στην Αίγυπτο αλλά καθυστερούσε με δικαιολογίες.[66] Οι φήμες που κυκλοφορούσαν έλεγαν ότι ο Ραϋμόνδος Γ΄ και ο Βοημούνδος τον είχαν πείσει να καθυστερήσει επειδή "ήθελαν να τον έχουν στα κράτη τους για να τους ενισχύσει".[67][68] Ο Φίλιππος της Αλσατίας ήρθε στην Τρίπολη στα τέλη Οκτωβρίου, ο Μέγας Δάσκαλος των Ιωαννιτών Ιπποτών ενώθηκε μαζί του τον Νοέμβριο με 100 ιππότες και 2.000 πεζούς από το βασίλειο της Ιερουσαλήμ.[69][70][71] Οι σύμμαχοι εκμεταλλεύτηκαν την ασθένεια του κυβερνήτη του Χαμά και επιτέθηκαν στην πόλη.[71] Η πολιορκία κράτησε μόνο τέσσερις μέρες, ο Βοημούνδος στη συνέχεια τους έπεισε να επιτεθούν στη Χαρίμ.[72] Η πολιορκία διακόπηκε στις αρχές Δεκεμβρίου χωρίς να καταλάβουν την πόλη.[73] Τα επόμενα χρόνια ο Βοημούνδος έκλεισε ειρήνη με τον Ζενγκί κυβερνήτη του Χαλεπίου.[73]
Ο Ραϋμόνδος επιτέθηκε με μία ομάδα Τουρκομάνων και κατέκτησε τη διετία 1178 - 1179 πολλά λάφυρα, ο Σαλαντίν ενίσχυσε την άμυνα στα σύνορα για να αποφύγει περισσότερες επιδρομές.[74] Ο Σαλαντίν με μία ομάδα ιππέων προχώρησε στα τέλη του Ιουνίου του 1179 σε επιθέσεις γύρω από τη Σιδώνα, ο Βαλδουίνος συγκέντρωσε τον στρατό για να αντιμετωπίσει την απειλή.[75][76] Ο Ραϋμόνδος Γ΄ που έμενε εκείνη την εποχή στην Τιβεριάδα ενώθηκε με τον βασιλικό στρατό.[74] Οι επιδρομές των Σταυροφόρων ξεκίνησαν αλλά ο Σαλαντίν εμφανίστηκε αιφνίδια από τη Γαλιλαία και τους συνέτριψε.[74][75][76] Ο Ραϋμόνδος που παρακολουθούσε τη μάχη από έναν λόφο δραπέτευσε στην Τύρο αλλά ο θετός του γιος Ούγος Α΄ του Σαιντ-Ομέρ αιχμαλωτίστηκε.[74]
Ο Ραϋμόνδος Γ΄ και ο Βοημούνδος Γ΄ της Αντιόχειας βάδισαν τον Απρίλιο του 1180 στην Ιερουσαλήμ.[77][78] Ο Βαλδουίνος Δ΄ πίστευε ότι είχαν στόχο να τον εκθρονίσουν, πάντρεψε την αδελφή του Σιβύλλα με τον Γκυ των Λουζινιάν έναν ιππότη από το Πουατού αν και είχε υποσχεθεί να την παντρέψει με τον Ούγο Γ΄ της Βουργουνδίας.[79][80] Ο ιστορικός Μπέρναρντ Χάμιλτον (γεννήθηκε το 1932) γράφει ότι ο στόχος της εκστρατείας τους ήταν να περιορίσουν την εξουσία που ασκούσε στον ασθενή βασιλιά η μητέρα του Αγνή των Κουρτεναί και ο αδελφός της Ζοσλέν Γ΄ της Έδεσσας.[81] Ο Μπέρναρντ Χάμιλτον συνεχίζει ότι οι δύο κόμητες είχαν επίσης στόχο να ακυρώσουν τον γάμο της Σιβύλλας με τον Ούγο Γ΄ και να πείσουν τον Βαλδουίνο Δ΄ να την παντρέψει με τον σύμμαχο τους Βαλδουίνο των Ιμπελέν αλλά ο γάμος της με τον Γκυ τους κατέστρεψε τα σχέδια.[81] Ο Ραϋμόνδος και ο Βοημούνδος έχασαν την εύνοια του βασιλιά και εγκατέλειψαν τα Ιεροσόλυμα μετά το Πάσχα.[82]
Ο Γουλιέλμος της Τύρου γράφει σχετικά με το περιστατικό :[83]
"Ο λόρδος Ραϋμόνδος της Τρίπολης και ο λόρδος Βοημούνδος της Αντιόχειας μπήκαν με μεγάλο στρατό στην πόλη, ο βασιλιάς τρομοκρατήθηκε επειδή πίστευε ότι ήθελαν να ξεσηκώσουν τον λαό σε εξέγερση και να τον εκθρονίσουν. Ο βασιλιάς ήταν εκ γενετής άρρωστος από λέπρα και η κατάσταση της υγείας του γινόταν σε μεγάλο βαθμό μέρα με τη μέρα χειρότερη. Η αδελφή του περίμενε την άφιξη του μνηστήρα της Ούγου Γ΄ της Βουργουνδίας από τη Γαλλία. Ο τρομοκρατημένος βασιλιάς μόλις μπήκε ο στρατός άλλαξε αιφνίδια γνώμη και αποφάσισε να παντρέψει την αδελφή του με έναν νεαρό ευγενή τον Γκυ των Λουζινιάν".
