Ρούντολφ Όττο | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Rudolf Otto (Γερμανικά) |
Γέννηση | 25 Σεπτεμβρίου 1869[1][2][3] Peine[4] |
Θάνατος | 7 Μαρτίου 1937[1][5] Μάρμπουργκ ή Γερμανία |
Αιτία θανάτου | πνευμονία |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Τόπος ταφής | Main Cemetery of Marburg |
Χώρα πολιτογράφησης | Γερμανικό Ράιχ |
Θρησκεία | Λουθηρανισμός |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γερμανικά |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο Φρειδερίκου και Αλεξάνδρου των Έρλανγκεν-Νυρεμβέργης |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | θεολόγος πολιτικός φιλόσοφος μη μυθοπλαστικός συγγραφέας διδάσκων πανεπιστημίου |
Εργοδότης | Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ Πανεπιστήμιο του Βρότσουαφ |
Πολιτική τοποθέτηση | |
Πολιτικό κόμμα/Κίνημα | Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα και Εθνικό Φιλελεύθερο Κόμμα |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Μέλος της Πρωσικής Βουλής των Αντιπροσώπων μέλος του κοινοβουλίου της Πρωσίας |
Βραβεύσεις | επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Ουψάλα |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Ρούντολφ Όττο (Rudolf Otto) (25 Σεπτεμβρίου 1869 – 7 Μαρτίου 1937) ήταν ένας διαπρεπής Γερμανός θεολόγος, φιλόσοφος και θρησκειολόγος. Θεωρείται ότι είναι ο μεγαλύτερος θρησκειολόγος του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Ιδιαίτερη επιρροή σε φιλοσόφους, θεολόγους και θρησκειολόγους άσκησε το κλασικό βιβλίο του «Το ιερό-Για το παράλογο στην ιδέα του θείου και τη σχέση του με το έλλογο».[6] Συνέβαλε στην ανάπτυξη του κλάδου της φιλοσοφίας της θρησκείας, της φαινομενολογίας της θρησκείας και της ιστορίας των θρησκευμάτων.[7]
Ο Ρούντολφ Όττο γεννήθηκε το 1869 στο Πάινε (Peine) της κάτω Σαξωνίας (κοντά στο Ανόβερο). Μεγάλωσε σε μία χριστιανική Λουθηρανική οικογένεια. Ο πατέρας του είχε ένα εργοστάσιο αλκοολούχων ποτών. Σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία. Αποφοίτησε από το γυμνάσιο στο Χίλντεσχάϊμ (Hildesheim). Σπούδασε αρχικά στο πανεπιστήμιο του Έρλανγκεν (Erlangen) και έπειτα στο πανεπιστήμιο του Γκαίτινγκεν (Göttingen), όπου απέκτησε τους τίτλους του διδάκτορα Θεολογίας και του διδάκτορα Φιλοσοφίας.[8] [9]Κατά έτη 1911 και 1912 ο Ρούντολφ Όττο πήγε μία παγκόσμια περιοδεία, που περιελάμβανε μεταξύ άλλων επισκέψεις στα Κανάρια νησιά, στην Κίνα, στην Ινδία, στην Ιαπωνία, τις ΗΠΑ και είχε χρηματοδοτηθεί από έναν Γάλλο τραπεζίτη, τον Αλβέρτο Κάν (Albert Kahn) με τη βοήθεια της Γερμανικής κυβέρνησης. Επισκεπτόμενος μία συναγωγή στο Μαρόκο σ΄ αυτή την περιοδεία συνέλαβε την ιδέα του ιερού, που ανέπτυξε αργότερα στο βιβλίο του «Το ιερό».[8] [10]
Ο Ρούντολφ Όττο ασχολήθηκε με την πολιτική. Έγινε μέλος του Γερμανικού κοινοβουλίου το 1913 και παρέμεινε βουλευτής και κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Ανέλαβε την πρωτοβουλία να προωθήσει την απλούστευση της ψηφοφορίας στις εκλογές στην Πρωσσία το 1917.[8] Συνέχισε να ασχολείται με την πολιτική και μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου.[11] Ήταν μέλος της Γερμανικής Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης το 1918 και λίγο αργότερα ασχολήθηκε με πολιτικά θέματα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.[12] [9]Το 1920 οργάνωσε μία διεθνή μη κυβερνητική οργάνωση με την ονομασία Religiöser Menschheitsbund (Θρησκευτική Ένωση της ανθρωπότητας), επειδή θεώρησε ότι ήταν ένα απαραίτητο συμπλήρωμα της Κοινωνίας των Εθνών.[8] Ο Ρούντολφ Όττο επίσης ασχολήθηκε με δραστηριότητες, που είχαν σαν σκοπό το διάλογο και την κατανόηση των διαφορετικών χριστιανικών ομολογιών μεταξύ τους καθώς και την εξομάλυνση των σχέσεων των χριστιανών με άλλα θρησκεύματα στον κόσμο.[9]
