Ρενέ Φαλκονετί | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Renée Falconetti (Γαλλικά) και Falconetti (Γαλλικά) |
Γέννηση | 21 Ιουλίου 1892[1][2][3] Παντέν[4] |
Θάνατος | 12 Δεκεμβρίου 1946[1][2][3] Μπουένος Άιρες[4] |
Συνθήκες θανάτου | αυτοκτονία |
Τόπος ταφής | Κοιμητήριο της Μονμάρτρης[5] |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία |
Ιδιότητα | ηθοποιός θεάτρου, ηθοποιός ταινιών, βιογράφος και συγγραφέας |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Ρενέ Ζαν Φαλκονετί (Renée Jeanne Falconetti, Παντέν, 21 Ιουλίου 1892 – Μπουένος Άιρες, 12 Δεκεμβρίου 1946) ήταν Γαλλίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Η Φαλκονετί απέκτησε ξεχωριστή θέση στην ιστορία του κινηματογράφου με τη συγκλονιστική της ερμηνεία στη βωβή ταινία του Καρλ Ντράγιερ, Τα πάθη της Ζαν Ντ’ Αρκ (1928).
Η Φαλκονετί γεννήθηκε στο Παντέν (Pantin), μια πόλη πολύ κοντά στο Παρίσι, το 1892, από πατέρα με κορσικανική καταγωγή. Μεγάλωσε με τον μικρότερο αδελφό της, αλλά ο γάμος των γονέων της ήταν αποτυχημένος και χώρισαν όταν ακόμη ήταν παιδί. Στη συνέχεια ανατράφηκε με τους παππούδες και τις γιαγιάδες της, που είχαν ραφτάδικο. Αργότερα, έζησε μαζί με τη μητέρα της, αλλά σε κανονικό σχολείο δεν πήγε ποτέ. Είχε υποκριτικό ταλέντο από τα 8 της χρόνια, αλλά άρχισε την πορεία της στις θεατρικές σκηνές του Παρισιού, το 1918.
Μετά από την ταινία Τα πάθη της Ζαν ντ’ Αρκ, η Φαλκονετί συνέχισε την καριέρα της ως ηθοποιός και παραγωγός σε κωμωδίες ελαφρού ύφους, κυρίως με την Comédie-Française . Αγόρασε δικό της θέατρο, το L'Avenue, απέτυχε ωστόσο ως επιχειρηματίας και κατέρρευσε οικονομικά. Το 1937 πήγε στη Ρώμη, όπου παρακολούθησε μαθήματα τραγουδιού. Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, έφυγε από τη Γαλλία, αρχικά στην Ελβετία και, στη συνέχεια, στο Ρίο ντε Τζανέιρο (1942) και στο Μπουένος Άιρες (1943).[6] Εκεί, κέρδιζε τα προς το ζην με το τραγούδι, την ηθοποιία ή τη διδασκαλία. Όταν προσπάθησε να κάνει θεατρική επιστροφή μετά τον πόλεμο, είχε καταστεί σε μεγάλο βαθμό υπέρβαρη και απέτυχε να επανέλθει, επιβάλλοντας στον εαυτό της εξαντλητική δίαιτα.[7] Φαίνεται ότι, έπασχε από διανοητική ασθένεια σε όλη την υπόλοιπη ζωή της και, το 1946, αυτοκτόνησε.[8].