Την εποχή που ο Σαλαντίν επιτέθηκε στο πριγκιπάτο οι σύμμαχοι διέσχισαν τη Γαλιλαία, η άφιξη τους τον ανάγκασε να υποχωρήσει, ο Σαλαντίν και ο Βαλδουίνος Δ΄ υπέγραψαν διετή ανακωχή.[77] Η συνθήκη δεν κάλυπτε την Τρίπολη, αυτό επέτρεψε στον Σαλαντίν να κάνει αιφνίδιες επιδρομές στην κομητεία.[82] Η επίθεση αιφνιδίασε τον Ραϋμόνδο που δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει τον στρατό του και δραπέτευσε στο κάστρο της Άκρας.[77] Ο στρατός του Σαλαντίν λεηλάτησε τις βόρειες πεδιάδες της κομητείας και ο στόλος του κατέλαβε το νησί Αρουάντ στον Λίβανο, ο Σαλαντίν οπισθοχώρησε μόνο όταν ο Ραϋμόνδος υπέγραψε συνθήκη.[77][84] Τα επόμενα χρόνια ο Ραϋμόνδος Γ΄ ενίσχυσε σημαντικά την άμυνα της κομητείας παραχωρώντας δωρεές στους Ιωαννίτες Ιππότες.[84] Μετά από δύο χρόνια απουσίας ο Ραϋμόνδος επιτέθηκε ξανά τον Απρίλιο του 1182 στη Γαλιλαία.[85] Η μητέρα του Αγνή των Κουρτεναί και ο αδελφός της Ζοσλέν Γ΄ της Έδεσσας έπεισαν τον νεαρό βασιλιά να του απαγορεύσει να μπει στα Ιεροσόλυμα, ο Ραϋμόνδος Γ΄ οπισθοχώρησε στη Βηρυτό.[85][86] Ο Γουλιέλμος της Τύρου γράφει ότι "οι πρίγκιπες και οι μεγάλοι άρχοντες του βασιλείου" είχαν πείσει τον Βαλδουίνο Δ΄ να δεχτεί τον Ραϋμόνδο στα Ιεροσόλυμα.[85][87] Στην επόμενη γενική Συνέλευση ο λόρδος της Υπεριορδανίας Ραϋνάλδος του Σατιγιόν πρότεινε να γίνει τον Μάιο του 1192 εκστρατεία κατά μήκος του ποταμού Ιορδάνη για να εμποδίσουν τον Σαλαντίν να επιτεθεί στη Συρία.[88]
Ο Ραϋμόνδος Γ΄ αντιτάχθηκε επειδή πίστευε ότι θα παρέμεναν ανυπεράσπιστα τα δυτικά εδάφη αλλά η πλειοψηφία των βαρόνων έκανε δεκτή την πρόταση.[88] Ο Ραϋμόνδος Γ΄ συνόδευσε τον βασιλικό στρατό στην Υπεριορδανία, στη διάρκεια της απουσίας του στρατεύματα από τις γειτονικές Μουσουλμανικές πόλεις επιτέθηκαν στη Γαλιλαία και αιχμαλώτισαν 500 γυναίκες.[89][90] Οι εισβολείς κυρίευσαν επίσης ένα οχυρωμένο σπήλαιο κοντά στην Τιβεριάδα με την υποστήριξη της τοπικής χριστιανικής φρουράς.[89][91] Ο βασιλικός στρατός επέστρεψε στις κεντρικές περιοχές του βασιλείου επειδή ο Βαλδουίνος Δ΄ υποπτεύθηκε ότι ο Σαλαντίν σχεδίαζε περισσότερες επιδρομές.[92] Ο Ραϋμόνδος Γ΄ έφτασε στην Τιβεριάδα και αρρώστησε βαριά, άφησε τον θετό του γιο Ούγο να διευθύνει τα στρατεύματα στη Γαλιλαία και ενώθηκε ο ίδιος με τον βασιλικό στρατό.[90][92] Ο βασιλικός στρατός πίεσε τον Σαλαντίν να λύσει την πολιορκία και να αποχωρήσει από το πριγκιπάτο.[92]
Ο Ραϋμόνδος Γ΄ έκανε στα τέλη του 1182 επιδρομή στην Μπόρσα, σύμφωνα με τον Χάμιλτον ήταν μία "αποστολή αναγνώρισης" επειδή από την Μπόρσα μπορούσε να ελέγξει τις κινήσεις του στρατού της Δαμασκού.[93] Ο Ραϋμόνδος συμμετείχε επίσης σύμφωνα με τον Λιούις στην ανεπιτυχή εκστρατεία του βασιλιά στη Συρία λίγο πριν από τα Χριστούγεννα όταν ο βασιλικός στρατός συγκεντρώθηκε στην Τιβεριάδα.[94] Ο Σαλαντίν κατέκτησε στη συνέχεια το Χαλέπι, το σημαντικότερο οχυρό των Ζενγκί στη Συρία (12 Ιουνίου 1183), στη συνέχεια επιτέθηκε στο βασίλειο της Ιερουσαλήμ.[95][96][97] Με εντολή του Βαλδουίνου συγκεντρώθηκαν στη Σέπφωρις 1.000 ιππότες και 15.000 πεζοί, ο Ραϋμόνδος συμμάχησε μαζί τους.[94][96][97] Ο Βαλδουίνος αρρώστησε βαριά με πυρετό και διόρισε βάιλο τον Γκυ των Λουζινιάν.[98] Ο Σαλαντίν διέσχισε τον Ιορδάνη και λεηλάτησε το Μπεθσάν (29 Σεπτεμβρίου 1183), συνέχισε εννιά χρόνια τις επιδρομές του αλλά οι Σταυροφόροι δεν ήθελαν να επιτεθούν ανοιχτά στον στρατό του.[99] Ο Γουλιέλμος της Τύρου κατηγορεί τους αντιπάλους του Γκυ των Λουζινιάν ότι απέφευγαν να επιτεθούν στους εισβολείς επειδή φοβήθηκαν ότι θα κάνουν ισχυρότερο τον Γκυ.[94]
Οι σχέσεις ανάμεσα στον βασιλιά και τον Γκυ εντάθηκαν τους επόμενους μήνες, ο Βαλδουίνος Δ΄ συγκάλεσε τους βαρόνους για να συζητήσουν το θέμα της διαδοχής.[100][101][102] Ο Βαλδουίνος, ο Ραϋμόνδος, ο Ρέτζιναλντ της Σιδώνος και οι αδελφοί Ιμπελέν τον πίεσαν να αποκηρύξει τον Γκυ, έπεισαν τον βασιλιά να ανακηρύξει διάδοχο τον θετό γιο του Βαλδουίνο του Μομφερράτου.[94][103] Το μικρό παιδί στέφτηκε Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ (20 Νοεμβρίου 1183).[103] Ο Γουλιέλμος της Τύρου καταγράφει ότι "επιθυμία του βασιλιά" ήταν να διορίσει κάποιον κηδεμόνα για τον μικρό Βαλδουίνο, οι βαρόνοι τον έπεισαν ότι ο Ραϋμόνδος ήταν ο "καταλληλότερος για τη θέση".[104] Η Συνέλευση διαλύθηκε όταν έμαθαν για την ξαφνική επίθεση του Σαλαντίν στο "κάστρο του Καράκ"', ο βασιλιάς συγκέντρωσε στρατό αλλά δεν συμμετείχε ο ίδιος προσωπικά και ανέθεσε στον Ραϋμόνδο τη διοίκηση του.[105][106] Όταν ο Σαλαντίν έμαθε ότι φτάνει στρατός από τα Ιεροσόλυμα έλυσε την πολιορκία (3 Δεκεμβρίου 1183).[106]
Ο Λατίνος πατριάρχης της Ιερουσαλήμ και οι Μεγάλοι Μάγιστροι των Ναιτών και των Ιωαννιτών μεσολάβησαν για να κλείσει ειρήνη ανάμεσα στον Βαλδουίνο Δ΄ και τον Γκυ αλλά ο βασιλιάς δεν συγχωρούσε τον γαμπρό του.[106] Ο Γκυ έκανε επιδρομή σε Βεδουίνους που έβοσκαν τα πρόβατα τους στα βασιλικά κτήματα.[94] Η πράξη αυτή εξόργισε τον βασιλιά, σύμφωνα με τον Γουλιέλμο της Τύρου ο Βαλδουίνος Δ΄ συγκάλεσε Συνέλευση βαρόνων και ανέθεσε στον Ραϋμόνδο Γ΄ τη "διακυβέρνηση και τη γενική διοίκηση του βασιλείου".[94] Τα "Χρονικά του Έρνουλ" και οι "Ιστορίες του Ηράκλειου" αναφέρουν ότι ο Βαλδουίνος Δ΄ συγκάλεσε συνέλευση μόνο όταν τον προειδοποίησαν οι βαρόνοι ότι ο Γκυ ήταν εξουσιοδοτημένος να κυβερνήσει το βασίλειο μετά τον θάνατο του.[107] Ο ετοιμοθάνατος βασιλιάς ζήτησε από τους βαρόνους να του δηλώσουν το όνομα του κηδεμόνα και αυτοί απάντησαν ομόφωνα τον Ραϋμόνδο.[108] Τα "Χρονικά του Έρνουλ" γράφουν ότι ο Βαλδουίνος Δ΄ έκανε δεκτή την απόφαση και όρισε τον Ραϋμόνδο "αντιβασιλιά και κηδεμόνα για δέκα χρόνια μέχρι την ενηλικίωση του μικρού Βαλδουίνου".[108] Οι περισσότερες πηγές δεν αναφέρουν την ημερομηνία του γεγονότος, μόνο τα "Χρονικά του Έρνουλ" γράφουν ότι ο Ραϋμόνδος ορίστηκε αντιβασιλιάς το 1185.[109][110]
Τα "Χρονικά του Έρνουλ" και οι "Ιστορίες του Ηράκλειου" καταγράφουν ότι η Υψηλή Αυλή θέσπισε κανόνες όταν ο Ραϋμόνδος Γ΄ εγκαταστάθηκε στην αντιβασιλεία.[111] Οι βαρόνοι επέλεξαν τον Ζοσλέν Γ΄ της Έδεσσας σαν κηδεμόνα του μικρού Βαλδουίνου σε περίπτωση απουσίας του.[111][112] Η Υψηλή Αυλή αποφάσισε ότι όλα τα βασιλικά κάστρα θα δοθούν σε βασιλικά τάγματα, ο Ραϋμόνδος θα κρατούσε μονάχα το κάστρο της Βηρυτού σαν αποζημίωση στα έξοδα της αντιβασιλείας.[111][112] Η Υψηλή Αυλή αποφάσισε τέλος αν το παιδί πεθάνει πριν ενηλικιωθεί τη διαδοχή ανάμεσα στη μητέρα του και στην ετεροθαλή αδελφή της Ισαβέλλα Α΄ της Ιερουσαλήμ θα την αποφάσιζαν ο πάπας, ο Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και οι βασιλείς της Αγγλίας και της Γαλλίας.[111][112] Οι κανόνες πέρασαν για να περιορίσουν την εξουσία της αντιβασιλείας.[111] Η ημερομηνία που πέθανε ο Βαλδουίνος Δ΄ είναι άγνωστη, το βέβαιο ήταν ότι πέθανε πριν τις 16 Μαΐου 1185.[112] Ο βασιλιάς ήταν ακόμα ζωντανός όταν ο Ραϋμόνδος έστειλε απεσταλμένους στον Σαλαντίν για διαπραγματεύσεις μαζί του, έκλεισαν ανακωχή τεσσάρων ετών.[113] Ο Σαλαντίν συμφώνησε να κλείσει ειρήνη με τους Σταυροφόρους επειδή ο κυβερνήτης της Μοσούλης από τον Οίκο των Ζενγκίντ έκανε συμμαχία εναντίον του.[114] Ο Σαλαντίν προχώρησε σε μία σειρά από επιθέσεις στη Μοσούλ και ανάγκασε τον Μάρτιο του 1186 τον εμίρη να δεχτεί την κυριαρχία του.[112][115] Ο Ραϋμόνδος Γ΄ δεν μπορούσε να αποκτήσει περισσότερες εξουσίες όσο ήταν αντιβασιλιάς, ο Ζοσλέν Γ΄ της Έδεσσας, ο πατριάρχης Ηράκλειος και ο νέος αρχιδιάκονος Πέτρος ήταν εχθροί του και οπαδοί του Γκυ.[116] Οι Ναίτες ιππότες επέλεξαν νέο Μάγιστρο τον προσωπικό του εχθρό Ζεράρ ντε Ριντφόρ.[116][117]
Ο μικρός Βαλδουίνος Ε΄ πέθανε αιφνίδια στην Άκρα το καλοκαίρι του 1186, ο Ζοσλέν Γ΄ κάλεσε τον Ραϋμόνδο στην Τιβεριάδα να παραστεί στη συνέλευση και άφησε τους Ναΐτες να μεταφέρουν τη σορό του νεαρού βασιλιά στα Ιεροσόλυμα.[118][119] Με πλεονέκτημα την απουσία του Ραϋμόνδου ο Ζοσλέν κατέλαβε την Άκρα και τη Βηρυτό.[119][120] Ο Ραϋμόνδος Γ΄ κάλεσε τους βαρόνους του βασιλείου του στη Ναμπλούς, φέουδο του Μπαλιάν του Ιμπελέν ενός από τους οπαδούς του.[118][119] Οι συγγραφείς Άρνολντ όφα Λούμπεκ (1150 -1211) και Αλι Ιμπν Αλ-Άτιρ (1160 - 1233) γράφουν ότι στη Συνέλευση αυτή ο Ραϋμόνδος προσπάθησε να καταλάβει τον θρόνο.[119] Η αλήθεια της αναφοράς αμφισβητείται επειδή δεν ήταν παρόντες στη Συνέλευση και έγραψαν τις ιστορίες τους μετά τα γεγονότα, οι αναφορές ωστόσο δείχνουν τις φιλοδοξίες του Ραϋμόνδου για τον θρόνο.[119][121]
Την εποχή που συγκεντρώθηκαν οι βαρόνοι στη Ναμπλούς η Σιβύλλα και ο Γκυ των Λουζινιάν ήταν παρόντες στη κηδεία του νεαρού βασιλιά Βαλδουίνου Ε΄ στα Ιεροσόλυμα.[119] Ο πατριάρχης των Ιεροσολύμων, οι Μεγάλοι Μάγιστροι των Ναιτών και των Ιωαννιτών και ο Ραϋνάλδος του Σατιγιόν όλοι οπαδοί της Σιβύλλας ήταν επίσης παρόντες.[118][122] Οι οπαδοί της Σιβύλλας αποφάσισαν να τη στέψουν βασίλισσα αγνοώντας την απόφαση που είχε πάρει η Υψηλή Πύλη στις αρχές του 1185 σχετικά με την εκλογή της νέας βασίλισσας από τους τέσσερις μεγάλους μονάρχες.[122] Η Σιβύλλα προσκάλεσε τους βαρόνους στη στέψη της αλλά αρνήθηκαν να παραστούν.[123][124] Οι βαρόνοι έστειλαν δύο Κιστερκιανούς μοναχούς στα Ιεροσόλυμα να πληροφορήσουν τη Σιβύλλα για την απόφαση της, ο Ραϋμόνδος Γ΄ έστειλε δύο οπαδούς του μεταμφιεσμένους για να τους κατασκοπεύσουν στην πρωτεύουσα.[125]
