Σαΐντ Νουρσί | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Seîdê Nûrsî (Κουρδικά) |
Γέννηση | 1877 Νουρς |
Θάνατος | 23 Μαρτίου 1960[1][2] Σανλιούρφα |
Χώρα πολιτογράφησης | Οθωμανική Αυτοκρατορία Τουρκία |
Θρησκεία | Ισλάμ Σουνιτισμός Σουφισμός |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Μητρική γλώσσα | Κουρδική γλώσσα |
Ομιλούμενες γλώσσες | Τουρκικά οθωμανικά Τουρκικά Αραβικά[3] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | θεολόγος φιλόσοφος mufassir δημιουργός γραπτών έργων Islamic revisionist[4][5] |
Αξιοσημείωτο έργο | Risale-i Nur |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Πόλεμοι/μάχες | Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Σαΐντ Νουρσί - (κουρδικά: Seîdê Nursî ,سەعید نوورسی[6] - τουρκικά:Said Nursî) - (1877 - 23 Μαρτίου 1960) ήταν Κούρδος σουνίτης θεολόγος από τους πιο εξέχοντες και επιδραστικούς θεολόγους του Ισλάμ στην Τουρκία και όχι μόνο.
Είναι γνωστός για το περίφημο έργο, το magnum opus του, Risale-i Nur , («Επιστολή του Φωτός») στο οποίο αναλύει, σχολιάζει και ερμηνεύει το Κοράνι.[7]
Ο Νουρσί ενέπνευσε το θρησκευτικό κίνημα των Νουρτζού (Nur Cemaati) [8] που έπαιξε ζωτικό ρόλο στην αναβίωση του ισλαμισμού στην Τουρκία και στην δημιουργία των ισλαμικών πολιτικών κομμάτων.[9] Οι οπαδοί του κινήματα υπολογίζονται σε 5 με 6 εκατομμύρια (2008).[10]
Ο Σαΐντ Νουρσί χώριζε τη ζωή του σε τρεις περιόδους: την περίοδο του παλιού Σαΐντ, όπου το ενδιαφέρον του ήταν εστιασμένο στα κοινωνικό-πολιτικά θέματα περισσότερο πιστεύοντας ότι έτσι θα υπηρετούσε το Ισλάμ καλύτερα , την περίοδο του νέου Σαΐντ της απόσυρσης από το δημόσιο βίο, της εσωτερικής αναζήτησης του Θεού, και της περίσκεψης και την περίοδο του τρίτου Σαΐντ, από το 1949 και μετά, όπου οργανώνει το κοινωνικό κίνημά του.[11]
Ο Σαΐντ Νουρσί γεννήθηκε το 1877 στο ορεινό χωριό Νουρς (Nours) της επαρχίας Μπιτλίς κοντά στη λίμνη Βαν της τότε ΟΘωμανικής Αυτοκρατορίας, από φτωχική οικογένεια αγροτών.
Ο Νουρσί έφυγε - σε ηλικία 9 ετών - από το σπίτι του προκειμένου να σπουδάσει. Κατέληξε στο ιεροσπουδαστήριο του Muhammed Celalî Hazret (1851-1914) του τάγματος των Νακσιμπεντί, στη πόλη του Ντογουμπαγιαζίτ όπου έδειξε από νωρίς τις τεράστιες ικανότητες αφομοίωσης της γνώσης που είχε. Τελείωσε τον πρώτο κύκλο σπουδών τον χειμώνα του 1892 - 1893 σε ηλικία 15 ετών όταν και απέκτησε το πρώτο δίπλωμα εκπαίδευσης και διδασκαλίας, το λεγόμενο ijāzah [12] και μπορούσε πλέον να αποκαλείται μουλάς.
Πέρασε μερικά χρόνια τριγυρίζοντας στην περιοχή του βόρειου Κουρδιστάν κατά το πρότυπο των περιπλανώμενων δερβίσηδων του σουφισμού - διδάσκοντας το Κοράνι και συμμετέχοντας σει θεολογικές συζητήσεις στους κατά τόπους μεντρεσέδες. [13]. Σύντομα απέκτησε φήμη όχι μόνο εμβριθούς θεολόγου αλλά σοφού. Η πολυγνωσία του, οι ικανότητες απομνημόνευσης όχι μόνο στίχων αλλά βιβλίων ολόκληρων και η εξυπνάδα του, εντυπωσίαζαν τόσο όσους τον γνώριζαν, που τον αποκαλούσαν Bediuzzaman. (η λέξη μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως ο άριστος της εποχής του ή και θαύμα του αιώνα)[14] Οι περιπλανήσεις του είχαν στόχο την όσο το δυνατόν πληρέστερη μόρφωσή του. Ο Νουρσί έβρισκε το επίπεδο των προσφερόμενων γνώσεων πολύ χαμηλό και γι' αυτό ήταν σε αναζήτηση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που θα του προσέφεραν μια ολοκληρωμένη σφαιρική γνώση του κόσμου. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η θρησκευτική και η κοσμική εκπαίδευση ήταν αυστηρά διαχωρισμένες. Η θεολογία διδάσκονταν στους μεντρεσέδες ενώ οι επιστήμες στα Μακτάμπ. [15] Το 1897, ήρθε το τέλος των περιπλανήσεων του, όταν αποδέχτηκε την πρόταση του βαλή της επαρχίας του Βαν, Ταχίρ Πασά, να εγκατασταθεί μόνιμα στην περιοχή για να διδάξει. Εκεί, στη βιβλιοθήκη του κυβερνήτη ήρθε σε γνώση της δυτικής επιστήμης και φιλολογίας.[16] Αφοσιώθηκε για χρόνια στη μελέτη όλων των επιστημών, με αποτέλεσμα να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο η πίστη του για την ανάγκη μιας ολοκληρωμένης εκπαίδευσης, που θα κυριαρχούνταν από τη λογική και τις επιστήμες αλλά με οδηγό και πυξίδα τα διδάγματα του Ισλάμ.
Ύστερα από δέκα σχεδόν χρόνια μελέτης και διδασκαλίας αποφάσισε ότι η ανάγκη για τη δημιουργία ενός Πανεπιστημίου με πρότυπο το Αλ Αζχάρ, ήταν άμεση και εφοδιασμένος με τη συστατική επιστολή του Ταχίρ Πασά, έφυγε το 1907 για την Κωνσταντινούπολη προκειμένου να ζητήσει τη σουλτανική υποστήριξη στο σχέδιό του.[17]Ο Νουρσί παρουσίασε το σχέδιο του, για μια συνολική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στις περιοχές του Κουρδιστάν, με τη δημιουργία πανεπιστημιακού επιπέδου σπουδών που θα εξαφάνιζαν την άγνοια που μάστιζε την κοινωνία της εποχής, σε αρκετούς σημαντικούς πολιτικούς και θεολογικούς παράγοντες του κράτους. Μάλιστα, το γεγονός ότι στα πανεπιστήμια αυτά, θα διδάσκονταν και οι τρεις κύριες μουσουλμανικές γλώσσες, αραβικά, κουρδικά και τουρκικά, θα χρησίμευε στην περαιτέρω σύσφιγξη των δεσμών μεταξύ των μουσουλμάνων όλου του κόσμου. Επί βασιλείας του Αμπντούλ Χαμίτ το σχέδιό του έφτασε μόνο μέχρι το γραφείο των συμβούλων του Σουλτάνου ενώ το 1911 και επί Σουλτάνου Μεχμέτ Ρεσάντ κατάφερε να αποσπάσει τη συγκατάθεση στο σχέδιό του και 13.000 τουρκικές λίρες.[18] Στην Κωνσταντινούπολη προσεταιρίστηκε το κίνημα των Νεοτούρκων,[19] υποστηρίζοντας την ανάγκη Συντάγματος.
Στο Βαν επέστρεψε το 1912 και ξεκίνησε την υλοποίηση του σχεδίου του, όμως το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου διέκοψε τα σχέδιά του. Κατατάχτηκε εθελοντής στον Οθωμανικό στρατό και τον Αύγουστο του 1914, ως στρατιωτικός ιερέας (μουφτής) στάλθηκε στο μέτωπο του Καυκάσου. Μετά τις νίκες των Ρώσων και τη διάλυση του στρατού, ανέλαβε αρχηγός αντάρτικης ομάδας όταν τον Μάρτιο του 1916 με την πτώση του Μπιτλίς πιάστηκε αιχμάλωτος. Οι Ρώσοι τον έστειλαν σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στην πόλη Κοστρομά από το οποίο απέδρασε την άνοιξη του 1918.[20]. Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη βρήκε την πόλη υπό τον έλεγχο των Συμμάχων (νικητών του πολέμου). Με διαταγή του Ενβέρ Πασά διορίστηκε μέλος του συμβουλίου "Dârü’l-Hikmeti’l-İslâmiye" ενός συμβουλευτικού οργάνου του Γραφείου του Σεΐχ-ουλ Ισλάμ.
Όταν η κυβέρνηση του Μουσταφά Κεμάλ σταθεροποιήθηκε στην Άγκυρα, τον κάλεσε επανειλημμένα για να του απονείμει τα εύσημα για την πατριωτική δράση του όλη αυτή τη περίοδο. Ο Νουρσία αποδέχτηκε την πρόσκληση και εμφανίστηκε στην Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση τον Νοέμβριο του 1922[21] στην οποία εκφώνησε και βαρυσήμαντο λόγο. Ήδη διαφαινόταν ότι η κατεύθυνση την οποία φαινόταν να παίρνει το νέο κράτος ήταν αντίθετη με το ιδανικό του και τις απόψεις του. Κατάφερε ωστόσο να πείσει τους 167 από τους 200 βουλευτές του Εθνοσυνέλευσης να προσυπογράψουν ένα νομοσχέδιο που θα βοηθούσε την δημιουργία του πανεπιστημίου του, αφού τους έπεισε ότι μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση βασιζόμενη στην ισλαμική πίστη θα βοηθούσε στην ομογενοποίηση των πληθυσμών της Ανατολίας. Οι αποφάσεις ωστόσο του κράτους, τον Μάρτιο του 1924, για το κλείσιμο όλων των ιεροσπουδαστηρίων έβαλε οριστικό τέλος στο σχέδιο του. Ο Νουρσί απογοητευμένος επέστρεψε στο Βαν και για μεγάλο διάστημα έζησε απομονωμένος σε μια σπηλιά του βουνού Ερέκ.[22]
Στις 13 Φεβρουαρίου του 1925 ξέσπασε η εξέγερση του σεΐχη Σαΐντ, αρχηγού φυλών της περιοχής του τουρκικού Κουρδιστάν. Η εξέγερση είχε κυρίως στόχο την αυτονόμηση και την ανεξαρτητοποίηση του Κουρδιστάν,[23] αλλά παράλληλα και κυρίως από τους χωρικούς που συμμετείχαν ήταν και μια αντίδραση στην κοσμικισμό που επιχειρούσε να επιβάλλει η κυβέρνηση της Άγκυρας. Η κυβέρνηση απάντησε με τον «Νόμο για την Διατήρηση της Τάξης», (Takrir-i Sükûn Kanunu) με τον οποίο έθεσε υπό απαγόρευση οποιαδήποτε αντιπολιτευτική δράση και κυνήγησε αμείλικτα τους αντιφρονούντες. [22] Αν και ήταν αναμφισβήτητο ότι ο Νουρσί δεν είχε συμμετάσχει ούτε καν ενθαρρύνει οποιαδήπτοε εξέγερση, ωστόσο ακολούθησε τη μοίρα μερικών χιλιάδων Κούρδων που εξορίστηκαν από την ανατολική Ανατολία στην κεντρική. Κατ΄ αρχήν μεταφέρθηκε στην πόλη Μπορντούρ, μετά στην Ισπάρτα και τέλος στο σχεδόν απόλυτα απομονωμένο χωριό της Μπάρλα.
Η περίοδος της αναγκαστικής παραμονής στη Μπάρλα μπορεί να θεωρηθεί ως η περίοδος που μετέτρεψε την κοσμοθεωρία του Νουρσί σε κοινωνικό κίνημα. Έχοντας πρόθυμους και αφοσιωμένους μαθητές, ο Νουρσί υπαγόρευε καθημερινά και για πολλές ώρες τις σκέψεις του και τη φιλοσοφία του σχετικά με το Κοράνι και τον Αλλάχ. Οι μαθητές έγραφαν τα κηρύγματά του και μετά τα αντέγραφαν σε επιστολές που διανέμονταν σε κοντινές πόλεις, από ταχυδρόμους μυστικούς (είχε δημιουργηθεί ολόκληρο παράνομο ταχυδρομικό δίκτυο που αποκλήθηκε το ταχυδρομείο των Νουρτσού) όπου άλλοι μαθητές τις αντέγραφαν και πάλι και άλλοι ταχυδρόμοι τις έστελναν όλο και πιο μακριά, μέχρι που ο λόγος του Νουρσί έφτασε σε όλη την Τουρκία. Αυτές οι επιστολές αποτελούν το κυρίως σώμα του Ρισαλέ-ι Νουρ, και το 80% της εργασίας επιτεύχθηκε στα χρόνια της Μπάρλα. Υπολογίζεται πως μέχρι το 1946 οπότε και άρχισε η μηχανική αντιγραφή των κειμένων, δημιουργήθηκαν και διανεμήθηκαν περίπου 600.000 χειρόγραφα αντίγραφα.[24]
Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Said Nursi στο Wikimedia Commons