Σαγιάτ-Νοβά | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Սայաթ-Նովա (Αρμενικά), საიათ-ნოვა (Γεωργιανά), Sayat Nova (Αζερμπαϊτζανικά) και سایاتنووا (Περσικά) |
Γέννηση | 14 Ιουνίου 1712[1][2][3] Τιφλίδα[4] |
Θάνατος | 22 Νοεμβρίου 1795[1][2] Χαγπάτ |
Συνθήκες θανάτου | θανατική ποινή |
Τόπος ταφής | Ναός του Αγίου Γεωργίου, Τυφλίδα (41°45′18″ s. š., 44°45′30″ v. d.) |
Χώρα πολιτογράφησης | Βασίλειο του Κάρτλι Βασίλειο του Κάρτλι και της Καχετίας |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Aρμενικά αζέρικα γεωργιανά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ποιητής συνθέτης[5] τραγουδιστής ασίκης |
Ιστότοπος | |
www | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Σαγιάτ-Νοβά (αρμεν. Սայեաթ-Նովայ στην κλασική και Սայաթ-Նովա στη μεταρρυθμισμένη ορθογραφία, τουρκ. και περσ. سایاتنوفا, γεωργ. საიათნოვა, 14 Ιουνίου 1712 – 22 Σεπτεμβρίου 1795) ήταν γεννημένος στη Γεωργία Αρμένιος ποιητής, μουσικός και βάρδος (ashugh, το αντίστοιχο του τροβαδούρου στις κοινωνίες του Καυκάσου). Το πραγματικό του όνομα ήταν Χαρουτιούν Σαγιατιάν. Ο Σαγιάτ-Νοβά συνέθεσε ποιήματα και τραγούδια σε τουλάχιστον τέσσερεις διαφορετικές γλώσσες: την αρμενική, τη γεωργιανή, την τουρκική και την Περσικη.[6][7] Τα περισσότερα από τα σωζόμενα τραγούδια του πάντως είναι στην αρμενική.
Αρκετές διαφορετικές ερμηνείες έχουν δοθεί για το όνομα «Sayat-Nova».[8] Μία εκδοχή το ερμηνεύει ως «Κύριος του τραγουδιού» (από την αραβική λέξη sayyid και την περσική λέξη nava)[8] ή «Βασιλιάς των τραγουδιών».[9][10] Μια άλλη το μεταφράζει ως «εγγονός του Σαγιάντ» (από το περσικό neve = εγγονός), ενώ μια τρίτη εκδοχή ως «Κυνηγός του τραγουδιού» (sayyad = κυνηγός).[8] Ο Τσαρλς Ντώσετ (Charles Dowsett) ωστόσο θεωρεί όλες αυτές τις ερμηνείες μάλλον απίθανες και προτείνει τη σημασία «Νέος Καιρός» (από το αραβικό sa'at και το ρωσικό nova).[8]
Η μητέρα του ποιητή ονομαζόταν Σάρα και είχε γεννηθεί στην Τιφλίδα. Ο πατέρας του ονομαζόταν Καραπέτ και είχε γεννηθεί είτε στο Χαλέπι, είτε στα Άδανα. Ο ποιητής γεννήθηκε επίσης στην Τιφλίδα. Από νεαρής ηλικίας ήταν επιδέξιος στη σύνθεση ποιημάτων, το τραγούδι και το παίξιμο του περσικού κεμεντζέ, του τσογκούρ, του λαούτου και του ταμπούρ.[11], αλλά έχασε τη θέση του στη βασιλική αυλή του Ηρακλή Β΄ της Γεωργίας όταν ερωτεύθηκε την αδελφή του, την Άννα. Πέρασε έτσι την υπόλοιπη ζωή του ως περιοδεύοντας βάρδος. Πάντως ήταν έγγαμος και η σύζυγός του, που ονομαζόταν Μαρμάρ, πέθανε το 1768, αφήνοντάς τον με τέσσερα τέκνα.
Νωρίτερα, το 1759, ο Σαγιάτ-Νοβά είχε χειροτονηθεί ιερέας της Αρμενικής Εκκλησίας. Με αυτή του την ιδιότητα υπηρέτησε σε μέρη όπως η Τιφλίδα και το Μοναστήρι του Χαγπάτ. Στο τελευταίο είχε αποσυρθεί, γέροντας πλέον, όταν σκοτώθηκε σε ηλικία 83 ετών από τον εισβάλλοντα στρατό του Σάχη της Περσίας Αγά Μοχάμεντ Χαν Κατζάρ. Ο ίδιος ο Αγά Μοχάμεντ απαίτησε από τον ονομαστό ποιητή να αλλαξοπιστήσει από Χριστιανός σε Μουσουλμάνο, κάτι το οποίο εκείνος αρνήθηκε, λέγοντας ότι ήταν ισοδύναμο του να «τουρκέψει» και διακηρύσσοντας ότι η πίστη του ήταν εκείνη της Αρμενικής Εκκλησίας, και ότι δεν ήταν δυνατόν να την απαρνηθεί. Για τον λόγο αυτόν εκτελέσθηκε πάραυτα με αποκεφαλισμό[12], παίρνοντας έτσι τον τίτλο του μάρτυρα - η Ορθόδοξη Εκκλησία θα τον κατέτασσε στους ιερομάρτυρες και νεομάρτυρες. Η σορός του τάφηκε στον αρμενικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στην Παλαιά Τιφλίδα, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα.
Στην Αρμενία ο Σαγιάτ-Νοβά θεωρείται μεγάλος ποιητής, που συνεισέφερε σημαντικά στην αρμενική ποίηση και μουσική του αιώνα του. Παρά το ότι έζησε όλη τη ζωή του μέσα σε μια βαθιά θρησκευόμενη κοινωνία, το μεγαλύτερο μέρος των έργων του δεν έχουν θρησκευτικό θέμα και είναι γεμάτα ρομαντική εκφραστικότητα.
Περί τα 220 τραγούδια αποδίδονται στον Σαγιάτ-Νοβά, αν και πιθανώς είχε γράψει χιλιάδες. Η γλώσσα συγγραφής είναι η αρμενική, η γεωργιανή και η αζερική.[13] Συνέθεσε ωστόσο και μερικά ποιήματα ανακατεύοντας και τις τρεις γλώσσες στο καθένα.
Οι πρώτες μεταφράσεις των αρμενικών ωδών του Σαγιάτ-Νοβά σε ευρωπαϊκή γλώσσα ήταν στη ρωσική και έγιναν από τον Βαλέρι Μπριούσοφ το 1916. Ακολούθησαν οι γεωργιανές του Ιωσήφ Γκρισασβίλι το 1918, οι πολωνικές του Λέοπολντ Λέβιν το 1961 και οι γαλλικές των Ελιζαμπέτ Μουραντιάν και Σερζ Βεντυρινί το 2006.