Έγινε καθηγητής φιλοσοφίας της θρησκείας σε θεολογικές σχολές των πανεπιστημίων του Γκαίτινγκεν (Göttingen) (1897-1915),[13] του Μπρεσλάου (Breslau) (1914-1917) και του Μαρβούργου (Marburg) (1917-1929).[11] [9]Στο Μαρβούργο παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Συνταξιοδοτήθηκε το 1929 αλλά συνέχισε να γράφει.[14] Στο Μαρβούργο ίδρυσε το κληροδότημά του με την επωνυμία «Θρησκειογνωστική Συλλογή» (Religionskundliche Sammlung), που είναι ένα μουσείο με εκθέματα από όλες τις θρησκείες του κόσμου. Για τη δημιουργία του μουσείου έκανε ένα δεύτερο ταξίδι στη Νότια Ασία το 1927 και 1928.[8] Το μουσείο είναι ανοικτό στους επισκέπτες μαζί με το αρχείο του Ρούντολφ Όττο στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου του Μαρβούργου.[15] Πέθανε το 1937 από πνευμονία και φυσικά αίτια λόγω μίας σοβαρής πτώσης από έναν πύργο μερικούς μήνες νωρίτερα. Δεν έχει επιβεβαιωθεί, αν αυτή η πτώση ήταν ατύχημα ή αυτοκτονία.[8] Μετά το θάνατό του άφησε όλη την περιουσία του στο πανεπιστήμιο του Μαρβούργου για την ανάπτυξη θρησκειολογικών ερευνών.[14]
Ο Ρούντολφ Όττο είχε επηρεαστεί αρχικά από τον Γερμανό θεολόγο και φιλόσοφο Φρήντριχ Σλάιερμαχερ (Friedrich Schleiermacher) και αργότερα από τις ιδέες του φιλοσόφου Jacob Friedrich Fries για τη «διαίσθηση» ή «προαίσθημα». Η «διαίσθηση» ή «προαίσθημα» συνίσταται στη λαχτάρα, που δημιουργεί το «αίσθημα της αλήθειας». Αυτή η αντίληψη ώθησε τον Ρούντολφ Όττο να καταπιαστεί με την ιδέα του ιερού.[9] Στο βιβλίο του Naturalistische und religiöse Weltansicht (1904) αναφέρεται στον θρησκευτικό και επιστημονικό τρόπο ερμηνείας του κόσμου και επισημαίνει ότι δεν πρέπει να υφίσταται εχθρότητα ανάμεσα στους επιστήμονες και τους θεολόγους σχετικά με την ερμηνεία του κόσμου και ότι οι διαφορετικές προσεγγίσεις πρέπει να γίνουν σεβαστές.[12] Το βιβλίο του «Το ιερό-Για το παράλογο στην ιδέα του θείου και τη σχέση του με το έλλογο» το έγραψε το 1917 και σημείωσε τεράστια επιτυχία. Έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες σε όλο τον κόσμο και θεωρείται ως το πιο πολυδιαβασμένο γερμανικό θεολογικό βιβλίο του 20ου αιώνα.[6] Το βιβλίο αυτό έχει μεταφραστεί και στα Ελληνικά.[16]Σ' αυτό το βιβλίο χρησιμοποίησε τον νεολογισμό «numinous», που προέρχεται από τη λατινική λέξη «numen»= πνεύμα, θεία δύναμη, θεϊκό στοιχείο. Η θρησκεία είναι ένα ιδιάζον φαινόμενο του πολιτισμού. Κύρια έννοια της θρησκείας είναι το ιερό (das Heilige). Το ιερό είναι το Άλλο, το εντελώς διαφορετικό (das ganz Andere). Το ιερό βιώνεται ως «το μη δεκτικό λόγου» (Irrationale). Το θρησκευτικό βίωμα κατ' ουσία είναι εξωλογικό ή καλύτερα υπερλογικό. Στις πιο εξελιγμένες θρησκείες «το μη δεκτικό λόγου» και το θρησκευτικό βίωμα του ανθρώπου εκφράζονται με λογικό τρόπο. Έτσι, στην ιδέα του Θεού ανήκει όχι μόνο το Irrationale αλλά και το Rationale.[17] Το ιερό διαιρεί και ενώνει το θείο με το ανθρώπινο, το φυσικό με το υπερφυσικό.[18] Το θρησκευτικό φαινόμενο βιώνεται ως mysterium tremendum et fascinosum. Το ιερό, το θείο προκαλεί από τη μια μεριά έλξη, γοητεία, σαγήνη και από την άλλη μεριά προκαλεί άπωση, φρίκη, ιερό τρόμο και ευλαβικό δέος μπροστά στο μεγαλείο της θεότητας.[12] Η άπωση οφείλεται στην συναίσθηση της αμαρτωλότητας του ανθρώπου, ενώ η έλξη οφείλεται στο ότι ο θεός είναι αγαθός Πατέρας, που επιθυμεί να λυτρώσει τον άνθρωπο από το κακό και τον θάνατο.[19]Αυτά τα δύο αντίθετα στοιχεία αποτελούν τους δύο πόλους του θρησκευτικού βιώματος, που τελικά εναρμονίζονται μέσα στη θρησκεία (Kontrast-Harmonie). Το ιερό βιώνεται πρωτίστως με ανορθολογικό τρόπο. Υπάρχουν όμως και ορθολογικά στοιχεία στη βίωση του θρησκευτικού φαινομένου στις θρησκείες. Αποκλείεται εκ προοιμίου η ταύτιση του ιερού και του ορθολογικού. [14][20]