Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Σέτζε | |
---|---|
41°30′0″N 13°4′0″E | |
Χώρα | Ιταλία |
Διοικητική υπαγωγή | Επαρχία της Λατίνα |
Προστάτης | Lidanus |
Έκταση | 100,47 km²[1] |
Υψόμετρο | 319 μέτρα |
Πληθυσμός | 23.697 (1 Ιανουαρίου 2023)[2] |
Ταχ. κωδ. | 04010 και 04018 |
Τηλ. κωδ. | 0773 |
Ζώνη ώρας | UTC+01:00 (επίσημη ώρα) UTC+02:00 (θερινή ώρα) |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος |
Σχετικά πολυμέσα | |
Το Σέτσε (Sezze) είναι πόλη και δήμος στην Επαρχία Λατίνα, της Ιταλίας, περίπου 65 χιλιόμετρα νότια της Ρώμης και 10 χιλιόμετρα από τις μεσογειακές ακτές. Το ιστορικό κέντρο του Σέτσε βρίσκεται σε υψηλό λόφο στην πεδιάδα του Πόντινε. Κατά την αρχαιότητα ήταν ελληνική πόλη ονομαζόταν Σητεία και βρισκόταν στην περιοχή του Λατίου.
Σύμφωνα με τον μύθο, ο μυθικός ιδρυτής της πόλης ήταν ο Ηρακλής, ο οποίος έφτασε στο μέρος εκείνο μετά την νίκη του επί των Λαιστρυγόνων, πληθυσμού ανθρωποφάγων γιγάντων που ζούσαν στο νότιο Λάτιο[εκκρεμεί παραπομπή]. Πολύ πιθανόν ο Έλληνας ημίθεος ήρωας να έφερε μαζί του Κρήτες πολεμιστές (από τη γενέτειρα του πατέρα του, Δία), όπως παρατηρεί ο ιστορικός Ρόμπερτ Γκρέιβς. Λογικό ήταν οι Κρήτες αυτοί να ονόμασαν την πόλη σε ανάμνηση της πατρίδας τους Σητείας. Εκεί ο Ηρακλής νυμφεύτηκε με μια παρθένα και γέννησε τον ήρωα Φαύστο. Ακόμη και σήμερα οικόσημο της Σητείας απεικονίζει το λιοντάρι της Νεμέας, το κέρας της Αμάλθειας γεμάτο με φρούτα και ένα στέμμα που περιβάλλεται από την λατινική επιγραφή SETIA PLENA BONIS GERIT ALBI SIGNA LEONIS ("Η Σητεία είναι γεμάτη προϊόντα και φέρει το σήμα του λευκού λιονταριού").
Η πόλη εμφανίζεται στους ιστορικούς χρόνους ως πόλη των Ουόλσκων (5ος αιώνας π.Χ.) και ο Κλαύδιος Πτολεμαίος την αναφέρει ως Σητία. Αργότερα κατελήφθη από τους Ρωμαίους που ίδρυσαν εκεί νέα αποικία το 382 π.Χ. Κατά το 340 π.Χ. η Σητεία συμμετείχε στο πλευρό των Λατίνων συμμάχων κατά των Ρωμαίων, ώσπου ηττήθηκε η Λατινική ομοσπονδία στην μάχη του Τριφάνου. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ του Μάριου και του Σύλλα το 82 π.Χ. κατελήφθη από τον τελευταίο. Αργότερα η πόλη κατέστη γεωργικό κέντρο και με πολλές επαύλεις, ενώ αναφέρεται από τους ποιητές Ιουβενάλιο και Μαρτιάλη για το ονομαστό κρασί της.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα επέζησε χάρη στην οχυρή θέση της και το 956 μ.Χ. οργανώθηκε ως ελεύθερη κοινότητα. Γύρω στο 1046 ο Βενεδικτίνος Λιντάνο της Antena (1026-1118), έκτισε το μοναστήρι της Αγίας Καικιλίας (τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 22 Νοεμβρίου). Συχνά το Σέτσε βρέθηκε σε σύγκρουση με τις γειτονικές κοινότητες (Carpineto, Bassett, Privett και Sermoneta). Το 1381 πέρασε στα χέρια της οικογένειας Caetani, η οποία εκδιώχθηκε από εξέγερση, δώδεκα χρόνια αργότερα.
Το 1656 ο πληθυσμός είχε πληγεί σε μεγάλο βαθμό (μειώθηκε στο ήμισυ) από την πανούκλα και από επιδρομές των Ισπανών και των Αυστριακών. Το 1690, ιδρύθηκε στην πόλη μία από τις πρώτες σχολές στην Ιταλία, η επιστημονική και λογοτεχνική Ακαδημία του Abbozzati. Το 1798 το σύνολο του Λατίου καταλήφθηκε από τα γαλλικά στρατεύματα του Ναπολέοντος. Η Σητεία επαναστάτησε, εξοντώνοντας τη φρουρά: απέφυγαν τη σκληρή εκδίκηση μόνο μετά την καταβολή μεγάλου ποσού των χρημάτων. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η πόλη προσαρτήθηκε στο νεοσύστατο Βασίλειο της Ιταλίας. Κατά τη διάρκεια του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου μερικές εκκλησίες και κτίρια στο ιστορικό κέντρο καταστράφηκαν από τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς.