Ρούντολφ Έριχ Ράσπε | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Rudolf Erich Raspe (Γερμανικά) |
Γέννηση | Μάρτιος 1736[1][2] Αννόβερο[3][4][5] |
Θάνατος | 1 Νοεμβρίου 1794[6] Κιλάρνι |
Χώρα πολιτογράφησης | Γερμανία[7] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | λατινική γλώσσα Γερμανικά[8][9] Αγγλικά[9] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν Πανεπιστήμιο της Λειψίας[10] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | έφορος γεωλόγος χημικός γλωσσολόγος μεταφραστής βιβλιοθηκονόμος[11] συγγραφέας[11][12] διδάσκων πανεπιστημίου ιστορικός της τέχνης[13] δημιουργός γραπτών έργων[14] |
Εργοδότης | Collegium Carolinum |
Οικογένεια | |
Αδέλφια | Dorothea Frederike Wiedemann |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Ρούντολφ Έριχ Ράσπε (Rudolf Erich Raspe, Μάρτιος 1736 – 16 Νοεμβρίου 1794) ήταν Γερμανός συγγραφέας, επιστήμονας και βιβλιοθηκάριος. Είναι κυρίως γνωστός για τη συλλογή του ευφάνταστων ιστοριών που είναι σήμερα περίφημη ως Οι περιπέτειες του βαρόνου Μινχάουζεν (πρωτότυπος τίτλος: Οι εκπληκτικες περιπέτειες του βαρόνου Μινχάουζεν, καθώς και Αφήγηση του βαρόνου Μινχάουζεν εκ των θαυμαστών του ταξιδιών και εκστρατειών στη Ρωσία).
Ο Ράσπε γεννήθηκε σε άγνωστη ημερομηνία στο Αννόβερο και βαπτίσθηκε[15] στις 28 Μαρτίου 1736. Σπούδασε νομική στα Πανεπιστήμια της Γοττίγγης και της Λειψίας, εργαζόμενος στη συνέχεια ως βιβλιοθηκάριος στο πρώτο από αυτά. Το 1762 διορίσθηκε υπάλληλος στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη του Αννόβερου και δύο χρόνια αργότερα γραμματέας στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη της Γοττίγγης. Σύντομα έγινε γνωστός ως λόγιος με ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων, μελετητής της φυσικής ιστορίας όσο και των αρχαιοτήτων. Δημοσίευσε επίσης κάποια δικά του ποιήματα και μεταφράσεις ποιημάτων του Οσσιανού. Το 1765 επιμελήθηκε και δημοσίευσε την πρώτη συλλογή των φιλοσοφικών έργων του Λάιμπνιτς.[16] Συνέγραψε επίσης μια πραγματεία για το έργο του Τόμας Πέρσυ Reliques of Ancient English Poetry.[17]
Το 1767 ο Ράσπε διορίσθηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κάσσελ. Υπέβαλε το 1769 μια εργασία ζωολογίας στον 59ο τόμο των Philosophical Transactions of the Royal Society, κάτι που οδήγησε στην εκλογή του ως εταίρου της Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου. Υπήρξε γενικά πολυγραφότατος σε μεγάλη ποικιλία θεμάτων. Το 1774 άρχισε να εκδίδει ένα περιοδικό, τον Θεατή του Κάσελ.[17] Από το 1767 ήταν υπεύθυνος για συλλογές του Φρειδερίκου Β΄ της Έσσης-Κάσσελ. Ο Ράσπε χρειάσθηκε να διαφύγει στην Αγγλία το 1775, έχοντας ταξιδέψει στην Ιταλία για να αγοράσει ενδιαφέροντα είδη για τον Φρειδερίκο, επειδή πούλησε πολύτιμα αντικείμενά του για δικό του όφελος.[17] Διαγράφηκε από τη Βασιλική Εταιρεία το ίδιο έτος (1775) για «ποικίλας απάτας και μεγάλας καταχρήσεις εμπιστοσύνης».[18]
Στο Λονδίνο ο Ράσπε επωφελήθηκε από την καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας και τη μόρφωσή του για να ζήσει γράφοντας βιβλία πάνω σε διάφορα θέματα, αλλά και μεταφράζοντας στην αγγλική γερμανικά έργα. Ο Χόρας Γουόλπολ τον ενίσχυσε οικονομικά και τον βοήθησε να δημοσιεύσει ένα Δοκίμιο επί της προελεύσεως της ελαιογραφίας (1781).