Οι οπαδοί της Σιβύλλας αγνόησαν την απαγόρευση των βαρόνων, κάλεσαν τον πατριάρχη Ηράκλειο που την έστεψε βασίλισσα στα τέλη Σεπτεμβρίου, η ίδια έβαλε το στέμμα στο κεφάλι του Γκυ και ο πατριάρχης τον έχρισε βασιλιά.[112][124][125] Ο Ραϋμόνδος Γ΄ και οι οπαδοί του αποφάσισαν να στέψουν βασίλισσα την ετεροθαλή αδελφή της Σιβύλλας Ισαβέλλα Α΄ και τον σύζυγο της Χάμφρεϋ Δ΄ του Τορόν.[125] Ο Χάμφρεϋ ωστόσο οπαδός του Γκυ των Λουζινιάν αρνήθηκε την προσφορά και ορκίστηκε πίστη στον νέο βασιλιά με τη δικαιολογία ότι ήθελε να αποφύγει τον εμφύλιο, οι υπόλοιποι βαρόνοι ακολούθησαν το παράδειγμα του.[125][126] Ο Ραϋμόνδος Γ΄ επέστρεψε στην Τιβεριάδα χωρίς να δώσει όρκο υποτέλειας στη Σιβύλλα και στον Γκυ των Λουζινιάν.[127]
Ο Γκυ κατηγόρησε τον Ραϋμόνδο για προδοσία και επιτέθηκε τον Οκτώβριο στη Γαλιλαία.[112][127] Ο Γκυ ζήτησε αναφορά από τον Ραϋμόνδο για την περίοδο που ήταν αντιβασιλιάς αλλά εκείνος απάντησε ότι ξόδεψε όλο το θησαυροφυλάκιο στα κρατικά έξοδα. Ο Ραϋμόνδος Γ΄ κατέφυγε στον Σαλαντίν, του ζήτησε βοήθεια και του πρότεινε συμμαχία, ο σουλτάνος έστειλε στρατό στην Τιβεριάδα και ανάγκασε τον Γκυ να οπισθοχωρήσει.[127][128] Ο Σαλαντίν πρότεινε σύμφωνα με τον Αλι Ιμπν Αλ-Άτιρ στον Ραϋμόνδο να τον κάνει "ανεξάρτητο βασιλιά από όλους τους Φράγκους".[129] Ο Άρνολντ όφα Λούμπεκ με τη σειρά του γράφει ότι ο Ραϋμόνδος πρότεινε στον Σαλαντίν να του επιτρέψει να περάσει ο στρατός του από τη Γαλιλαία και σε αντάλλαγμα να τον βοηθήσει να πάρει τον θρόνο.[130] Ο Λιούις παρέχει την πληροφορία ότι ένας Οξιτανός τροβαδούρος ο Πέιρε Βιντάλ (1175 - 1205) επισκέφτηκε την αυλή του Ραϋμόνδου στην Τιβεριάδα την εποχή που υπήρχε σύγκρουση ανάμεσα στον ίδιο και το βασιλικό ζεύγος.[131] Ο Ραϋμόνδος Γ΄ παρείχε προστασία στον Πέιρε Βιντάλ και εκείνος με τη σειρά του αφιέρωσε στον κόμη ένα από τα ποιήματα του.[132] Ο Λιούις γράφει επίσης ότι την ίδια εποχή ο Ραϋμόνδος Γ΄ είχε μεγάλη επιθυμία να επιλέξει σαν διάδοχο του ένα μέλος του Οίκου της Τουλούζης υπό τον όρο να εγκατασταθεί μόνιμα στην Κομητεία της Τρίπολης.[133] Η προσφορά του Ραϋμόνδου φαίνεται ότι έχει καταγραφεί σε μετέπειτα πηγές με έναν στοίχο στις "Γραμμές του Ουτρεμέρ" αλλά η ιστορία φαίνεται ότι είναι έμπνευση του συγγραφέα.[133]
Ο Σαλαντίν αποφάσισε να κάνει μία τεράστια επίθεση εναντίον του βασιλείου και συγκέντρωσε στις αρχές του 1187 δυνάμεις από ολόκληρη την αυτοκρατορία.[134] Οι βαρόνοι του βασιλείου έπεισαν τον Γκυ των Λουζινιάν να συμφιλιωθεί με τον Ραϋμόνδο.[135] Οι Μάγιστροι των δυο μεγάλων Στραυιωτικών Ταγμάτων, ο αρχιεπίσκοπος της Τύρου Ρέτζιναλντ της Σιδώνας (1130 - 1202) και ο Μπαλιάν του Ικπελέν ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με τον Ραϋμόνδο στην Τιβεριάδα.[134][135] Ο γιος του Σαλαντίν Μαλίκ αλ-Αφντάλ έστειλε τον Κύριο του Χαρίμ και της Έδεσσας Μουζάφαρ Αλ-Ντιν να ξεκινήσει την επιδρομή στο βασίλειο.[136] Ο Ραϋμόνδος Γ΄ σύμφωνα με τη συνθήκη που είχε κλείσει επέτρεψε στα Μουσουλμανικά στρατεύματα να περάσουν από τη Γαλιλαία.[137] Μετά την επιδρομή του Μαλίκ αλ-Αφντάλ στη Ναζαρέτ οι αρχηγοί των Στρατιωτικών Ταγμάτων επιτέθηκαν στους εισβολείς αν και οι δυνάμεις τους ήταν σημαντικά λιγότερες.[138] Οι Μουσουλμάνοι συνέτριψαν ολοκληρωτικά τους Σταυροφόρους (1 Μαΐου 1187), μονάχα ο Ζεράρ ντε Ριντφόρ με άλλους τρεις ιππότες δραπέτευσαν από το πεδίο της μάχης.[137] Οι "Ιστορίες του Ηρακλέους" κατηγόρησαν τον Ριντφόρ για τη συντριβή με τον δισταγμό του να επιτεθεί στον Συριακό στρατό.[138] Οι επιδρομείς επέστρεψαν στη Συρία αφού λεηλάτησαν ολόκληρη τη Γαλιλαία, οι κεφαλές των ιπποτών κρεμάστηκαν επιδεικτικά πάνω στις λόγχες τους.[138]
