Ρομπέρ ντε Τορινί | |
---|---|
Αββάς του Μον-Σαιν-Μισέλ | |
Από | 27 Μαΐου 1154 |
Έως | 24 Ιουνίου 1186 |
Προκάτοχος | Ρισάρ ντε Λα Μους και Ρομπέρ Αρντί |
Διάδοχος | Μαρτέν ντε Φυρμεντί |
Ιεροσύνη | |
Τάγμα | Βενεδικτίνοι |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 1106 Τορινί-συρ-Βιρ |
Θάνατος | 24 Ιουνίου 1186 Λε Μπεκ-Ελουάν |
Ο Ρομπέρ ντε Τορινί (Robertus de Torigneio[1]), γεννηθείς στο Τορινί-συρ-Βιρ προς το 1110 και αποβιώσας στις 24 Ιουνίου 1186 ήταν Νορμανδός χρονικογράφος, 16ος Αββάς του Μον Σαιν-Μισέλ, από το 1154 έως το 1186, μέγας κατασκευαστής, διπλωμάτης, ιστορικός και προσωπικός σύμβουλος του Ερρίκου Β΄ της Αγγλίας.
Καταγόμενος από το Τορινί-συρ-Βιρ, ο Ρομπέρ, γεννηθείς το 1106[2], ήταν, σύμφωνα με τον Τ. Λε Ρουά, υιός του Τεντουάν και της Ανιές, αρχόντων του Τορινί[1].
Εισήλθε στο Αββαείο του Μπεκ το 1128, περίοδο κατά την οποία αββάς αυτού ήταν ο Μποζόν. Ρομπέρ πιθανώς να κατέστη προσευχητής του συγκεκριμένου αββαείου το 1149[1].
Εξελέγη Αββάς του Μον-Σαιν-Μισέλ στις 27 Μαΐου 1154. Η εκλογή του επικυρώθηκε στις 24 Ιουνίου, ενώ ευλογήθηκε στις 22 Ιουλίου από τον Υγκ ντ'Αμιάν, Αρχιεπίσκοπο της Ρουέν, συνεπικουρούμενο από τον Ερμπέρ, Επίσκοπο της Αβράνς, τον Ζεράρ, Επίσκοπο του Σε και τον Ροζέ ντε Μπαϊγιέλ, Αββά του Μπεκ, τον Μισέλ, Αββά του Πρεώ και τον Υγκ, Αββά του Σαιν-Σωβέρ-λε-Βικόντ[1].
Πραγματοποίησε σειρά σημαντικών έργων. Ανήγειρε τους δύο δυτικούς πύργους, καθώς και το νότιο κτίριο, το οποίο περιλαμβάνει τον ξενώνα και το νοσοκομείο[1].
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1158, ο Ερρίκος Β΄ της Αγγλίας συμμετείχε στην λειτουργία και γευμάτισε στο αριστητήριο των μοναχών μαζί με τους βαρόνους του, επιστρέφοντας από την Αβράνς, όπου και έλαβε την υποταγή του Κονάν της Βρετάνης. Στις 23 Νοεμβρίου του ιδίου έτους, οι βασιλείς Λουδοβίκος Ζ΄ και Ερρίκος Β΄ συμμετείχαν από κοινού στην λειτουργία, προκειμένου να επικυρώσουν την μεταξύ τους συμφιλίωση[1].
Ευρέθηκε στο Ντονφρόν το 1161 για την βάπτιση της Ελεονώρας, κόρης του Ερρίκου Β΄ και της Ελεονώρας της Ακουιτανίας, μαζί με τον Ασάρ ντε Σαιν-Βικτόρ, ανάδοχο της βαπτιζόμενης[1].
Ο Ρομπέρ κατέστη, τον Ιανουάριο του 1162, πυργοδεσπότης του Ποντορσόν. Ήταν παρών το 1163 στη Σύνοδο της Τουρ, κατόπιν προσκλήσεως του Πάπα Αλέξανδρου Γ΄. Οι κτήσεις του αββαείου στη Βρετάνη επικυρώθηκαν στις 30 Σεπτεμβρίου 1164 από τον Ετιέν, Επίσκοπο της Ρεν. Χοροστάτησε τον Μάιο του 1169 στη Ρεν της τελετής στέψης του Γοδεφρείδου, νέου Δούκα της Βρετάνης, μαζί με τον Ετιέν ντε Φουζέρ, Επίσκοπο της Ρεν, και τον Αλμπέρ, Επίσκοπο του Σαιν-Μαλό[1].
Συμμετείχε στις 11 Νοεμβρίου 1177, μαζί με τον Ανρί, Επίσκοπο του Μπαγιέ και τον Ρισάρ, Επίσκοπο της Αβράνς, στην εκλογή του Ρολλάν, πρεσβύτερο της Αβράνς, στην ηγεσία της Αρχιεπισκοπής του Ντολ[1].
Ετάφη υπό την σημερινή πλευρική πύλη της εκκλησίας, από την πλευρά του άμβωνα, ενώ ο τάφος του ανευρέθη το 1875 από τον Εντουάρ Κορουαγιέ[1].
Ο Ρομπέρ ντε Τορινί ήταν, επίσης, μεγάλος αναγνώστης θρησκευτικών, καθώς και κοσμικών έργων. Ως προσευχητής και αββάς, ήταν περισσότερο αναμειγμένος με τον κοσμικό κόσμο, σε σύγκριση με τους Ορντερίκ Βιτάλ και Γκιγιώμ ντε Ζυμιέζ, τους δύο από κοινού συγγραφείς της Gesta Normannorum Ducum. Το πρώτο έργο το οποίο συνέγραψε ο Ρομπέρ ντε Τορινί ήταν μια αναθεωρημένη έκδοση της Gesta Normannorum Ducum, η οποία χρονολογείται από το 1139[1]. Ήταν συγγραφέας προσαρτημάτων και παραρτημάτων σχετικών με το χρονικό του Σιζμπέρ ντε Ζαμπλού το οποίο κάλυπτε την χρονική περίοδο μεταξύ του 385 και του 1100. Η Gesta Normannorum Ducum αποτελεί συνέχεια το έργου του Σιζμπέρ και η οποία εκτείνεται από το 1100 έως το 1186. Το συγκεκριμένο έργο έχει ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον για την καταγραφή των ιστορικών γεγονότων μεταξύ του 1154 και του 1170.