Από το 1782 ως το 1788 ο Ράσπε είχε προσληφθεί από τον Μάθιου Μπόουλτον ως επικεφαλής μεταλλουργικών ανιχνεύσεων και αποθηκάριος στο Ορυχείο Ντόλκοουθ στην Κορνουάλη.[17] Την ίδια περίοδο συνέγραψε βιβλία γεωλογίας και ιστορίας της τέχνης.
Το «Τήγμα (Ingot) του Trewhiddle», που ανακαλύφθηκε το 2003, είναι ένας όγκος από βολφράμιο στο Αγρόκτημα του Trewhiddle. Ο όγκος αυτός ίσως είναι παλαιότερος της πρώτης γνωστής εκκαμινεύσεως του μετάλλου (που απαιτεί εξαιρετικά υψηλές θερμοκρασίες) και μερικοί υπέθεσαν ότι παράχθηκε κατά τη διάρκεια μιας επισκέψεως του Ράσπε στο ορυχείο Happy-Union (στο κοντινό Πέντεουαν της Κορνουάλης τον ύστερο 18ο αιώνα. Ο Ράσπε ήταν ως προς τις γνώσεις του ένας φτασμένος χημικός-ορυκτολόγος, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το βολφράμιο.[20][21] Αναμνήσεις της επινοητικότητάς του παρέμεναν μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Κατά την παραμονή του στην Κορνουάλη, φαίνεται ότι ο Ράσπε συνέγραψε την πρωταρχική εκδοχή των ιστοριών του Μινχάουζεν. Το αν έγραψε και τις αρκετές συνέχειες που εμφανίσθηκαν μέχρι το 1792, είναι ακόμα θέμα συζητήσεων.[17][22]
Ο Ράσπε εργάσθηκε και για τον περίφημο εκδότη Τζων Νίκολς σε αρκετά προγράμματα, όπως για έναν περιγραφικό κατάλογο της συλλογής του χαράκτη πολύτιμων λίθων Τζέιμς Τάσι (James Tassie), σε δύο τόμους μεγάλου σχήματος (1791), εντατικής εργασίας, μία βιβλιογραφική σπανιότητα. Στη συνέχεια, ο Ράσπε πήγε στη Σκωτία και κατέληξε στην Ιρλανδία, όπου διεύθυνε ένα ορυχείο χαλκού στο Κιλάρνυ. Εκεί και απεβίωσε από τυφοειδή πυρετό σε ηλικία 58 ετών.
Οι ιστορίες του βαρόνου Μινχάουζεν έγιναν διάσημες όταν μεταφράσθηκαν από το αγγλικό κείμενο του Ράσπε στη γερμανική (κάτι σαν «αντιδάνειο» δηλαδή), με κάποιον εμπλουτισμό, από τον ποιητή Γκότφρηντ Άουγκουστ Μπύργκερ το 1786. Από τότε είναι ένα από τα αγαπημένα αναγνώσματα των επόμενων γενεών, όπως και το θέμα πολλών κινηματογραφικών ταινιών. Από όσους γνώριζαν κατά τη διάρκεια της ζωής του Ράσπε για το ότι έγραψε τις Περιπέτειες του βαρόνου Μινχάουζεν, ξεχωρίζει ο φίλος του Τζων Χώκινς, γεωλόγος και ταξιδευτής στην Ελλάδα, που αναφέρει το έργο αυτό του Ράσπε σε ένα γράμμα του προς τον Τσαρλς Λάιελ.[22] Μόλις το 1824 ο βιογράφος του Μπύργκερ απεκάλυψε την αλήθεια σχετικώς με το βιβλίο.[17]
Οι αμφιλεγόμενες δραστηριότητες του Ράσπε στην Σκωτία σχετικά με τα ορυκτά ενέπνευσαν τον χαρακτήρα «Herman Dousterswivel», του Γερμανού απατεώνα των ορυχείων στο μυθιστόρημα του Γουόλτερ Σκοτ Ο Αρχαιοδίφης (1816), η δράση του οποίου τοποθετείται στη Σκωτία στα τέλη του 18ου αιώνα. Στον πρόλογό του, ο ίδιος ο Σκοτ σημειώνει πως ο Dousterswivel μπορεί να φαίνεται «τραβηγμένος» και απίθανος χαρακτήρας, αλλά διαβεβαιώνει «τον αναγνώστη πως αυτό το μέρος της αφήγησης εδράζεται σε γεγονός που συνέβη στην πραγματικότητα».[23]