Ο Μπαλιάν του Ιμπελέν και οι αρχιεπίσκοποι της Τύρου και της Ναζαρέτ έφτασαν την επόμενη μέρα στην Τιβεριάδα.[138][139] Τα "Χρονικά του Έρνουλ" γράφουν ότι τα νέα για την καταστροφή των Σταυροφόρων ήταν τεράστιο πλήγμα για τον Ραϋμόνδο, συμφώνησε να δώσει στον Γκυ προσωπικό όρκο υποτέλειας.[140] Έδιωξε τη Μουσουλμανική φρουρά που είχε εγκατασταθεί στην Τιβεριάδα την εποχή που έκλεισε συμμαχία με τον Σαλαντίν.[141] Ο Αλι Ιμπν Αλ-Άτιρ γράφει ότι ο Ραϋμόνδος Γ΄ πιέστηκε με τη βία να έρθει σε συμφωνία με τον βασιλιά όταν οι ευγενείς απείλησαν το βασίλειο του με διάλυση και οι ιερείς απείλησαν ότι θα ακυρώσουν τον γάμο του.[138][142] Ο Γκυ και ο Ραϋμόνδος συναντήθηκαν σε ένα κάστρο κοντά στα Ιεροσόλυμα που βρισκόταν στην κατοχή των Ιωαννιτών.[143] Ο Ραϋμόνδος σύμφωνα με τα "Χρονικά του Έρνουλ" έδωσε όρκο υποτέλειας στον Γκυ αφού έπεσε στα γόνατα του και ο Γκυ με τη σειρά του τον συγχώρεσε για την παράνομη στέψη του.[140][143]
Ο Γκυ διέταξε να συγκεντρωθούν τα στρατεύματα του στη Σέπφωρις.[135][144] Ο Ραϋμόνδος Γ΄ ενώθηκε με τον βασιλικό στρατό, μαζί του ήρθαν ιππότες από ολόκληρη τη Γαλιλαία αφήνοντας στην Τιβεριάδα τη σύζυγο του με μία μικρή φρουρά, στη Σεπφωρίς ήρθαν επίσης ιππότες από την κομητεία της Τιβεριάδας.[145] Ο Σαλαντίν επιτέθηκε στη Γαλιλαία (2 Ιουλίου 1187) και ξεκίνησε την πολιορκία της πόλης, ο στρατό του υπερείχε σημαντικά περισσότερο από 30%.[141][146] Η Εσίβα έστειλε απεσταλμένους στο στρατόπεδο των Σταυροφόρων να τους πληροφορήσει για την επίθεση του Σαλαντίν.[141][146] Τα νέα για την πολιορκία της Τιβεριάδας προκάλεσαν ξανά εμφύλια σύγκρουση ανάμεσα στους Σταυροφόρους επειδή ο Ραϋμόνδος και ο Ριντφόρ πρότειναν ανεπιθύμητες στρατηγικές.[146] Με δεδομένο το γεγονός ότι η πόλη θα μπορούσε να αντισταθεί σε μία μακρόχρονη πολιορκία ο Ραϋμόνδος ήθελε να αποφύγουν να δώσουν ανοιχτή μάχη, πρότεινε επίσης να στείλει απεσταλμένους ο Γκυ στην Αντιόχεια και να ζητήσει ενισχύσεις από τον Βοημούνδο Γ΄.[146][147] Ο Ριντφόρ και ο Σατιγιόν όταν άκουσαν την πρόταση του Ραϋμόνδου τον κατηγόρησαν για δειλία και ότι η πρόταση του θα του κοστίσει την κομητεία του.[146][147] Ο βασιλιάς ήταν έτοιμος να δεχτεί την πρόταση του Ραϋμόνδου αλλά ο Ριντφόρ τον κατηγόρησε ταυτόχρονα για την παλαιότερη συμμαχία του με τον Σαλαντίν.[146][147] Ο Γκυ των Λουζινιάν αποφάσισε τελικά να επιτεθεί και διέταξε τον στρατό του να προχωρήσει στην Τιβεριάδα.[147]
Ο Ραϋμόνδος Γ΄ σαν άρχοντας της περιοχής διορίστηκε αρχηγός του στρατού που θα διασχίσει τη Γαλιλαία.[148][149] Την εποχή που τα στρατεύματα του Σαλαντίν επιτέθηκαν στους Ναΐτες από τα νότια οι Σταυροφόροι σταμάτησαν σε ένα πηγάδι για να συγκεντρώσουν νερό επειδή διψούσαν.[148][149] Τα "Χρονικά του Έρνουλ" κατηγορούν τον Ραϋμόνδο για την απόφαση αυτή, άλλοι σημειώνουν ότι το αποφάσισε ο βασιλιάς παρά την αντίθετη γνώμη του Ραϋμόνδου.[150] Τα στρατεύματα του Σαλαντίν περικύκλωσαν τους Σταυροφόρους που αναζητούσαν νερό και τους έσφαξαν όλους.[151] Ο στρατός συνέχισε την επόμενη μέρα την πορεία του για την Τιβεριάδα αλλά δέχτηκε συνεχείς επιθέσεις από τον στρατό του Σαλαντίν.