![]() |
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
(δείτε επίσης: Ελληνικό αλφάβητο) | |
Πρωτοελληνική (περ. 3000 π.Χ.) | |
Μυκηναϊκή (περ. 1600–1200 π.Χ.) | |
Ομηρική (περ. 1200–800 π.Χ.) | |
Αρχαία ελληνική (περ. 800–300 π.Χ.) Διάλεκτοι: Αιολική, Αρκαδοκυπριακή, Αττική–Ιωνική, Δωρική, Παμφυλιακή, Ομηρική Μακεδονική | |
Ελληνιστική Κοινή (περ. από 330 π.Χ. ως 700)
| |
Μεσαιωνική ελληνική (περ. 700–1700) | |
Νέα ελληνική γλώσσα (από το 1700) Ιδιώματα: Δημοτική, Καθαρεύουσα, Αττικισμός Διάλεκτοι: Καππαδοκική, Κατωιταλική , Κρητική, Κυπριακή, Ποντιακή, Ρωμανιώτικη, Τσακωνική | |
Άλλες μορφές (από 19ο/20ό αιώνα) Ελληνικός κώδικας Μπράιγ, Ελληνική νοηματική γλώσσα, Κώδικας Μορς | |
Τα ρωμανιώτικα, επίσης γνωστά ως γεβανικά (από την εβραϊκή λέξη יון Yāvān που σημαίνει «Ελλάδα» ή «Ιωνία»), ήταν η διάλεκτος της ελληνικής γλώσσας που μιλούσαν μέχρι τον 20ο αιώνα οι Ρωμανιώτες, δηλαδή οι Εβραίοι που είχαν εγκατασταθεί και ζούσαν ακατάπαυστα στον Ελλαδικό χώρο από την αρχαιότητα. Τα ρωμανιώτικα προέρχονταν από την ελληνιστική κοινή με εβραϊκές επιδράσεις. Δεν διέφεραν τόσο από τα ελληνικά των χριστιανών ώστε η αμοιβαία κατανόηση να είναι αδύνατη, αλλά με την στοιχειώδη διαφορά πως Ρωμανιώτες χρησιμοποιούσαν την εβραϊκή αλφάβητο για τον γραπτό λόγο.
Δεν υπάρχουν πλέον ομιλητές των ρωμανιώτικων για τους ακόλουθους λόγους:
![]() |
Αυτό το λήμμα σχετικά με τη γλωσσολογία χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |