Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Σάντα Μαρία Ματζόρε | |
---|---|
Είδος | μείζον βασιλική, παπική βασιλική, ecclesiastical district, πατριαρχική βασιλική και shrine to the Virgin Mary |
Αρχιτεκτονική | παλαιοχριστιανική αρχιτεκτονική |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 41°53′51″N 12°29′55″E |
Θρήσκευμα | Καθολικισμός[1] |
Θρησκευτική υπαγωγή | Επισκοπή της Ρώμης |
Διοικητική υπαγωγή | Ρώμη[2] |
Τοποθεσία | Μόντι |
Χώρα | Ιταλία[3] |
Έναρξη κατασκευής | 5ος αιώνας |
Γενικές διαστάσεις | 92 μέτρα × 80 μέτρα |
Ύψος | 75 μέτρα |
Αρχιτέκτονας | Φερντινάντο Φούγκα |
Βραβεία | Χρυσό Τριαντάφυλλο |
Προστασία | ιταλικό πολιτισμικό αγαθό[2] και τμήμα μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς (από 1980) |
Ιστότοπος | |
Επίσημος ιστότοπος | |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
H βασιλική της Σάντα Μαρία Ματζόρε (ιταλ. Santa Maria Maggiore, δηλ. της Αγίας Μαρίας της Μείζονος) είναι μία από τις τέσσερις παπικές βασιλικές και η μεγαλύτερη στη Ρώμη που είναι αφιερωμένη στην Παρθένο Μαρία. Σε αυτή φυλάσσεται ευλαβικά η σεβαστή εικόνα της Βρεφοκρατούσας ως βοηθού και προστάτιδας των κατοίκων της Ρώμης. Το 1838 ο Πάπας Γρηγόριος ΙΣΤ΄ χορήγησε στην εικόνα κανονική στέψη με απόφασή του (bulla).
Σύμφωνα με τη Συνθήκη τού Λατερανού (1929) μεταξύ της Αγίας Έδρας και του Ιταλικού κράτους, η βασιλική ανήκει στην Αγ. Έδρα και είναι έδαφος εκτός τού Βατικανού, με τα δικαιώματα που έχουν οι πρεσβείες άλλων κρατών στην Ιταλία.
Ο τωρινός ναός κτίστηκε από τον πάπα Σίξτο Γ΄ (432-440), σύμφωνα με την αφιερωτική επιγραφή στο θριαμβευτικό τόξο: Sixtus episcopus plebi Dei. Εκτός από το ναό αυτόν στον Εσκουιλίνο λόφο, ο πάπας λέγεται, ότι ανέθεσε εκτεταμένα οικοδομικά έργα σε όλη την πόλη, που συνεχίστηκαν από τον διάδοχό του πάπα Λέοντα Α΄.
Ο ναός διατηρεί τον πυρήνα της αρχικής του κατασκευής, παρά τις αρκετές κατασκευαστικές προσθήκες και τις ζημιές από τον σεισμό τού 1348. Η οικοδόμηση των ναών στη Ρώμη την περίοδο αυτή, όπως για παράδειγμα η Σάντα Μαρία Ματζόρε, εμπνέεται από την ιδέα της πόλης ως κέντρο του χριστιανικού κόσμου.
Ο ναός, ένας από τους πρώτους που ανεγέρθηκαν στο όνομα της Παρθένου Μαρίας, άρχισε να κτίζεται μετά τη Σύνοδο της Εφέσου το 431, η οποία διακήρυξε την Παναγία ως Θεοτόκο. Ο Σίξτος Γ΄ τον έκτισε σε ανάμνηση της απόφασης αυτής. Η ατμόσφαιρα που δημιούργησε τη Σύνοδο, επηρέασε και τα ψηφιδωτά τού εσωτερικού, καθώς «είναι σαφές, πως οι σχεδιαστές της διακόσμησης ανήκουν σε μία περίοδο πυκνών συζητήσεων για τη φύση και τη σχέση της Παρθένου με τον σαρκωθέντα Χριστό». Τα μεγαλειώδη ψηφιδωτά στον σηκό και στο θριαμβευτικό τόξο είναι ορόσημα στις απεικονίσεις της Παρθένου. Απεικονίζουν σκηνές της ζωής της και του Χριστού καθώς και της Παλαιάς Διαθήκης, όπως τον Μωυσή που κτυπά την Ερυθρά Θαλασσα και τον πνιγμό των Αιγυπτίων σε αυτή.
Ο Ρίχαρτ Κράουτάιμερ αποδίδει τη μεγαλοπρέπεια τού έργου στα άφθονα έσοδα τού πάπα από τις κτήσεις που απέκτησε η Εκκλησία κατά τον 4ο και 5ο αι. στην Ιταλική χερσόνησο. Μερικές ελεγχόταν τοπικά, η πλειοψηφία τους όμως διοικείτο απευθείας από τη Ρώμη με αποτελεσματικότητα. Ένα κεντρικό λογιστικό σύστημα έφτιαχνε προϋπολογισμό, κατά τον οποίο ένα μέρος των εσόδων πήγαιναν στην παπική διοίκηση, ένα μέρος στις ανάγκες των κληρικών, ένα άλλο μέρος στη συντήρηση των ναών και ένα άλλο σε φιλανθρωπίες. Αυτά επέτρεψαν στον πάπα να εκτελέσει τον 5ο αι. ένα φιλόδοξο οικοδομικό πρόγραμμα, που περιελάμβανε τη Σάντα Μαρία Ματζόρε.