Ρετροφουτουρισμός

Ρετροφουτουριστική εικόνα μιας ιπτάμενης ατμομηχανής, βασισμένη στη μορφή της «Nebraska Zephyr», σε στιλ ντίζελπανκ που θυμίζει τη δεκαετία του 1940.
Προτεινόμενο «ωκεάνιο εξπρές» υψηλής ταχύτητας για το έτος 2000 («Ozeanriese im Jahre 2.000») σε εικόνα του 1931 (Αμβούργο - Νέα Υόρκη σε 40 ώρες)
Ξενοδοχείο πάνω σε σιδηροδρομικές γραμμές («Reisehotel») όπως θα ήταν το έτος 2000, σε έργο του 1898.
«Πλοίο του αέρα» («White Cruiser of the clouds») σε εικόνα του 1902

Ο ρετροφουτουρισμός (αγγλ. retrofuturism, αντίστοιχο επίθετο «ρετροφουτουριστικός» ή «ρετρομελλοντικός») είναι ένα κίνημα στις τέχνες και την αισθητική, που εκφράζει την επίδραση αναπαραστάσεων του μέλλοντος που δημιουργήθηκαν σε μια περασμένη εποχή. Ενώ ο φουτουρισμός θεωρείται κάποτε μια μελέτη που προσπαθεί να προεικονίσει τα μελλοντικά πράγματα, στο πλαίσιο αυτό ο ρετροφουτουρισμός είναι η ανάμνηση αυτής της προεικονίσεως.[1] Χαρακτηρίζεται από ένα αμάλγαμα «παλαιομοδίτικου» στιλ ρετρό με φουτουριστική τεχνολογία και εξερευνά τα θέματα των εντάσεων μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, και μεταξύ των αποξενωτικών και ενισχυτικών αποτελεσμάτων της τεχνολογίας. Εκπροσωπείται κυρίως από καλλιτεχνικές δημιουργίες και τροποποιημένες τεχνολογίες που πραγματώνουν τα αντικείμενα που φαντάσθηκαν κάποιοι για το μέλλον με όρους του παρελθόντος.[2]

Η λέξη «ρετροφουτουρισμός» σχηματίζεται από την προσθήκη του προθέματος retro-, που προέρχεται από τη λατινική γλώσσα και δίνει την έννοια του «προς τα πίσω», στη λέξη future = μέλλον (μια επίσης λατινογενή λέξη).

Σύμφωνα με το Oxford English Dictionary, μια πρώιμη χρήση του όρου εμφανίσθηκε σε μια διαφήμιση κοσμημάτων σε φύλλο της εφημερίδας The New York Times το 1983. Σε πιο σχετικό εννοιολογικό πλαίσιο με τον ρετροφουτουρισμό ως εξερεύνηση των παρελθοντικών οραμάτων για το μέλλον, ο όρος εμφανίζεται με τη μορφή του επιθέτου «ρετρο-φουτουριστικός» το 1984 σε μια κριτική της ταινίας Μπραζίλ στο περιοδικό The New Yorker.[3] Συγκεκριμένα, η κριτικός κινηματογράφου Πωλίν Κάελ έγραψε: «[ο σκηνοθέτης] παρουσιάζει μια ρετρο-φουτουριστική φαντασίωση». [4]

Ο ρετροφουτουρισμός δομείται πάνω σε ιδέες του φουτουρισμού, αλλά ο δεύτερος όρος έχει διαφορετική σημασία σε διαφορετικά περιβάλλοντα. Στους καλλιτεχνικούς, λογοτεχνικούς και αρχιτεκτονικούς κύκλους, ο φουτουρισμός είναι ένας παλαιός και καθιερωμένος όρος. Αλλά στη συνηθισμένη γλώσσα ο φουτουρισμός άπτεται κάποιες φορές της Μελλοντολογίας και έχει περιγραφεί ως «μια πρώιμη αισιοδοξία που εστίαζε στο παρελθόν και ήταν ριζωμένη στον 19ο αιώνα, σε μια «χρυσή εποχή» των αρχών του 20ού αιώνα, που συνεχίσθηκε με τη διαστημική εποχή της δεκαετίας του 1960».[5]

Ο ρετροφουτουρισμός βασίζεται πρώτα από όλα στις σύγχρονες αλλά μεταβαλλόμενες έννοιες του «μέλλοντος». Καθώς σημειώνει η Guffey, ο όρος είναι ένας πρόσφατος νεολογισμός, αλλά «δομεί πάνω στα πυρετικά οράματα των φουτουριστών, οράματα διαστημικών αποικιών, ιπτάμενων αυτοκινήτων, ρομποτικών υπηρετών και διαστρικών ταξιδιών. Εκεί όπου οι φουτουριστές έπαιρναν ως δεδομένες τις υποσχέσεις της τεχνολογίας, ο ρετροφουτουρισμός ξεπρόβαλε ως μια πιο σκεπτικιστική αντίδραση απέναντι σε αυτά τα όνειρα». [6] Η νέα στάση έλαβε το σημερινό σχήμα της κατά τη δεκαετία του 1970, μια περίοδο στην οποία η τεχνολογία μεταβαλλόταν γρήγορα: Από την εμφάνιση του προσωπικού υπολογιστή μέχρι τη γέννηση του πρώτου «παιδιού του σωλήνα», η εποχή εκείνη χαρακτηριζόταν από έντονες και ταχείες τεχνολογικές προόδους. Αλλά σημαντικό μέρος του γενικού κοινού άρχισε να αμφισβητεί το κατά πόσο η εφαρμοσμένη επιστήμη θα επετύγχανε την υπόσχεση που είχε δώσει παλαιότερα: ότι η ζωή θα βελτιωνόταν αναπόφευκτα δια της τεχνολογικής προόδου. Στα «απόνερα» της περιβαλλοντικής υποβαθμίσεως και της ενεργειακής κρίσεως, πολλοί σχολιαστές άρχισαν να αμφιβάλλουν για τα οφέλη της εφαρμοσμένης επιστήμης. Αλλά από την άλλη αναρωτήθηκαν, κάποτε με δέος και κάποτε με σύγχυση, για τον επιστημονικό θετικισμό που επεδείκνυαν οι παλαιότερες γενεές. Ο ρετροφουτουρισμός «διαπότισε τον ακαδημαϊκό και τον κοινωνικό χώρο στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, επηρεάζοντας τους Πολέμους των άστρων του Τζορτζ Λούκας όσο και τη ζωγραφική του ποπ καλλιτέχνη Kenny Scharf».[7] Επισκοπώντας τον αισιόδοξο φουτουρισμό των αρχών του 20ού αιώνα, οι ιστορικοί Τζο Κορν και Μπράιαν Χόριγκαμ υπενθυμίζουν ότι ο ρετροφουτουρισμός είναι «ιστορία μιας ιδέας ή ενός συστήματος ιδεών - μια ιδεολογία. Το μέλλον, βέβαια, δεν υπάρχει παρά μόνο ως μία πράξη πίστεως ή φαντασίας». [8]

"Ατμοπάνκ" (steampunk) επιτραπέζιος υπολογιστής(desktop).

Ο ρετροφουτουρισμός ενσωματώνει δύο αλληλοκαλυπτόμενες τάσεις που μπορούν να συνοψιστούν ως το μέλλον όπως φαίνεται από το παρελθόν και το παρελθόν όπως φαίνεται από το μέλλον.

Η πρώτη τάση είναι ο «καθαυτό» ρετροφουτουρισμός και εμπνέεται άμεσα από το φανταστικό μέλλον που υπήρχε στο μυαλό συγγραφέων, καλλιτεχνών και κινηματογραφιστών κατά την προ του 1960 περίοδο. Αυτοί προσπάθησαν να προβλέψουν το μέλλον, είτε με σοβαρές προβολές της υπάρχουσας τεχνολογίας (π.χ. σε περιοδικά όπως το Science and Invention) ή με μυθιστορήματα και διηγήματα επιστημονικής φαντασίας. Τέτοια φουτουριστικά οράματα ανακαινίζονται και επικαιροποιούνται για το παρόν, και προσφέρουν μια νοσταλγική, αντιφατική εικόνα του τι θα μπορούσε να ήταν το μέλλον, αλλά δεν είναι.

Η δεύτερη τάση είναι το αντίστροφο της πρώτης: το φουτουριστικό ρετρό. Εκκινεί με την ελκυστικότητα του ρετρό: των παλαιών στιλ τέχνης, ρούχων, ηθών. Στη συνέχεια εμβολιάζει σύγχρονες ή φουτουριστικές τεχνολογίες σε αυτό, δημιουργώντας ένα μείγμα στοιχείων του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Το «ατμοπάνκ», ένας όρος που εφαρμόζεται τόσο στην επαναφορά της φουτουριστικής τεχνολογίας σε μια εναλλακτική βικτωριανή εποχή, όσο και στην εφαρμογή νεο-βικτωριανών αισθητικών στη σύγχρονη τεχνολογία, είναι μια επιτυχημένη εκδοχή αυτής της δεύτερης τάσεως. Στην ταινία Space Station 76 (2014), η ανθρωπότητα έχει φτάσει στα αστέρια, αλλά τα ρούχα, η τεχνολογία, τα έπιπλα και πάνω από όλα τα κοινωνικά ταμπού θυμίζουν επίτηδες πολύ τα μέσα της δεκαετίας του 1970.

Στην πράξη, οι δύο τάσεις δεν μπορούν να διακριθούν έντονα, καθώς συμβάλλουν αμοιβαία σε παρόμοια οράματα. Ο ρετροφουτουρισμός του πρώτου τύπου επηρεάζεται αναπόφευκτα από την επιστημονική, τεχνολογική και κοινωνική επίγνωση του παρόντος και οι σύγχρονες ρετροφουτουριστικές δημιουργίες δεν είναι ποτέ απλώς αντίγραφα των εμπνεύσεών τους από την προ του 1960 εποχή. Περισσότερο τους δίνεται μια νέα (συχνά ειρωνική) τροπή όταν τα βλέπει κανείς από μια σύγχρονη οπτική.

Με τον ίδιο τρόπο, το φουτουριστικό ρετρό οφείλει μεγάλο μέρος του «αρώματός» του στην πρώιμη επιστημονική φαντασία (π.χ. στα έργα του Ιουλίου Βερν και του Χ. Τζ. Γουέλς) και, σε μια αναζήτηση στυλιστικής αυθεντικότητας, μπορεί να συνεχίσει να αντλεί από συγγραφείς και καλλιτέχνες της επιθυμητής περιόδου.

Και οι δύο ρετροφουτουριστικές τάσεις από μόνες τους δεν αναφέρονται σε συγκεκριμένο χρόνο. Όταν παρέχεται μια χρονική περίοδος για μια ιστορία, μπορεί να είναι ένα αντίθετο με την πραγματικότητα παρόν με μια ιδιόμορφη τεχνολογία, μια φανταστική εκδοχή του μέλλοντος, ή ένα εναλλακτικό παρελθόν στο οποίο οι φανταστικές (πλασματικές ή προβαλλόμενες) εφευρέσεις του παρελθόντος ήταν όντως υλοποιημένες.

Η εισαγωγή του ρετροφουτουρισμού έχει συζητηθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια. Κάποιοι, όπως ο Γερμανός κριτικός αρχιτεκτονικής Νίκλας Μάακ, βλέπουν τον ρετροφουτουρισμό ως «τίποτα περισσότερο από έναν αισθητικό βρόχο ανατροφοδοτήσεως, που θυμίζει μια χαμένη πίστη στην πρόοδο, τις παλιές εικόνες του άλλοτε ριζοσπαστικά νέου».[9] Ο Καναδός συγγραφέας και εικονογράφος Μπρους Μακκώλ (Bruce McCall) αποκαλεί τον ρετροφουτουρισμό «ψευδή νοσταλγία»—τη νοσταλγία για ένα μέλλον που δεν συνέβη ποτέ.[10]

Θεματική και μοτίβα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και ο οπισθοφουτουρισμός, εξαιτίας των ποικίλων χρονικών περιόδων και των φουτουριστικών οραμάτων στα οποία αναφέρεται, δεν παρέχει έναν ενιαίο θεματικό σκοπό ή εμπειρία, ένα κοινό νήμα είναι η δυσαρέσκεια ή η δυσφορία με το παρόν, ως προς το οποίο ο ρετροφουτουρισμός παρέχει μια νοσταλγική αντίθεση.

Ένα παρόμοιο μοτίβο είναι η δυσαρέσκεια με τον ίδιο τον σύγχρονο κόσμο. Ένας κόσμος αεροπορικών μεταφορών υψηλής ταχύτητας, ηλεκτρονικών υπολογιστών και διαστημικών σταθμών είναι (με οποιοδήποτε πρότυπο του παρελθόντος) «φουτουριστικός». Ωστόσο, η αναζήτηση για εναλλακτικά και ίσως πιο πολλά υποσχόμενα μέλλοντα υποδηλώνει μια αίσθηση ότι το επιθυμητό ή αναμενόμενο μέλλον απέτυχε να υλοποιηθεί. Ο ρετροφουτουρισμός προτείνει μια εναλλακτική οδό, και εκτός από την καθαρή νοσταλγία, μπορεί να λειτουργήσει ως υπενθύμιση παλαιότερων αλλά πλέον ξεχασμένων ιδανικών. Αυτή η δυσαρέσκεια εκδηλώνεται επίσης ως ένα πολιτικό σχόλιο στη ρετροφουτουριστική λογοτεχνία[11], όπου η οραματική νοσταλγία συνδέεται παραδόξως με ένα ουτοπικό μέλλον διαμορφωμένο σύμφωνα με συντηρητικές αξίες[12], όπως φαίνεται στο παράδειγμα της χρήσεως της αισθητικής του βιντεοπαιχνιδιού BioShock από το Fox News σε μία εκπομπή του[13][14] το 2014.

Ο ρετροφουτουρισμός υπαινίσσεται επίσης μια επαναξιολόγηση της τεχνολογίας. Σε αντίθεση με την πλήρη απόρριψη της μεταμεσαιωνικής τεχνολογίας που συναντάμε στα περισσότερα είδη της λογοτεχνίας του φανταστικού ή με την άκριτη υιοθέτηση όλων των πιθανών τεχνολογιών που συναντάμε σε κάποια επιστημονική φαντασία, ο ρετροφουτουρισμός ενέχει μία έκκληση για μια τεχνολογία ανθρώπινης κλίμακας, σε μεγάλο βαθμό κατανοητή, επιδεκτική ρυθμίσεως και λιγότερο αδιαφανή από τη σύγχρονη τεχνολογία «μαύρου κουτιού».

Ο ρετροφουτουρισμός δεν είναι καθολικά αισιόδοξος και όταν τα σημεία αναφοράς του αγγίζουν ζοφερές περιόδους όπως ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ή η παράνοια του Ψυχρού Πολέμου, μπορεί να γίνει ο ίδιος ζοφερός και δυστοπικός. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η εναλλακτική πραγματικότητα εμπνέει φόβο, όχι ελπίδα, αν και μπορεί ακόμα να συνδυάζεται με νοσταλγία για έναν κόσμο μεγαλύτερης ηθικής και μηχανικής διαφάνειας. Έχει υποστηριχθεί ότι ο ρετροφουτουρισμός, μέσα από την εξεύρεση ελπίδας μέσα στην απογοήτευση και τη δυστοπία, και τη χρήση αυτής της ελπίδας για να ωθήσει προς ένα λαμπρότερο μέλλον, μπορεί να είναι αισιόδοξος. Ομοίως, τα οράματα των ουτοπιών που απεικονίζονται σε ρετροφουτουριστικά κομμάτια μπορούν να ενσταλάξουν ξανά αυτή την ελπίδα σε θεατές, αναγνώστες ή ακροατές που την έχουν χάσει.[15]

Ως είδη του ρετροφουτουρισμού μπορεί να θεωρηθούν το κυβερνοπάνκ, το ατμοπάνκ, το ντίζελπανκ και το ατομοπάνκ, καθένα από τα οποία αναφέρεται σε τεχνολογίες από μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

