Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Ο όρος σαλέ (γαλλ. chalet) αναφέρεται σε τύπο σπιτιού ή άλλου κτιρίου, ο οποίος απαντάται κυρίως στις ορεινές περιοχές της κεντρικής Ευρώπης. Τα σαλέ κατασκευάζονται συνήθως από ξύλο και διαθέτουν χαρακτηριστικές επικλινείς στέγες, ώστε να απομακρύνεται εύκολα το χιόνι που συσσωρεύεται λόγω του μεγάλου υψομέτρου. Στα ελληνικά ο όρος χρησιμοποιείται συχνά για να υποδηλώσει οποιονδήποτε τύπο μεγάλης εξοχικής κατοικίας σε ορεινή περιοχή και είναι εν πολλοίς συνώνυμος του αρχοντικού.
Από ιστορικής πλευράς τα πρώτα σαλέ εμφανίζονται στις ελβετικές Άλπεις, στα σύνορα Γαλλίας - Ελβετίας. Ως λέξη το σαλέ προέρχεται από το λατινικό calittum, το οποίο με τη σειρά του ανάγεται στο σανσκριτικό cala, που σημαίνει στέγη ή καταφύγιο. Τα σαλέ αρχικά δεν είναι παρά ξύλινες καλύβες, που χρησιμοποιούν οι βοσκοί της περιοχής ως θερινή κατοικία, καθώς τους χειμερινούς μήνες οι χαμηλές θερμοκρασίες καθιστούν τη μόνιμη παραμονή αδύνατη.
Με την άνοδο της τουριστικής δραστηριότητας κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, πολλά σαλέ ανακατασκευάζονται και χρησιμοποιούνται ως θερινές κατοικίες. Αργότερα, όταν η ορειβασία και το σκι αποκτούν ενθουσιώδες κοινό, τα σαλέ αρχίζουν να χρησιμοποιούνται ως ξενοδοχεία, προσφέροντας άμεση πρόσβαση σε πίστες και χιονισμένες βουνοκορφές.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το σαλέ ως οικοδομικός τύπος είναι πλέον δημοφιλής σε πολλά μέρη του κόσμου με παρόμοια κλιματικά χαρακτηριστικά, όπως τη βόρεια Αμερική και την ανατολική Ευρώπη, όπως επίσης και -παραδόξως- στον Λίβανο, το Μαρόκο κλπ.