Ρενάτα Τεμάλντι | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Renata Tebaldi (Ιταλικά) |
Γέννηση | 1 Φεβρουαρίου 1922[1][2][3] Πέζαρο[2][4][5] |
Θάνατος | 19 Δεκεμβρίου 2004[6][1][3] Άγιος Μαρίνος[5][4][7] |
Αιτία θανάτου | καρκίνος |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Τόπος ταφής | Λανγκιράνο |
Χώρα πολιτογράφησης | Ιταλία (1946–2004)[8][9] Βασίλειο της Ιταλίας (1922–1946) |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ιταλικά[10][11] |
Σπουδές | Ωδείο Τζοακίνο Ροσσίνι |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | τραγουδίστρια όπερας |
Περίοδος ακμής | 1944 |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Βραβείο Γκράμι Καλύτερης φωνητικής σόλο ερμηνείας κλασικής μουσικής (1958) Ιππότης του Μεγαλόσταυρου του Τάγματος της τιμής της Ιταλικής Δημοκρατίας Αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας του Χόλιγουντ[12] |
Ιστότοπος | |
www | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Ρενάτα Τεμπάλντι Cavaliere di Gran Croce OMRI (ιταλικά: Renata Tebaldi, 1 Φεβρουαρίου 1922 – 19 Δεκεμβρίου 2004) ήταν ιταλίδα λυρική-σπίντο υψίφωνος, δημοφιλής κατά τη μεταπολεμική περίοδο, και ειδικότερα γνωστή ως πριμαντόνα της Σκάλας του Μιλάνου, του Τεάτρο Σαν Κάρλο και, κυριότερα, της Μητροπολιτικής Όπερας.[13] Μία εκ των σπουδαίων υψιφώνων του 20ού αιώνα, η Τεμπάλντι επικεντρώθηκε κυρίως στους λυρικούς και δραματικούς ρόλους του βερισμού.[14][15][16] Ο Ιταλός μαέστρος Αρτούρο Τοσκανίνι χαρακτήρισε τη φωνή της ως la voce d'angelo («η φωνή του αγγέλου»),[17] ενώ ο μουσικός διευθυντής της Σκάλας Ρικάρντο Μούτι την αποκάλεσε «μια από τις σπουδαιότερες ερμηνεύτριες, με μια από τις πλέον εξαιρετικές φωνές στον χώρο της όπερας».[18] Καθώς οι δυο τους ήταν υψίφωνοι της ίδιας γενιάς, η Τεμπάλντι και η σοπράνο Μαρία Κάλλας συγκρίνονταν συχνά από μουσικοκριτικούς και δημοσιογράφους, με πλειάδα δημοσιευμάτων να έχουν ως θεματολογία την υποτιθέμενη μεταξύ τους έχθρα.
Γεννήθηκε στο Πέζαρο,[19] κόρη της νοσοκόμας Τζουζεπίνα Μπαρμπιέρι και του βιολοντσελίστα Τεομπάλντο Τεμπάλντι.[20] Εισήχθη στο ωδείο της Πάρμα στην ηλικία των 17 ετών[21] και, αργότερα, συνέχισε τις μουσικές σπουδές της στη Νέα Υόρκη.[22] Το 1944, έκανε το οπερατικό ντεμπούτο της στο Ροβίγκο, εμφανιζόμενη ως Έλενα στην όπερα Μεφιστοφελής του Αρρίγκο Μπόιτο.[23] Το 1946 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Σκάλα του Μιλάνου, δίνοντας μια επιτυχημένη συναυλία για την επανεκκίνηση του θεάτρου μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.[24]
Έκανε το αμερικανικό ντεμπούτο της το 1950, τραγουδώντας τον ομώνυμο ρόλο της Αΐντα του Βέρντι στην Όπερα του Σαν Φρανσίσκο. Το ντεμπούτο της στη Μητροπολιτική Όπερα πραγματοποιήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1955, οπότε εμφανίστηκε ως Δυσδαιμόνα δίπλα στον Οθέλο του τενόρου Μάριο ντελ Μόνακο. Η Μητροπολιτική Όπερα απετέλεσε τη λυρική σκηνή όπου εμφανιζόταν κατά κύριο λόγο για τα επόμενα 20 έτη περίπου.[25] Το 1973, τραγούδησε ξανά τη Δυσδαιμόνα από τον Οθέλο στη Μητροπολιτική Όπερα, εμφανιζόμενη για τελευταία φορά σε πλήρη οπερατικό ρόλο επί σκηνής.[26] Το 1976, έδωσε τις τελευταίες της συναυλίες, εμφανιζόμενη στο Κάρνεγκι Χολ στη Νέα Υόρκη,[26] αλλά και στη Σκάλα του Μιλάνου.[24] Σχετικά με την απόφασή της να συνταξιοδοτηθεί, η Τεμπάλντι ανέφερε ότι σταμάτησε να τραγουδά ενώ είχε ακόμα μια ισχυρή φωνή για να αποφύγει «την καταστροφική περίοδο της παρακμής».[13] Μέχρι το τέλος της καριέρας της, είχε τραγουδήσει σε 1.262 παραστάσεις, 1.048 πλήρεις όπερες και 214 συναυλίες.[27]
Η υψίφωνος Μαρία Κάλλας αναδείχτηκε στο παγκόσμιο οπερατικό στερέωμα κατά την περίοδο οπότε η σταδιοδρομία της Τεμπάλντι είχε και αυτή ανοδική πορεία —οι δύο υψίφωνοι ήταν της ίδιας γενιάς. Κατά τη δεκαετία του 1950, η μεταξύ τους σχέση, συχνά παρουσιάστηκε από τον Τύπο ως εχθρική,[23] με τους διάφορους μουσικοκριτικούς να συγκρίνουν ευθέως τη φωνητική και υποκριτική τέχνη των δύο μονωδών. Αφενός, οι ερμηνείες της Κάλλας ήταν, συχνά, αντισυμβατικές, αφετέρου το ηχόχρωμα της Τεμπάλντι θεωρούταν κλασικά όμορφο. Η σύγκριση των δύο ανάγεται σε ένα θεμελιώδες ζήτημα στην ιστορία της όπερας, ήτοι στη διαφορά μεταξύ «όμορφου ήχου» και δραματουργικής χρήσης της φωνής στο πλαίσιο του λυρικού θεάτρου.[28] Εντούτοις, σύμφωνα με τον μουσικοκριτικό Τζον Αρντόιν, οι δύο υψίφωνοι δεν θα έπρεπε να συγκρίνονται,[28] καθώς η Τεμπάλντι ήταν υψίφωνος του βερισμού, έχοντας την εκπαίδευση της ιταλικής σχολής των αρχών του 20ού αιώνα, ενώ η Κάλλας είχε εκπαιδευτεί ως υψίφωνος του μπελ κάντο, βάσει της παράδοσης των μονωδών του 19ου αιώνα.[28]
Εξάλλου, καταρρίπτοντας τους ισχυρισμούς περί αρχετυπικής διαμάχης, οι δύο υψίφωνοι αντάλλαξαν συχνά επαινετικά λόγια. Σε συνέντευξή της το 19, η Κάλλας ανέφερε ότι «θαυμάζω τον τόνο της Τεμπάλντι· είναι όμορφος –έχει επίσης ένα όμορφο φραζάρισμα. Μερικές φορές, πραγματικά εύχομαι να είχα τη φωνή της». Ακόμα, σύμφωνα με το περιοδικό Time, όταν η Κάλλας εγκατέλειψε τη Σκάλα, «η Τεμπάλντι έκανε έναν εκπληκτικό ελιγμό: ανακοίνωσε ότι δεν θα τραγουδούσε στη Σκάλα χωρίς την Κάλλας. "Τραγουδάω μόνο για καλλιτεχνικούς λόγους. Δεν είναι συνήθειά μου να τραγουδώ εναντίον κανενός", είπε». [29]
Η Τεμπάλντι είχε μια σύντομη σχέση με τον βαθύφωνο Νικόλα Ρόσι-Λεμένι και μια μακροβιότερη με τον μαέστρο Αρτούρο Μπαζίλε,[30] αλλά δεν παντρεύτηκε ποτέ. Σε μια συνέντευξη της το 1995 στην εφημερίδα The New York Times εξήγησε ότι δεν είχε μετανιώσει για την επιλογή της αυτή. «Υπήρξα ερωτευμένη πολλές φορές», ανέφερε. «Αυτό είναι πολύ καλό για μια γυναίκα». Ωστόσο πρόσθεσε ότι «πώς θα μπορούσα να ήμουν σύζυγος, μητέρα και τραγουδίστρια; Ποιος φροντίζει τα piccolini [«τα μικρά», εννοεί τα παιδιά] όταν ταξιδεύεις σε όλο τον κόσμο; Τα παιδιά σου δεν θα σε έλεγαν μαμά, αλλά Ρενάτα».[15]
Πέρασε το τέλος της ζωής της στο Μιλάνο. Πέθανε σε ηλικία 82 ετών στο σπίτι της, στον Άγιο Μαρίνο. Είναι θαμμένη στο παρεκκλήσι της οικογένειας Τεμπάλντι στο νεκροταφείο Ματαλέτο στο Λανγκιράνο.[31] Μετά τον θάνατό της, το κοινό στο θέατρο Λα Φενίτσε της Βενετίας τήρησε ενός λεπτού σιγή στη μνήμη της. Ο τενόρος Λουτσιάνο Παβαρότι ανέφερε για τον θάνατό της: «Αντίο Ρενάτα, η μνήμη σου και η φωνή σου θα μείνουν για πάντα χαραγμένες στην καρδιά μου».[23]
editions:qyI8OX5Atr0C.
Her father was a cellist; he still plays in orchestras in Pesaro and Parma opera houses.