Το πρώτο από τα παραπάνω που ονομάσθηκε και αναγνωρίσθηκε ως το δικό του είδος ήταν το κυβερνοπάνκ, το οποίο ξεκίνησε στις αρχές έως τα μέσα της δεκαετίας του 1980 στη λογοτεχνία, με τα έργα των Μπρους Μπέθκε, Γουίλιαμ Γκίμπσον, Μπρους Στέρλινγκ και Πατ Κάντιγκαν. Το σκηνικό του είναι σχεδόν πάντοτε ένα δυστοπικό μέλλον, με μεγάλη έμφαση είτε σε παρανόμους που χακάρουν τα μηχανήματα του φουτουριστικού κόσμου (συχνά υπολογιστές και δίκτυα υπολογιστών), είτε ακόμη και σε έναν μετα-αποκαλυπτικό κόσμο. Η μετα-αποκαλυπτική παραλλαγή είναι αυτή που συνήθως συνδέεται με τον ρετροφουτουρισμό, όπου οι ήρωες θα βασίζονται σε ένα μείγμα παλαιών και νέων τεχνολογιών. Επιπλέον, στη σύγχρονη μουσική το synthwave και το vaporwave είναι νοσταλγικές, χιουμοριστικές και συχνά ρετροφουτουριστικές αναβιώσεις της πρώιμης κυβερνοπάνκ αισθητικής.

Ο όρος «ατμοπάνκ» ήταν μεταξύ[16][17] των πρώιμων υποειδών που αναγνωρίσθηκαν, που εμφανιζόμενος στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Το ατμοπάνκ παρουσιάζει μια γενικά πιο αισιόδοξη και πιο φωτεινή προοπτική σε σύγκριση με το κυβερνοπάνκ. Εκτυλίσσεται συνήθως σε μια εναλλακτική ιστορία που μοιάζει πολύ με τη δική μας από τα τέλη του 18ου αιώνα, μέχρι περίπου το 1914. Ωστόσο, αποκλίνει από την ιστορία καθώς οραματίζεται τεχνολογίες του 20ού αιώνα ή ακόμα και φουτουριστικές τεχνολογίες που έχουν ως πηγή ενέργειας τον ατμό.

Ανάμεσα στα επαναλαμβανόμενα θέματα-μοτίβα σε αυτό το είδος είναι η γοητεία με τον ηλεκτρισμό ως μια μυστηριώδη δύναμη, που συχνά θεωρείται ουτοπική πηγή ενέργειας του μέλλοντος. Περιστασιακά απεικονίζεται ότι έχει μυστικιστικές θεραπευτικές ιδιότητες, παρόμοιες με την αντίληψη για την πυρηνική ενέργεια στα μέσα του 20ού αιώνα. Το ατμοπάνκ μοιράζεται ομοιότητες με τα πρωτότυπα επιστημονικά ειδύλλια και τα ουτοπικά μυθιστορήματα συγγραφέων όπως ο Ιούλιος Βερν και ο Χ. Τζ. Γουέλς.

Η σύγχρονη μορφή της λογοτεχνίας ατμοπάνκ μπορεί να ανιχνευθεί σε παλαιότερα έργα όπως το Titus Alone του Μέρβυν Πηκ (1959), το Queen Victoria's Bomb του Ronald W. Clark (1967), η σειρά βιβλίων A Nomad of the Time Streams του Μάικλ Μούρκοκ (1971-1981) και το Morlock Night (1979) του Κέβιν Ουέιν Τζίτερ (ο οποίος και επινόησε τον όρο «ατμοπάνκ»). Στον χώρο του κινηματογράφου, παραδείγματα αποτελούν το παλαιότερο έργο Η μηχανή του χρόνου (1960) και το νεότερο ιαπωνικό Κάστρο στον Ουρανό (1986).

Ένα πρώιμο παράδειγμα ατμοπάνκ στα κόμικς μπορεί να βρεθεί στη γαλλοβελγική σειρά graphic novel Les Cités obscures, που ξεκίνησε από τους δημιουργούς Φρανσουά Σοϊτέν και Μπενουά Πετέρς στις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Το πιο πρόσφατα ονομασμένο και αναγνωρισμένο ρετροφουτουριστικό είδος είναι το ντίζελπανκ, γνωστό και ως «decodence» (όρος που πήρε το όνομά του από το κίνημα της σύγχρονης τέχνης Αρ Ντεκό και αναφέρεται σε μια πιο εκλεπτυσμένη μορφή του ντίζελπανκ). Αυτό αφορά εναλλακτικές εκδοχές μιας εποχής που εντοπίζεται περίπου στην περίοδο 1920-1950. Τα πρώτα παραδείγματα περιλαμβάνουν τα concept άλμπουμ του γερμανικού συγκροτήματος Kraftwerk (δείτε παρακάτω) της δεκαετίας του 1970, μαζί με τα σχέδιά τους και το υλικό μάρκετινγκ, τον χαρακτήρα κόμικ Ροκετήαρ (πρωτοεμφανίστηκε στη δική του σειρά το 1982), τη σειρά βιντεοπαιχνιδιών Fallout και ταινίες όπως οι Brazil (1985), Μπάτμαν (1989), Οι περιπέτειες του Ροκετήαρ (1991), Ο Μπάτμαν Επιστρέφει (1992), Ο κύριος Χούλα Χουπ (1994), Η Πόλη των Χαμένων Παιδιών (1995) και Σκοτεινή Πόλη (1998). Ειδικά το «κατώτερο άκρο» του είδους μιμείται έντονα την παραλογοτεχνία της εποχής (αντίστοιχη είναι η ταινία του 2004 Sky Captain: Ο κόσμος του αύριο). Οι ταινίες του είδους αναφέρονται συχνά στα κινηματογραφικά στιλ του φιλμ νουάρ και του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Κατά καιρούς, το είδος επικαλύπτεται με το είδος εναλλακτικής ιστορίας ενός διαφορετικού Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όπως με μια νίκη των Δυνάμεων του Άξονα.

Η «Πύλη της Καλκούτας» (Πύλη Μπίσουα Μπάνγκλα)

Αν και συνδέεται χαλαρά με τον φουτουρισμό των αρχών του εικοστού αιώνα, ο ρετροφουτουρισμός αντλεί από ένα ευρύτερο φάσμα πηγών. Σίγουρα, η ρετροφουτουριστική τέχνη και λογοτεχνία συχνά αντλεί από τα εργοστάσια, τα κτήρια, τις πόλεις και τα συστήματα μεταφορών της εποχής των μηχανών. Αλλά μπορεί να ειπωθεί ότι το φουτουριστικό όραμα του 20ού αιώνα βρήκε την απόλυτη έκφρασή του στην αρχιτεκτονική γκούτζη (Googie) ή Populuxe. Στη μυθοπλασία, αυτή η τάση ρετροφουτουριστικού οπτικού στιλ άρχισε να διαμορφώνεται με το διήγημα του Γουίλιαμ Γκίμπσον «The Gernsback Continuum». Εδώ και αλλού αναφέρεται ως Raygun Gothic, που είναι ένας συμπεριληπτικός όρος για ένα οπτικό στυλ που ενσωματώνει διάφορες πτυχές των αρχιτεκτονικών στιλ γκούτζη, στρήμλαϊν και αρ ντεκό όταν εφαρμόζονται σε ρετροφουτουριστικά περιβάλλοντα επιστημονικής φαντασίας.

Ο όρος Raygun Gothic εφαρμόζεται κυρίως σε εικόνες της επιστημονικής φαντασίας. Το στιλ είναι επίσης μια δημοφιλής επιλογή για ρετρό επιστημονική φαντασία σε ταινίες και βιντεοπαιχνίδια.[18] Οι κύριες επιρροές του Raygun Gothic μπορεί να ειπωθεί ότι περιλαμβάνουν τα σκηνικά των Κένεθ Στρικφάντεν και Φριτς Λανγκ. Ο όρος επινοήθηκε από τον Γουίλιαμ Γκίμπσον στο διήγημά του «The Gernsback Continuum». [19]

Πτυχές αυτής της μορφής ρετροφουτουρισμού μπορούν επίσης να συσχετιστούν με τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τις αρχές της δεκαετίας του 1980 τη νεο-κονστρουκτιβιστική αναβίωση που εμφανίστηκε στους κύκλους της τέχνης και του σχεδιασμού. Σχεδιαστές όπως ο Ντέιβιντ Κινγκ στο Ηνωμένο Βασίλειο και η Paula Scher στις ΗΠΑ μιμήθηκαν τη δροσερή, φουτουριστική εμφάνιση της ρωσικής πρωτοπορίας στα χρόνια που ακολούθησαν τη Ρωσική Επανάσταση.

Με τρία από τα άλμπουμ του της δεκαετίας του 1970, το γερμανικό συγκρότημα Kraftwerk χρησιμοποίησε ένα μεγαλύτερο ρετροφουτουριστικό όραμα, συνδυάζοντας τη φουτουριστική πρωτοποριακή ηλεκτρονική μουσική με νοσταλγικά γραφικά. Ο ρετροφουτουρισμός των Kraftwerk στην οπτική γλώσσα του 1970 έχει αναφερθεί από τον Γερμανό κριτικό λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Άστον Ούβε Σύτε (Uwe Schütte) ως «καθαρό στιλ ρετρό».[20] Επίσης, στο τρίωρο ντοκιμαντέρ του 2008 Kraftwerk and the Electronic Revolution, ο Ιρλανδο-Βρετανός μουσικολόγος Μαρκ Τζ. Πρέντεργκαστ αναφέρεται στην ιδιόμορφη «νοσταλγία για το μέλλον» των Kraftwerk: «μια [προοδευτική] Γερμανία του Μεσοπολέμου που ποτέ δεν υπήρξε αλλά θα μπορούσε να έχει υπάρξει». Η ιστορικός του ντιζάιν Ελίζαμπεθ Γκάφυ έχει γράψει ότι αν και οι εικόνες μηχανών της Kraftwerk έχουν αντιγραφεί από ρωσικά σχεδιαστικά μοτίβα που κάποτε θεωρούνταν φουτουριστικά, από την άλλη παρουσίαζαν ένα «συναρπαστικό, αν και κάπως ανατριχιαστικό, όραμα για τον κόσμο, στο οποίο η μουσική έκσταση αποδίδεται δροσερή, μηχανική και ακριβής»[21]. Τα τρία ρετροφουτουριστικά άλμπουμ των Kraftwerk είναι:

  • Radio-Activity (1975), με μια ραδιοφωνική συσκευή της δεκαετίας του 1930 στο εξώφυλλο. Το ένθετό του (το οποίο για τη μετέπειτα επανέκδοση του CD επεκτάθηκε πολύ σε φυλλάδιο εικονογραφημένο με το ίδιο νοσταλγικό στιλ) έδειχνε το συγκρότημα φωτογραφημένο σε ασπρόμαυρο με ντεμοντέ κοστούμια και χτενίσματα, και η μουσική στην ενορχήστρωσή της και τους διφορούμενους στίχους της ήταν (εκτός από το άλλο προφανές θέμα της πυρηνικής διασπάσεως και της πυρηνικής ενέργειας που αναφέρεται στο λογοπαίγνιο του άλμπουμ) αποτίει φόρο τιμής στους "Radio Stars", δηλαδή τους πρωτοπόρους του ηλεκτρονική μουσική του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, όπως ο Μαρκόνι, ο Λεόν Τερεμέν, ο Πιερ Σεφέρ και ο Καρλχάιντς Στοκχάουζεν (εξαιτίας των οποίων το συγκρότημα αποκαλούσε τον εαυτό του ως «δεύτερη γενιά» ηλεκτρονικής μουσικής).
  • Trans-Europe Express (1977), η ευρωπαϊκή έκδοση του οποίου είχε μια παρόμοια ασπρόμαυρη φωτογραφία των μελών του συγκροτήματος στο εξώφυλλο σε στιλ της δεκαετίας του 1930 (η έκδοση των ΗΠΑ είχε εξώφυλλο με έγχρωμη φωτογραφία σε στιλ vintage της «χρυσής εποχής» του Χόλιγουντ). Το σχέδιο των μανικιών και ο σχεδιασμός του διαφημιστικού υλικού «δένουν» με το άλμπουμ και επηρεάσθηκαν από το Μπάουχαους, την Αρ Ντεκό και το στρήμλαϊν. Ο δίσκος συνοδευόταν από μια μεγάλη, χρωματισμένη στο χέρι ασπρόμαυρη αφίσα τα μέλη του συγκροτήματος με κοστούμια των αρχών της δεκαετίας του 1930 (το μέλος του συγκροτήματος Καρλ Μπάρτος δήλωσε αργότερα στο βιβλίο Kraftwerk and the Electronic Revolution ότι πρόθεσή τους ήταν να μοιάζουν οπτικά με «εξηλεκτρισμένη ορχήστρα εγχόρδων του Μεσοπολέμου» και ότι το φόντο προοριζόταν να είναι μια εικονογραφική Ελβετία όπου το συγκρότημα έκανε μια στάση για ανάπαυση ανάμεσα στα δύο σκέλη της ευρωπαϊκής περιοδείας του με το ομώνυμο του δίσκου «Trans-Europe Express»). Οι στίχοι των τραγουδιών αναφέρονταν στην «κομψότητα και την παρακμή» μιας αστικής Ευρώπης του Μεσοπολέμου, ενώ στο προωθητικό βιντεοκλίπ που έγινε για το επώνυμο του άλμπουμ τραγούδι (γυρισμένο επίτηδες ασπρόμαυρο) και άλλο διαφημιστικό υλικό, το «Trans-Europe Express» απεικονίστηκε με τη μορφή του Schienenzeppelin, που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους Γερμανικούς Κρατικούς Σιδηροδρόμους το 1931 (πλάνα του μεγάλου πρωτότυπου χρησιμοποιήθηκαν σε υπαίθριες λήψεις και ένα μικρό μοντέλο χρησιμοποιήθηκε για πλάνα όπου το ΤΕΕ κινήθηκε μέσα από ένα φουτουριστικό αστικό τοπίο που θυμίζει έντονα την ταινία του Φριτς Λανγκ Μετρόπολις).
  • The Man-Machine (1978), με σχέδιο του εξωφύλλου και των μανικιών του άλμπουμ που παρουσιάζει μια προφανή στιλιστική αναφορά στον κονστρουκτιβισμό καλλιτεχνών της δεκαετίας του 1920, όπως ο Ελ Λισίτσκι, ο Αλεξάντρ Ρόντσενκο και ο Λάσλο Μόχολι-Νάγκι (τα μέλη του συγκροτήματος το αποκαλούν «το ρωσικό άλμπουμ»). Σε αυτόν τον δίσκο υπάρχει επίσης ένα τραγούδι που αναφέρεται στην ταινία Metropolis. Από αυτό το άλμπουμ και μετά, οι Kraftwerk θα χρησιμοποιούσαν επίσης τα «ανδρείκελα βιτρίνας» τους, που ήταν παρόμοια με ανθρωπόμορφα ρομπότ, τόσο στη σκηνή όοσ και σε διαφημιστικό υλικό, ενώ θα αύξαναν και τη χρήση ελαφρού μακιγιάζ σε στιλ καμπ, που έμοιαζε επίσης με το εξπρεσιονιστικό μακιγιάζ της δεκαετίας του 1920.

Από το άλμπουμ τους Computer World του 1981 και μετά, οι Kraftwerk εγκατέλειψαν σε μεγάλο βαθμό τις ρετρό ιδέες τους και εμφανίζονται κυρίως φουτουριστικοί. Οι μόνες αναφορές στο παλιότερο ρετρό στιλ τους σήμερα εμφανίζονται σε αποσπάσματα από τα κλιπ της δεκαετίας του 1970 που προβάλλονται ανάμεσα σε πιο μοντέρνα τμήματα στα σκηνικά τους σόου κατά την εκτέλεση αυτών των παλιών τραγουδιών.

Τα ρετροφουτουριστικά ρούχα είναι μια συγκεκριμένη φαντασιακή εκδοχή των ενδυμάτων που θα μπορούσαν να φορεθούν στο μακρινό μέλλον, που συνήθως συναντάται σε βιβλία και ταινίες επιστημονικής φαντασίας της δεκαετίας του 1940 και μετά, αλλά και στη δημοσιογραφία και άλλα μέσα για τον ευρύ πληθυσμό. Τα ενδύματα που οραματίζονται συνήθως είναι μονοκόμματα, εφαρμοστά ρούχα ή και τα δύο, συνήθως καταλήγοντας να μοιάζουν είτε με ολόσωμες φόρμες, είτε με λεοπάρ, που φοριούνται συχνά μαζί με πλαστικές μπότες. Σε πολλές περιπτώσεις, ενυπάρχει η υπόθεση ότι τα ρούχα του μέλλοντος θα είναι εξαιρετικά ομοιόμορφα.

Το κλισέ των φουτουριστικών ενδυμάτων έχει πλέον γίνει μέρος της ιδέας του ρετροφουτουρισμού. Η φουτουριστική μόδα παίζει με αυτά τα πλέον κακοποιημένα στερεότυπα και τα ανακυκλώνει ως στοιχεία στη δημιουργία της μόδας των ρούχων του πραγματικού κόσμου.

«Έχουμε δει αυτή την εμφάνιση να ανεβαίνει στην πασαρέλα ήδη από το 1995, αν και δεν ήταν ευρέως δημοφιλές ή αποδεκτό στον δρόμο ακόμα και μέχρι το 2008», δήλωσε η Brooke Kelley, συντάκτρια μόδας και συγγραφέας του περιοδικού Glamour. «Τα τελευταία είκοσι χρόνια, η μόδα έχει επισκοπήσει τις εποχές του παρελθόντος, δεκαετία με τη δεκαετία, και αυτό που βλέπουμε τώρα είναι ένας συνδυασμός διαφορετικών εποχών σε μια ολοκληρωμένη εμφάνιση. Η μελλοντική μόδα είναι ένα στιλ πέρα από οτιδήποτε έχουμε ακόμη τολμήσει να φορέσουμε, και θα είναι ο παράδεισος των δημιουργών τάσεων».[11]

Το Θεματικό κτήριο» του Διεθνούς Αεροδρομίου του Λος Άντζελες μοιάζει με ένα διαστημόπλοιο που προσγειώθηκε.
Παράδειγμα «ρετροφουτουριστικής» αρχιτεκτονικής στη Σαγκάη της Κίνας

Ο ρετροφουτουρισμός έχει εμφανιστεί σε ορισμένα παραδείγματα μεταμοντέρνας αρχιτεκτονικής. Σε κριτικούς όπως ο Νίκλας Μάακ (Niklas Maak) ο όρος υποδηλώνει ότι το «στιλ του μέλλοντος» είναι «μια απλή παράθεση της δικής του εικονογραφικής παραδόσεως» και ο ρετροφουτουρισμός είναι ελάχιστα περισσότερα από «ένας βρόχος αισθητικής ανατροφοδοτήσεως»[22]. Στο παράδειγμα του κτηρίου στη Σαγκάη που φαίνεται στα δεξιά, το επάνω μέρος του κτιρίου δεν προορίζεται να αποτελεί οργανικό μέρος του κτηρίου, αλλά μάλλον να εμφανίζεται ως ξεχωριστό αντικείμενο: ένα τεράστιο διαστημόπλοιο σαν ιπτάμενος δίσκος που συνδέεται μόνο παρεμπιπτόντως με ένα συμβατικό κτήριο. Αυτό φαίνεται ότι δεν έχει σκοπό να προκαλέσει την οπτική εντύπωση ενός έστω και ελάχιστα πιθανού μέλλοντος, αλλά μάλλον μια περασμένη φαντασία αυτού του μέλλοντος, ή μια επανάληψη του φουτουριστικού οράματος της αρχιτεκτονικής Googie.

Το κάποτε φουτουριστικό «Θεματικό κτήριο» του Διεθνούς Αεροδρομίου του Λος Άντζελες κτίστηκε το 1961 ως έκφραση της τότε νέας εποχής του τζετ και του διαστήματος, ενσωματώνοντας αυτά που αργότερα έγιναν γνωστά ως σχεδιαστικά στοιχεία Googie και Populuxe. Τα σχέδια που παρουσιάστηκαν το 2008 για την επέκταση του Αερολιμένα περιείχαν θέματα ρετροφουτουριστικών ιπτάμενων δίσκων / διαστημόπλοιων σε προτάσεις για νέους τερματικούς σταθμούς και άλλα σημεία συγκεντρώσεως.[23]

Ο ρετροφουτουρισμός έχει επεκταθεί και στον χώρο των βιντεοπαιχνιδιών, με μερικά παραδείγματα να είναι τα εξής:

  • Μοντέρνο electro style, επηρεασμένο από καλλιτέχνες με έδρα το Ντιτρόιτ στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (όπως οι Drexciya, Aux 88 και Cybotron). Αυτό το στιλ συνδυάζει παλιό αναλογικό εξοπλισμό (Roland Tr-808 και synths) και μεθόδους δειγματοληψίας από τη δεκαετία του 1980 με τη σύγχρονη προσέγγιση του electro. Οι δισκογραφικές εταιρείες που συμμετέχουν σε αυτό το ταξίδι είναι η AMZS Recording, η Gosu, η Osman, η Traffic Records και πολλές άλλες.
  • Το κλιπ «Dreams Tonite» του συγκροτήματος Alvvays, που περιέχει αρχειακό υλικό από την Παγκόσμια έκθεση του Μόντρεαλ Expo 67, περιγράφηκε από το συγκρότημα ως «φετιχίζων ρετροφουτουρισμός».[24]
  • Το αγγλικό συγκρότημα Electric Light Orchestra κυκλοφόρησε το concept album του Time το 1981. Ο δίσκος ακολουθεί έναν άνθρωπο που ξυπνά το έτος 2095 και τις αντιδράσεις του σε αυτή την αιφνίδια αλλαγή, καθώς και τη νοσταλγία του να επιστρέψει πίσω στο 1981. Υπάρχουν πολλές περιγραφές της ζωής και της τεχνολογίας το 2095.
«Πώς θα μοιάζει το μέλλον» από τη δεκαετία του 1920.
  • Ο Μπραντ Μπερντ περιγράφει την ταινία του Οι Απίθανοι (2004) ως «σαν να βλέπαμε το πώς πιστεύαμε ότι θα εξελισσόταν το μέλλον στη δεκαετία του 1960».[25]
  • Ο Βρετανός σκηνοθέτης Ρίτσαρντ Αϋοουάντι σημείωσε ότι η ταινία του Ο σωσίας (2013) σχεδιάστηκε με σκοπό να μοιάζει με «το μέλλον που φαντάστηκε κάποιος στο παρελθόν και το έκανε λάθος»[26]
  • Η ταινία της Disney Η χώρα του αύριο (2015), επίσης του Μπραντ Μπερντ, διαθέτει καθαρά ρετροφουρουριστική αισθητική.


  1. Elizabeth Guffey and Kate C. Lemay: «Retrofuturism and Steampunk», The Oxford Handbook to Science Fiction, Oxford University Press, 2014, σελ. 434
  2. Robert Lanham: Εισαγωγή στο The Oxford Handbook to Science Fiction, Oxford University Press, 2014, σελ. 14
  3. «Brazil». The New Yorker. https://www.newyorker.com/goings-on-about-town/movies/brazil. Ανακτήθηκε στις 2018-07-01. 
  4. Το λήμμα «retro, adj. and n.2.», OED Online, Oxford University Press, Ιούνιος 2005
  5. Elizabeth Guffey & Kate C. Lemay: «Retrofuturism and Steampunk», στο Oxford Handbook to Science Fiction, Oxford University Press, 2014, σελ. 435
  6. Elizabeth Guffey: «Crafting Yesterday's Tomorrows: Retro-Futurism, Steampunk, and Making in the Twenty-First Century», Journal of Modern Craft, τεύχ. 7.3 (Νοέμβριος 2014), σελ. 254
  7. Elizabeth Guffey: Retro: The Culture of Revival, εκδ. Reaktion, 2006, σσ. 155-157
  8. Joseph J. Corn και Brian Horrigan: Yesterday's Tomorrows: Past Visions of the American Future, Johns Hopkins Press, 1984, σελ. xii
  9. Niklas Maak: «Goodbye Retro-Futurism· A farewell to our perpetual nostalgia for the future» 032c9 (καλοκαίρι 2005), σελ. 117
  10. McCall, Bruce (2009-03-19), What is retro-futurism?, https://www.ted.com/talks/bruce_mccall_what_is_retro_futurism, ανακτήθηκε στις 2023-02-18 
  11. 11,0 11,1 «Retro Futurism Is Latest Fashion Sensation». EDGE United States. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Οκτωβρίου 2013. 
  12. «Steampunk 101: On the import of retro-futurism. - A conversation on TED.com». ted.com. 
  13. «Fox News Quite Likes The BioShock Infinite Logo Apparently». IGN. 3 Ιουλίου 2014. 
  14. Erik Kain (3 Ιουλίου 2014). «Fox News Uses 'BioShock Infinite' Logo, Ken Levine Calls It 'Irony'». Forbes. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Σεπτεμβρίου 2014. 
  15. Davidson, Joe P.L. (2019-11-02). «Blast from the past: hopeful retrofuturism in science fiction film». Continuum 33 (6): 729-743. doi:10.1080/10304312.2019.1668352. ISSN 1030-4312. https://www.tandfonline.com/doi/full/10.1080/10304312.2019.1668352. 
  16. admin (10 Αυγούστου 2023). «XPENG G9 Review, Price, Specs, and Performance». Futuristic Cars. Ανακτήθηκε στις 1 Οκτωβρίου 2023. [νεκρός σύνδεσμος]
  17. «XPENG G9 REVIEW, PRICE, SPECS, AND PERFORMANCE». [νεκρός σύνδεσμος]
  18. Sharon Ross (8 Ιουνίου 2009). «Retro Futurism At Its Best: Designs and Tutorials». Smashing Magazine. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Αυγούστου 2010. 
  19. «The Gernsback Continuum» στο Gibson, William (1986). Burning Chrome. Νέα Υόρκη: Arbor House. ISBN 978-0-87795-780-5. 
  20. Schütte, Uwe (4 Φεβρουαρίου 2015). «Why I want to offer a university course on Kraftwerk». The Conversation. Ανακτήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2023. 
  21. Guffey, 141
  22. Maak, όπως παραπάνω
  23. Lubell, Sam (26 Νοεμβρίου 2008). «Re-LAX: LA International Airport unveils ambitious expansion plans». The Architect's Newspaper. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Απριλίου 2014. 
  24. «Watch Alvvays' New "Dreams Tonite" Video - Pitchfork». pitchfork.com. 13 Σεπτεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2018. 
  25. «The Incredibles – Mid Century Modernism exemplified - Film and Furniture». Film and Furniture. 2014-08-07. https://filmandfurniture.com/2014/08/the-incredibles-mid-century-modernism/. Ανακτήθηκε στις 2018-06-19. 
  26. «Richard Ayoade: Making films is exhilarating – and terrifying». The Guardian. 2014-03-23. https://www.theguardian.com/culture/2014/mar/23/richard-ayoade-making-films-exhilarating-terrifying-submarine. Ανακτήθηκε στις 2018-11-25. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]