Μέχρι τη στιγμή που, ο Ντράγιερ την παρακολούθησε να παίζει σε ένα ερασιτεχνικό θέατρο και την επέλεξε ως πρωταγωνίστρια του στην επικείμενη κινηματογραφική του παραγωγή Τα πάθη της Ζαν Ντ’ Αρκ (La Passion de Jeanne d'Arc), η Φαλκονετί ήταν καθαρά θεατρική ηθοποιός, έχοντας εμφανιστεί μόνο στις ταινίες, Η Κόμισσα του Σομρίβ (La Comtesse de Somerive (1917) και ο Κλόουν (Le Clown) (1917). Ο ίδιος είχε πει ότι, το έργο ήταν ‘’ελαφρό’’, αλλά το πρόσωπό της είχε κάτι που τον συνεπήρε: «…υπήρχε κρυμμένη μια ψυχή πίσω από την πρόσοψη… (sic)». Ο απαιτητικότατος Δανός έκανε κάστινγκ στη Φαλκονετί και είδε μια γυναίκα που ενσωμάτωνε «απλότητα, χαρακτήρα και πόνο».[9]
Η ερμηνεία της Φαλκονετί, με την κάμερα να εστιάζει συνεχώς στο -χωρίς μακιγιάζ- εκφραστικό πρόσωπό της, θεωρείται μία από τις σπαρακτικότερες που έχουν καταγραφεί στην ιστορία του κινηματογράφου, με την επισήμανση: «δεν μπορεί κάποιος να γνωρίζει την ιστορία του βωβού κινηματογράφου, εάν δεν έχει δει το πρόσωπο της Φαλκονετί». Έχει αναφερθεί ότι, «εάν η ψυχή του ανθρώπου μπορεί να αποτυπωθεί στα μάτια του, τότε τα μάτια της Φαλκονετί στην ταινία του Ντράγιερ, Τα πάθη της Ζαν ντ’ Αρκ, δεν σε εγκαταλείπουν ποτέ». Η περίφημη Αμερικανίδα κριτικός Πωλίν Κάελ είπε ότι, «…[το παίξιμο της Φαλκονετί] είναι, ίσως, η κορυφαία ερμηνεία που έχει καταγραφεί ποτέ σε φιλμ…». Ο διάσημος Γάλλος σκηνοθέτης Ζαν Κοκτώ φέρεται να δήλωσε ότι, η Φαλκονετί έπαιζε σαν «ιστορικό ντοκουμέντο από μια εποχή που ο κινηματογράφος δεν υπήρχε καν».[9] Ο συγκεκριμένος ρόλος, φανερώνει τη βαθιά θεατρική της παιδεία, αλλά σημάδεψε ανεξίτηλα την κινηματογραφική πορεία της, αφού ουδέποτε έπαιξε ξανά.
Πολλοί κριτικοί και ερευνητές υποστήριξαν ότι, οι «επιδόσεις» της Φαλκονετί στη συγκεκριμένη ταινία ήταν το αποτέλεσμα της ακραίας «σκληρότητας» που είχε επιδείξει ο Ντράγιερ, ένας «διαβόητα» απαιτητικός σκηνοθέτης που, για να πετύχει αυτό το καταγεγραμμένο στο σελουλόιντ ψυχογράφημα, την ώθησε στο χείλος της συναισθηματικής κατάρρευσης. Για παράδειγμα, ο κριτικός κινηματογράφου Ρ. Έμπερτ (Roger Ebert) γράφει: «…για τη Φαλκονετί, τα γυρίσματα ήταν μια ψυχοφθόρα δοκιμασία. Υπάρχουν αναφορές από το τιμ αυτών που εργάστηκαν για την ταινία ότι, ο Ντράγιερ ανάγκαζε την ηθοποιό να γονατίζει πάνω στις πέτρες και, στη συνέχεια, να αφαιρεί όλο τον εξωτερικό πόνο (sic), ούτως ώστε να διαφανεί μόνον ο εσωτερικός/ψυχικός πόνος στο πρόσωπό της. Ο Ντράγιερ επανελάμβανε τα γυρίσματα ξανά και ξανά, ελπίζοντας ότι στην αίθουσα μοντάζ θα μπορούσε να βρει ακριβώς τη σωστή «απόχρωση» στην έκφραση του προσώπου της Φαλκονετί…».[10]
Ωστόσο, στη βιογραφία τους για τον Ντράγιερ, οι Τζιν και Ντέιλ Ντραμ (Jean and Dale Drum) αναφέρουν ότι, αυτές οι ιστορίες βασίζονται μόνο σε φήμες και ότι «δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι ο Ντράγιερ θα μπορούσε να ήταν ένας «σαδιστής».[8] Μιλάνε για αυτόπτες μάρτυρες, που περιγράφουν τη σχέση συνεργασίας του με τη Φαλκονετί, ως αρμονική: «…κατά τη διαδικασία παραγωγής παρακολουθούσαν από κοινού τα αρχικά γυρίσματα μιας σκηνής, επτά ή οκτώ φορές, έως ότου ο Ντράγιερ, επέλεγε ένα μικρό κομμάτι, ίσως μερικά μέτρα φιλμ (ενν. διαρκείας), που το αποτέλεσμα ήταν αυτό που ήθελαν και οι δύο και, όταν ξαναγύριζαν τη σκηνή, η Φαλκονετί την ολοκλήρωνε χωρίς την παραμικρή αναστολή. Ακριβώς αυτά τα λίγα μέτρα φιλμ την είχαν εμπνεύσει…». Αργότερα, η Φαλκονετί ήταν σε θέση να παίξει τις σκηνές μόνο από τις εξηγήσεις του Ντράγιερ, χωρίς την ανάγκη ακόμη και για πρόβα.[11] Αρκετές φορές, έχει κατονομασθεί (credited) ως Μαρία Φαλκονετί, Μαρί Φαλκονετί [12] ή Ρενέ Μαρία Φαλκονετί [10][13] κάτι που, όπως είχε δηλώσει η κόρη της, δεν μπορεί να εξηγηθεί.[14]