Σάββατο βράδυ Κυριακή πρωί

Σάββατο βράδυ Κυριακή πρωί
ΣυγγραφέαςΆλαν Σίλιτοου
ΤίτλοςSaturday Night and Sunday Morning
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1958
Μορφήμυθιστόρημα

Σάββατο βράδυ Κυριακή πρωί (αγγλικός τίτλος: Saturday Night and Sunday Morning) είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Άγγλου συγγραφέα Άλαν Σίλιτοου που εκδόθηκε το 1958. Είχε άμεση επιτυχία και κέρδισε το Βραβείο Πρώτου Μυθιστορήματος της Λέσχης Συγγραφέων. [1]

Το έργο συνδέεται με το κίνημα των Οργισμένων νέων και το μυθιστόρημα της εργατικής τάξης. Διαδραματίζεται στο εργατικό περιβάλλον του Νότιγχαμ και αποτυπώνει τη μεταπολεμική ατμόσφαιρα στην Αγγλία κατά τη δεκαετία του 1950. Αφηγείται διασκεδαστικά την ιστορία ενός νεαρού εργάτη για τον οποίο το ποτό και οι γυναίκες το βράδυ του Σαββάτου παρέχουν τη μοναδική ανακούφιση από την καταπίεση της εργασιακής ζωής. [2]

Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε δύο άνισα μέρη: το μεγαλύτερο μέρος, το Σάββατο βράδυ, και το πολύ μικρότερο, Κυριακή πρωί.

Σάββατο βράδυ

Το Σάββατο βράδυ ξεκινά σε μία παμπ που συχνάζουν εργάτες, στο Νότιγχαμ. Ο Άρθουρ Σίτον είναι 22 ετών και εργάζεται τορναδόρος σε ένα εργοστάσιο ποδηλάτων. Αν και είναι ικανοποιημένος από τις απολαβές του, απεχθάνεται τη δουλειά που κάνει, κρατά το μυαλό του απασχολημένο κατά τη διάρκεια της ανιαρής εργασίας με φαντασιώσεις και αναμνήσεις από το παρελθόν. Για να ξεφύγει από τη μονοτονία της δουλειάς στο εργοστάσιο και να διασκεδάσει, κάνει αυτό που κάνουν οι περισσότεροι εργάτες: πηγαίνει σε παμπ το Σαββατόβραδο και πίνει με τους φίλους του. Το βιβλίο ανοίγει με έναν διαγωνισμό ποτού στον οποίο ο Άρθουρ νικά αλλά καταλήγει να κουτρουβαλήσει από τις σκάλες μεθυσμένος. Ο Άρθουρ έχει σχέσεις με την Μπρέντα, σύζυγο του συναδέλφου και φίλου του Τζακ, και συγχρόνως με τη Γουίνι, σύζυγο ενός στρατιώτη. Για εκείνον οι σχέσεις με παντρεμένες είναι η καλύτερη λύση, καθώς η σχέση με μια ανύπαντρη κοπέλα θα κατέληγε πιθανότατα σε γάμο. Η σχέση με τη Γουίνι αποκαλύπτεται και ο άντρας της αντιδρά με τον τρόπο που λύνονται τέτοια προβλήματα στους κύκλους της εργατικής τάξης στην κεντρική Αγγλία: βίαια. Ο Τζακ υποπτεύεται επίσης ότι η Μπρέντα τον απατά με τον Άρθουρ και η κατάσταση σταδιακά οξύνεται.[3]

Κατά τη διάρκεια μιας άλλης βραδιάς στην παμπ, ο Άρθουρ γνωρίζει την Ντορίν, μια νεαρή ανύπαντρη κοπέλα. Περνά πολύ χρόνο μαζί της και αναπτύσσουν μια τρυφερή σχέση - κρατώντας ταυτόχρονα τις σχέσεις του με τη Μπρέντα και τη Γουίνι κρυφά. Αλλά οι επιφυλάξεις του για τα ελεύθερα κορίτσια τον εμποδίζουν να κάνει τη σχέση πραγματικά σοβαρή - όταν ο Άρθουρ πηγαίνει για λίγο στον στρατό, χάνονται προσωρινά. Και τελικά συμβαίνει το αναμενόμενο: ο σύζυγος της Γουίνι με έναν φίλο του ένα βράδυ του επιτίθενται σε ένα δρομάκι, αφήνοντάς τον ξυλοκοπημένο και στο κρεβάτι για μέρες.

Κυριακή πρωί

Το δεύτερο μέρος ακολουθεί την εξέλιξη των γεγονότων μετά την επίθεση. Ο Άρθουρ πρέπει να μείνει στο κρεβάτι για αρκετό καιρό για να αναρρώσει. Ξανασκέφτεται την κατάστασή του, τη ζωή, τις ιδέες και τους στόχους του, και παίρνει επιτέλους την απόφαση να ζήσει μια διαφορετική ζωή - πιο σταθερή - με τη Ντορίν. Μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος, ο Άρθουρ και η Ντορίν κάνουν σχέδια να παντρευτούν.

Το μυθιστόρημα - με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, ο ίδιος ο Σίλιτοου από 14 ετών εργαζόταν σε ένα εργοστάσιο ποδηλάτων όπως και ο πατέρας του πριν από αυτόν - είναι γραμμένο με πολύ χιούμορ και σε καθομιλούμενη γλώσσα με τους διαλόγους σε τοπική διάλεκτο. Είναι χαρακτηριστικός ο κατακερματισμός, οι εσωτερικοί μονόλογοι, τα άλματα στον χρόνο και οι συχνές εναλλαγές τόπου. Περιγράφει τη ζωή και τον πολιτισμό της εργατικής τάξης στην εποχή της μεταπολεμικής πλήρους απασχόλησης, της άφθονης και καλοπληρωμένης αλλά χωρίς περιθώρια εξέλιξης εργοστασιακής εργασίας. Η κοινωνική κριτική βρίσκεται σε δεύτερη θέση, ο αντιήρωας της εργατικής τάξης ενδιαφέρεται περισσότερο για τις γυναίκες και τα ποτά και όχι για την πολιτική, τα συνδικάτα ή την ταξική αλληλεγγύη. [4]

Η απογοήτευση του ότι δεν μπορεί να ανέβει κάποιος πιο ψηλά από την τάξη που γεννήθηκε είναι εμφανής στο μυθιστόρημα. Η επιλογή του τίτλου και η ονομασία των κεφαλαίων είναι σύμβολα δύο φάσεων της ζωής των νεαρών Άγγλων εργατών. Το βράδυ του Σαββάτου αντιπροσωπεύει τη θυελλώδη, επαναστατημένη, προκλητική ζωή και τον ενθουσιασμό τους στην εξέγερση ενάντια στο κατεστημένο, ενώ το πρωί της Κυριακής είναι η αποδοχή του πεπρωμένου τους και σύμβολο συμβιβασμού.[5]

  • Το 1960, το μυθιστόρημα διασκευάσθηκε σε ταινία σε σκηνοθεσία Κάρελ Ράις με βάση σενάριο του Σίλιτοου, με τον Άλμπερτ Φίνεϊ στον ρόλο του Άρθουρ Σίτον. [6]
  • Το 1964 ακολούθησε μια θεατρική διασκευή με τον Ίαν ΜακΚέλεν σε έναν από τους πρωταγωνιστικούς του ρόλους.

Μετάφραση στα ελληνικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Σάββατο βράδυ Κυριακή πρωί, μτφ. Γιάννης Ευαγγελίδης, εκδ. Γράμματα, 1986 [7]