Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Το ριτσερκάρε ή ριτσερκάρ (από το ιταλικό ρήμα ricercare που σημαίνει αναζητώ) είναι οργανικό μουσικό είδος, που άνθισε την εποχή της ύστερης Αναγέννησης και του Μπαρόκ. Όπως προκύπτει και από την ετυμολογία του όρου, το ριτσερκάρε χρησιμοποιούνταν ως εισαγωγικό κομμάτι, εν είδει αναζήτησης (και εδραίωσης) της τονικότητας του κομματιού που το ακολουθούσε. Αντίστοιχα εν πολλοίς στη λειτουργία του αυτή είναι και το πρελούδιο, η φαντασία, η τοκάτα κ.ά.· αυτό που διαφοροποιεί το ριτσερκάρε είναι η αντιστικτική του δομή, γεγονός που το καθιστά συγγενικό είδος του κανόνα και της μεταγενέστερης φούγκας.
Υπάρχουν δύο ειδών ριτσερκάρε: το ένα είναι κατά βάση ομοφωνικό και -κατ' αντιστοιχία της τοκάτας- περιέχει περιστασιακά διανθίσματα, με κλίμακες και δεξιοτεχνικά περάσματα. Ο δεύτερος τύπος κινείται σε πολυφωνικό ύφος, χρησιμοποιώντας τα μέσα της μίμησης και της αντίστιξης· στην εποχή του Μπαρόκ επικράτησε ο δεύτερος τύπος, απόγονος της οποίας αποτέλεσε εν συνεχεία η φούγκα. Παραδείγματα και των δύο τύπων υπάρχουν στα έργα του Ιταλού συνθέτη Τζιρόλαμο Φρεσκομπάλντι, ειδικότερα δε στο Recercari et canzoni franzese fatte sopra diverse oblighi in partitura, libro primo, που εκδόθηκε στη Ρώμη το 1615.
Ο αντιστικτικός τύπος του ριτσερκάρε εμφανίζεται στα μέσα του 16ου αιώνα και αναπτύσσεται παράλληλα με το μοτέτο, με το οποίο μοιράζεται πολλά κοινά στοιχεία, κυρίως όσον αφορά στην πολυφωνική γραφή. Η μεταγραφή μοτέτων για οργανικά σύνολα ή πληκτροφόρα ήταν κοινή πρακτική της εποχής, κάτι που οδήγησε τους συνθέτες να γράφουν οργανικά κομμάτια παρόμοιου χαρακτήρα, κυρίως δε για εκκλησιαστικό όργανο ή λαούτο. Στην εξέλιξή των μεταγραφών το αρχικό κείμενο εξαλείφθηκε και εν τέλει οδήγησε στην εδραίωση του ριτσερκάρε ως οργανικό αντίστοιχο του μοτέτου.
Στην εποχή του Μπαρόκ, το αντιστικτικά εξελιγμένο ριτσερκάρε σταδιακά παρέδωσε τα σκήπτρα στη φούγκα, όπως και στην περίπτωση της καντσόνας που εξελίχθηκε στη σονάτα. Σε πολλές περιπτώσεις, ακόμη και του ύστερου Μπαρόκ, το ριτσερκάρε δεν έχει ουσιώδεις διαφορές με τη φούγκα· η ειδοποιός τους διαφορά συνίσταται στο ότι στο ριτσερκάρε οι νότες είναι μεγαλύτερες σε αξία, ενώ ο χαρακτήρας του είναι πιο σοβαρός και επίσημος. Το πλέον γνωστό παράδειγμα αποτελεί ίσως το Ριτσερκάρε για έξι φωνές από τη Μουσική Προσφορά (1747) του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ.