Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Σίλβιους Λέοπολντ Βάις | |
---|---|
Γέννηση | 12 Οκτωβρίου 1687[1] ή 1686[2][3][4] Βρότσλαβ |
Θάνατος | 16 Οκτωβρίου 1750[5] και 18 Οκτωβρίου 1750[1] Δρέσδη[6][7] |
Τόπος ταφής | παλιό καθολικό νεκροταφείο στη Δρέσδη |
Χώρα πολιτογράφησης | Γερμανία[2] |
Ιδιότητα | συνθέτης και λαουτίστας |
Αδέλφια | Johann Sigismund Weiss |
Κίνημα | μπαρόκ μουσική |
Όργανα | λαούτο |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | μπαρόκ μουσική |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Σίλβιους Λέοπολντ Βάις (Sylvius Leopold Weiss), (12 Οκτωβρίου 1687 – 16 Οκτωβρίου 1750), ήταν Γερμανός λαουτίστας και συνθέτης. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες και εκτελεστές έργων για λαούτο της εποχής του. Θεωρείτο εξαιρετικός δεξιοτέχνης και αυτοσχεδίαζε συχνά πάνω στο συγκεκριμένο έγχορδο. Στην εποχή του φημιζόταν η «βαϊσιανή» μέθοδος παιξίματος του λαούτου, που αναφερόταν κυρίως στους δακτυλισμούς (arpège) και στο ιδιόμορφο λεγκάτο (legato).
Ο Βάις γεννήθηκε στο Γκρότκαου της Σιλεσίας, σημερινό Γκροντκόβ (Grodków) της ΝΔ. Πολωνίας. Ήταν γιος του -επίσης- λαουτίστα Γιόχαν Γιάκομπ Βάις (Johann Jacob Weiss), ενώ και ο γιος του Γιόχαν Άντολφ Φαουστίνους (Johann Adolph Faustinus Weiss), έπαιζε το ίδιο όργανο.
Ο πατέρας του ήταν, επίσης, δεξιοτέχνης στο λαούτο και στη θεόρβη και υπήρξε ο πρώτος του δάσκαλος, όπως και των δύο από τα αδέλφια του, Γιόχαν και Μαργαρίτας.
Το 1706, προσελήφθη από τον κόμη Φίλιππο στην Αυλή του Μπρεσλάου, σημερινού Βρότσλαβ της Πολωνίας, που τότε ανήκε στη γερμανική Σαξονία. Με έδρα το Μπρεσλάου, έδωσε αρκετά ρεσιτάλ στην γειτονική Αυλή του εκλέκτορα Γιόχαν Βίλελμ, ο οποίος ήταν ένθερμος υποστηρικτής της μουσικής τέχνης (μάλιστα, ο Κορέλλι είχε αφιερώσει σ' αυτόν το Opus VI). Τον επόμενο χρόνο ο εργοδότης του μετακόμισε στο Ίνσμπρουκ και, πιθανόν, τον ακολούθησε εκεί και ο Βάις.
Το 1710 εργάστηκε για τον εξόριστο πολωνό πρίγκηπα Α.Σομπιέσκι στη Ρώμη. Εκεί, θα του δοθεί η ευκαιρία να συναντηθεί με τους φημισμένους Αλεσάντρο και Ντομένικο Σκαρλάτι, πατέρα και γιο. Η ζωή του στην Ιταλία και οι εμπειρίες που αποκόμισε, επηρέασαν καθοριστικά τις συνθέσεις του.
Το 1714, πέθανε ο Σομπιέσκι και, για 4 χρόνια, μάλλον επέστρεψε στον πρώτο του εργοδότη. Το 1717 έδωσε αρκετές παραστάσεις στη Δρέσδη, όπου αναγνωρίστηκαν οι εξαιρετικές του εκτελεστικές ικανότητες. Η ίδια χρονιά υπήρξε καθοριστική για εκείνον, αφού επισκέφθηκε την Πράγα για να συναντήσει τον φημισμένο Βοημό λαουτίστα και συνθέτη Γιόχαν Άντον Λοζί ή Λογκί (Logy). Η πλέον ονομαστή σύνθεση τού Βάις θα αφιερωθεί αργότερα στον Logy.
Από το 1718, θα υπηρετήσει στην Αυλή του εκλέκτορα της Σαξονίας Αυγούστου, στη Δρέσδη, θέση ιδιαίτερα προνομιακή και με υψηλό μισθό. Αργότερα, μάλιστα. ο μισθός αυτός θα αυξηθεί περαιτέρω, καθιστώντας τον Βάις, τον υψηλότερα αμειβόμενο αυλικό μουσικό της πόλης.
Το 1719 θα ταξιδέψει στη Βιέννη μαζί με άλλους έντεκα μουσικούς για το γάμο του εκλέκτορα της Σαξονίας, ενώ το 1723 θα πάει -για τρίτη φορά – στην Πράγα, μαζί με τον διακεκριμένο φλαουτίστα Γιόχαν Γιόακιμ Κβαντς και τον τενόρο Καρλ Χάινριχ Γκράουν, για τη στέψη του βασιλιά της Βοημίας.
Τον Μάιο του 1728, θα πάει μαζί με τον εργοδότη του και τους διακεκριμένους μουσικούς Γιόχαν Γκέοργκ Πιζέντελ (βιολί), Γιόχαν Γιόακιμ Κβαντς, Πιερ Γκαμπριέλ Μπουφαρντέν (φλάουτα) στο Βερολίνο, καλεσμένοι της εκεί Αυλής για τρεις μήνες.
Το 1736, τού ζητείται να αναλάβει το πόστο του λαουτίστα στην Αυλή της Βιέννης, με μισθό υψηλότερο από αυτόν που έπαιρνε στη Δρέσδη, εκείνος όμως θα αρνηθεί, διότι θεωρεί ότι έχει «ποιοτικότερη» θέση στη γερμανική πόλη.
Λίγο αργότερα θα φυλακιστεί, επειδή κατηγορήθηκε ότι προσέβαλε κάποιον προύχοντα της πόλης, αλλά η φήμη και οι διασυνδέσεις του με τον αυτοκρατορικό κόμη Κάιζερλινγκ (είναι εκείνος που είχε παραγγείλει στον Μπαχ, τις περίφημες Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ), θα τον βοηθήσουν να αποφυλακιστεί πολύ γρήγορα.
Το 1738 γνωρίστηκε με τον φημισμένο βιολονίστα Φραντς Μπέντα.
Υπήρξε φίλος τού γιου τού Μπαχ, Βίλελμ Φρίντεμαν από τότε που παρέμεινε για λίγο καιρό στη Λειψία το 1739 και, μέσω αυτού γνώρισε τον μεγάλο Κάντορα. Είναι μάλιστα πιθανό, χωρίς απόλυτη ιστορική εξακρίβωση, ότι «συναγωνίστηκε» μαζί του σε ένα «παιχνίδι» αυτοσχεδιασμών, όπως το περιγράφει ο μουσικός και συγγραφέας Γιόχαν Φρίντριχ Ράινχαρντ (Johann Friedrich Reichardt): «Όποιος ξέρει πόσο δύσκολο είναι να εκτελέσει κάποιος μετατροπίες και ορθή αντίστιξη στο λαούτο, θα εκπλαγεί και θα δυσκολευτεί να πιστέψει ακούγοντας από αυτόπτες μάρτυρες ότι, ο μεγάλος λαουτίστας Βάις, «προκάλεσε» τον Γ.Σ.Μπαχ, τον μεγάλο αρπιχορδίστα και οργανίστα, να παίξουν φαντασίες και φούγκες»
Ο γιος του Φαουστίνους θα τον διαδεχτεί αργότερα, ως λαουτίστας στην Αυλή της Σαξονίας.
Ο Σίλβιους Λέοπολντ Βάις, ως άριστος γνώστης του λαούτου, συνέθεσε αποκλειστικά για το συγκεκριμένο όργανο. Έγραψε περίπου 650 κομμάτια, τα περισσότερα από τα οποία είναι στη μορφή της σονάτας (σημ. να μη γίνεται σύγχυση με τη σονάτα της κλασικής εποχής και τη φόρμα σονάτας πάνω στην οποία βασίζεται). Ο ίδιος χρησιμοποιούσε για τις συνθέσεις του τον όρο suonate και η μουσική τους γραφή είναι εκείνη της ταμπλατούρας.
Επίσης συνέθεσε παρτίτες, σουίτες, κάποια έργα μουσικής δωματίου και κοντσέρτα, αν και μόνο τα σολιστικά μέρη του λαούτου έχουν διασωθεί στα περισσότερα από αυτά. Επίσης σε πολλές από τις σουίτες του λείπουν τα πρελούδια και αυτό, πιθανόν, σήμαινε ότι τα αυτοσχεδίαζε.
Το ύφος των έργων του είναι αντιστικτικό, αλλά με αρκετές ομοφωνικές επιδράσεις από το λεγόμενο style galant. Συντόνιζε τα θεματικά του στοιχεία με αρμονική δομή παραπλήσια με την κλασική σονάτα, αλλά αρκετά μακριά για να μπορούμε να μιλάμε για «φόρμα σονάτας» του 19ου αιώνα. Οι αρμονίες του, πάντως, είναι συχνά τολμηρές και πρωτότυπες (λ.χ. σύντομες μετατροπίες σε τονικότητες που απέχουν από τη θεμέλιο διάστημα αυξημένης τετάρτης).
Το γνωστότερο έργο του είναι, αναμφίβολα, το αριστουργηματικό Επιτάφιος (Θρήνος) για το Θάνατο του Κόμη Λογκί (Tombeau sur la mort de M. Comte de Logy) (περίπου 1721), ένα έργο που εκτελείται κατά κόρον σήμερα, ιδιαίτερα στη μεταγραφή του για Κλασική Κιθάρα.
Πάντως, δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την έκδοση των έργων του, αφού, όσο ζούσε, εκδόθηκε μόνον ένα (1) έργο του(!), η Σουίτα σε Σι ύφεση ελάσσονα έργο 49, και αυτό από τον Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν, το 1728. Είναι πολύ πιθανόν, επειδή ενδιαφερόταν μόνο για την σολιστική του καριέρα, να ήθελε να κρατήσει τα έργα που έγραφε αποκλειστικά για τον εαυτό του.
Πολλά από τα έργα του είναι αχρονολόγητα και, πιθανόν να μην ανήκουν στον ίδιο. Αντιστρόφως, υπάρχουν κάποια έργα του που τα χρησιμοποίησαν άλλοι συνθέτες ως βάση για δικά τους έργα (συνηθισμένη πρακτική της εποχής εκείνης). Ένα από αυτά, είναι η Σουίτα για Βιολί και Αρπίχορδο BWV 1025, του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, που το θέμα του αρπίχορδου είναι παρμένο από μία σουίτα για λαούτο του Βάις.