Ο σακελλάριος ήταν τίτλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που δινόταν αρχικά σε υπάλληλο που είχε επιφορτιστεί με διοικητικά και οικονομικά καθήκοντα (σακέλλιον=πορτοφόλι, ταμείο). Ο τίτλος χρησιμοποιήθηκε και με διάφορες άλλες λειτουργίες. Σήμερα παραμένει σε χρήση στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ο πρώτος γνωστός σακελλάριος ήταν κάποιος Παύλος, ένας απελεύθερος που διορίστηκε από τον αυτοκράτορα Ζήνωνα (474–491)[1]. Ο σακελάριος θεωρείται ότι προΐστατο του σακελλίου (ή της σακέλλης), όρος που εμφανίζεται σε πρώιμες βυζαντινές πηγές με την προφανή σημασία του «θησαυροφυλακίου», ειδικότερα των μετρητών, σε αντίθεση με το βεστιάριον που προοριζόταν για αγαθά[2]. Παρά την προέλευση του όρου, οι σακελλάριοι της πρώιμης βυζαντινής περιόδου (5ος - 7ος αιώνας) δεν συνδέονται άμεσα με οικονομικά καθήκοντα. Μάλλον φαίνεται να συνδέονται με το αυτοκρατορικό υπνοδωμάτιο (κοιτών), με αυλικούς τίτλους όπως σπαθάριος ή κουβικουλάριος, ενώ ορισμένοι κάτοχοι του αξιώματος είχαν επιφορτιστεί με σαφώς μη οικονομικά καθήκοντα: ο αυτοκράτορας Ηράκλειος (610–641) διόρισε στον σακελλάριο Θεόδωρο Τριθύριο τη διοίκηση του στρατεύματος εναντίον των Αράβων, ενώ άλλος σακελλάριος διενήργησε την ανάκριση του Μαξίμου του Ομολογητή υπό τον Αυτοκράτορα Κώνστα Β΄ (641-668)[1].
Μόλις στις αρχές του 8ου αιώνα οι σακελλάριοι αναφέρονται άμεσα ως ταμίες[1]. Ως το Τακτικόν Ουσπένσκυ (περί το 843), ο σακελλάριος είχε γίνει γενικός ελεγκτής των φορολογικών γραφείων (τα σέκρετα), με συμβολαιογράφους να αναφέρονται σε αυτόν σε κάθε τμήμα[1]. Ο πραγματικός προϊστάμενος του τμήματος του σακελλίου από αυτήν την περίοδο και μετά έγινε ο χαρτουλάριος του σακελλίου[2].
Το αξίωμα υφίσταται αποδεδειγμένα μέχρι τουλάχιστον το 1196, αν και μπορεί να έχει ενταχθεί για κάποιο χρονικό διάστημα σε εκείνη του μέγα λογαριαστή υπό τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1081–1118), στο οποίο το πρόθεμα μέγας προστέθηκε περί τα τέλη του 11ου αιώνα[1].
Μιμούμενο την πρακτική της Αυτοκρατορικής Αυλής, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως είχε το δικό του σακέλλιον[2]. Όπως και ο κοσμικός ομόλογός του, έτσι και ο πατριαρχικός σακελλάριος έχασε την αρμοδιότητά του ως ταμίας στα τέλη του 11ου αιώνα και ανέλαβε την επίβλεψη των δωρεών και της διοίκησης των μοναστηριών της Κωνσταντινούπολης. Ταυτόχρονα, απέκτησε επίσης το πρόθεμα μέγας και αντικατέστησε τον μέγα σκευοφύλακα ως δεύτερος σημαντικότερος αξιωματούχος του Πατριαρχείου[1]. Μέχρι τον 13ο αιώνα, ο θεσμός του μέγα σακελλάριου είχε αναπαραχθεί και στις επαρχιακές έδρες[1].