[152][153] Οι στρατιώτες εξαντλημένοι από τη δίψα προσπάθησαν να ανοίξουν δρόμους στον στρατό του Σαλαντίν για να πάνε στη θάλασσα της Τιβεριάδας αλλά σφαγιάστηκαν, πέντε από τους ιππότες του Ραϋμόνδου αποστάτησαν στον στρατό του Σαλαντίν.[153] Σε μία προσπάθεια του να φτάσει στις πηγές κοντά στη Χαττίν ο Ραϋμόνδος επιτέθηκε με το ιππικό του στις δυτικές πλευρές του Μουσουλμανικού στρατού και μπόρεσε να ανοίξει ένα ασφαλές πέρασμα για τον στρατό του.[154] Ο Ραϋμόνδος Γ΄ και οι Σταυροφόροι που τον συνόδευαν δεν επέστρεψαν, δραπέτευσαν πρώτα στη Σαφέντ και μετά στην Τύρο.[154][155]
Οι υπόλοιποι Σταυροφόροι εξαφανίστηκαν και οι υποτελείς του Ραϋμόνδου αιχμαλωτίστηκαν.[144][155][156] Οι πόλεις δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στον Σαλαντίν που τις κυρίευσε όλες τον επόμενο μήνα.[157] Η Εσίβα του Μπυρ παρέδωσε την Τιβεριάδα στον Σαλαντίν και ενώθηκε με τον Ραϋμόνδο στην Τύρο.[158] Ο Εμπριάκο παρέδωσε στον Σαλαντίν το Τζουμπαίλ με αντάλλαγμα την ελευθερία του (4 Αυγούστου 1187). Ο Σαλαντίν κατέλαβε τη Βηρυτό (6 Αυγούστου 1187) και ο Ραϋμόνδος δραπέτευσε για την Τρίπολη επειδή πίστευε ότι μπορούσε να καταλάβει εύκολα ο Σαλαντίν την Τύρο, οι παλιοί του σύμμαχοι Μπαλιάν του Ιμπελέν και Ρέτζιναλντ της Σιδώνας ενώθηκαν σύντομα μαζί του.[158][159]
Ο Ραϋμόνδος Γ΄ αρρώστησε βαριά στην Τρίπολη, σύμφωνα με μερικές πληροφορίες υπέφερε από πλευρίτιδα.[160][161] Οι περισσότεροι συγγραφείς συμφωνούν στο ότι αρρώστησε από τη μεγάλη του λύπη για τη συντριβή του αυτοκρατορικού στρατού.[161] Δεν είχε παιδιά και σύμφωνα με τη διαθήκη του κληροδότησε την κομητεία της Τρίπολης στον μεγαλύτερο γιο του Βοημούνδου Γ΄ της Αντιόχειας Ραϋμόνδο που ήταν και θετός γιος του.[161] Ο συγγραφέας Ραλφ του Ντισέτο καταγράφει τον θάνατο του 15 μέρες μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ (17 Οκτωβρίου 1187).[162] Ο ιστορικός Λιούις παραπέμπει τον θάνατο του πιθανότατα τον Σεπτέμβριο.[163]
Ο Γουλιέλμος της Τύρου που είχε τον Ραϋμόνδο σε μεγάλη εκτίμηση τον περιγράφει σαν σοφό τόσο στην πολιτική όσο και τον πόλεμο.[163] Έκανε ωστόσο και αρκετές αρνητικές περιγραφές για τον Ραϋμόνδο με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη δειλία του όταν αποχώρησε από τη μάχη (1179).[74][163] Ο Γουλιέλμος της Τύρου ήταν καγκελάριος και επίσκοπος όταν ήταν αντιβασιλιάς ο Ραϋμόνδος συνεπώς η άποψη του δεν θεωρείται ουδέτερη, οι σύγχρονοι συγγραφείς όμως όπως ο Στήβεν Ράνσιμαν επηρεάστηκαν έντονα από τη γνώμη του.[163] Ο Λιούις έχει αρνητική γνώμη για τον Ραϋμόνδο τονίζοντας ότι "η σταδιοδρομία του στιγματίστηκε από μία μεγάλη σειρά ασήμαντων, λανθασμένων και καταστροφικών επιλογών".[163] Ο Μπάρμπερ με τη σειρά του σημειώνει ότι "οι πράξεις του είχαν όλες κριτήριο τις προσωπικές φιλοδοξίες του".[44] Ο Γουλιέλμος της Τύρου γράφει :[71]
"Ο Ραϋμόνδος Γ΄ ήταν άντρας λεπτός με μέτριο ύψος και σκοτεινό δέρμα, τα μαλλιά του ήταν ίσια με μέτριο μέγεθος και είχε διαπεραστικό βλέμμα. Το μυαλό του ήταν άστατο αλλά οι πράξεις του ήταν αποφασιστικές και τολμηρές με ανοιχτό μυαλό, έμεινε επίσης γνωστός για τις αστείες διατροφικές του συνήθειες. Ο Ραϋμόνδος ήταν πολύ φιλελεύθερος απέναντι στους ξένους αλλά καταπιεστικός στους άντρες της συνοδείας του."
Οι σύγχρονοι Μουσουλμάνοι συγγραφείς περιγράφουν τον Ραϋμόνδο σαν έξυπνο και ικανό πολιτικό.[31] Ο Αλι Ιμπν Αλ-Άτιρ (1160 - 1233) τονίζει ότι "Οι Σταυροφόροι τον σεβόντουσαν περισσότερο από όλους, δεν υπήρχε κανένας περισσότερο ανδρείος" τη δεύτερη περίοδο της αντιβασιλείας του.[164][165] Ο Αλι Ιμπν Αλ-Άτιρ αντίστοιχα γράφει ότι ο Μουσουλμάνοι τον θεωρούσαν σαν τον μεγαλύτερο εχθρό τους και τον χειρότερο ανάμεσα στους Φράγκους".[166][167] Ο Αμπού Σαμπά τον περιγράφει σαν τον μεγαλύτερο εχθρό των Μουσουλμάνων και ζητάει από τον Σαλαντίν να τον θανατώσει μαζί με τον Ραϋνάλδο του Σατιγιόν.[166] Οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί στηρίχτηκαν στον Γουλιέλμο της Τύρου και τα "Χρονικά του Έρνουλ" που περιγράφουν τον Ραϋμόνδο Γ΄ σαν έναν άντρα που ήθελε να κλείσει ειρήνη με τον Σαλαντίν για να επιβιώσουν τα Σταυροφορικά κράτη.[54][168][169] Οι ίδιοι ιστορικοί σημειώνουν ότι οι νέοι Σταυροφόροι που ήταν αντίπαλοι του Ραϋμόνδου είχαν σημαντική συμβολή στην πτώση του βασιλείου, δέχονται επίσης την άποψη ότι ήταν έμπιστος άνθρωπος που κρατούσε τον λόγο του.[168]
Ο Χάμιλτον εκφράζει τις αμφιβολίες του σχετικά με το εάν ήθελε να διατηρήσει ο Σαλαντίν "την ειρήνη με τους γειτονικούς χριστιανικούς λαούς" και να τους επιτρέψει να κρατήσουν την Ιερουσαλήμ την ιερότερη πόλη.[170] Η πτώση της Ιερουσαλήμ με τη Μάχη του Χαττίν ήταν το κορυφαίο πλήγμα για τον χριστιανικό κόσμο.[171] Η συμμαχία του Ραϋμόνδου με τον Σαλαντίν και η φυγή του από το πεδίο της μάχης έφερε πολλές υποψίες στους χριστιανούς συγγραφείς που τον χαρακτήρισαν "προδότη".[166] Ο Αλμπερίκ του Τρουά-Φοντέν που έγραψε 60 χρόνια μετά τα γεγονότα αναφέρει ότι ο Ραϋμόνδος και ο Σαλαντίν με τη συμμαχία τους "ήπιαν ο ένας το αίμα του άλλου".[166] Τα "Μινιστρέλια του Ρεμς" γράφουν ότι ο Σαλαντίν υπενθύμισε στον Ραϋμόνδο τον όρκο που είχε κάνει να του επιτρέψει να περάσει από τα εδάφη του.[172] Πολλοί συγγραφείς τον Μεσαίωνα όπως ο Ροβέρτος της Οσέρ και ο Γουλιέλμος του Νανγκίς κατηγορούν τον Ραϋμόνδο σαν αποστάτη τονίζοντας ότι ο θεός τον θανάτωσε για να τον τιμωρήσει για την προδοσία του.[172] Οι Μουσουλμάνοι ιστορικοί γράφουν ότι οι χριστιανοί στην εποχή του τον θεωρούσαν προδότη επειδή είχε ασπαστεί το Ισλάμ.[166] Οι σύγχρονοι ιστορικοί έχουν καταλήξει ωστόσο στο συμπέρασμα ότι όλες αυτές οι ιστορίες είναι τελικά ψευδείς εφευρέσεις.[166]
Νυμφεύτηκε την Εσίβα του Μπουρ πριγκίπισσα της Γαλιλαίας & Τιβεριάδας, κόρη του Ελινάντ πρίγκιπα της Γαλιλαίας ή του Ραντούλφ του Ισσύ ή τού Γουλιέλμου Α΄ του Μπουρ πρίγκιπα της Γαλιλαίας. Η Εσίβα ήταν χήρα από τον πρώτο της σύζυγο Βάλτερ του Σαιντ-Ομέρ, ο οποίος απεβίωσε το 1174. Ο Ραϋμόνδος Γ΄ από την Εσίβα δεν απέκτησε απογόνους, έτσι υιοθέτησε τον ανιψιό του Ραϋμόνδο Δ΄ και τον έκανε διάδοχο.