Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Συνολικός πληθυσμός | |
---|---|
83.000 - 96.500 τουλάχιστον | |
Περιοχές με σημαντικούς πληθυσμούς | |
Ελλάδα | 80.000 (δεκαετία '50)[1] |
Βουλγαρία | 2.556 - 15.000[2][3] |
Βόρεια Μακεδονία | 500 - 1.500 |
Αλβανία | ? |
Κοσσυφοπέδιο | ? |
Σερβία | ? |
Ρουμανία | ? |
ΗΠΑ | ? |
Αυστραλία | ? |
Γλώσσες | |
Ελληνικά (Σαρακατσάνικη διάλεκτος), Βουλγαρικά |
Οι Σαρακατσάνοι ή Σαρακατσαναίοι είναι πληθυσμιακή ομάδα Ελλήνων που κατοικεί σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα, καθώς και σε άλλες βαλκανικές χώρες (κυρίως σε περιοχές της ορεινής Βουλγαρίας και της Βόρειας Μακεδονίας). Οι Σαρακατσάνοι παλαιότερα ζούσαν ως νομάδες κτηνοτρόφοι, το καλοκαίρι στα βουνά και το χειμώνα στα χειμαδιά. Κοιτίδα των Σαρακατσαναίων ήταν η οροσειρά της κεντρικής και νότιας Πίνδου και η Ρούμελη με επίκεντρο τα Άγραφα. Ο διασκορπισμός τους από την αρχική κοιτίδα τους προς την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα έγινε επί Τουρκοκρατίας και κυρίως τον 18ο αιώνα, στα χρόνια του Αλή Πασά. Σήμερα οι περισσότεροι Σαρακατσάνοι έχουν σταματήσει τον κτηνοτροφικό βίο κι έχουν εγκατασταθεί μόνιμα σε χωριά, κωμοπόλεις, και πόλεις.
Κοιτίδα των Σαρακατσάνων θεωρείται ως επί το πλείστον ο ορεινός όγκος της Πίνδου, όπου κατοίκησαν μετά το 1400 και την κατάληψη του ελλαδικού χώρου από τους Οθωμανούς Τούρκους. Οι παλιότεροι αναφέρουν ως πατρίδα τους την περιοχή των Αγράφων ή της Άρτας όπου οι Σαρακατσάνοι κατοίκησαν περίπου μέχρι το 1812. Από αυτή την αφετηρία μετακινούνταν στην ηπειρωτική Ελλάδα και σε άλλες βαλκανικές χώρες μαζί με τα ποίμνιά τους. Εικάζεται ότι ο διασκορπισμός των Σαρακατσάνων έγινε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και ιδίως την εποχή του Αλή Πασά μεταξύ 1788 και 1821, όταν αυτός είχε τις μεγάλες συγκρούσεις με τους Σουλιώτες και τον Αντώνη Κατσαντώνη, φημισμένο Σαρακατσάνο οπλαρχηγό, αλλά και κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Τότε οι Σαρακατσάνοι μετακινήθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις, στη Μακεδονία, τη Θράκη, τη Στερεά Ελλάδα, τη Θεσσαλία, αλλά και στις σημερινές περιοχές της Βουλγαρίας, των Σκοπίων και γενικότερα της πρώην Γιουγκοσλαβίας, καθώς ο ενιαίος γεωγραφικός και διοικητικός χώρος του τότε Οθωμανικού κράτους επέτρεπε άνετα αυτές τις μετακινήσεις. Παρόλα αυτά, υπάρχει η άποψη ότι οι Σαρακατσάνοι, ανέκαθεν ήταν νομάδες, καταγόμενοι από προϊστορικούς πληθυσμούς της Πίνδου που είχαν ανάλογο τρόπο ζωής (ήταν ποιμένες κι είχαν τις χαρακτηριστικές καλύβες - κονάκια).
Οι περισσότεροι ερευνητές, ιστορικοί, γλωσσολόγοι και λαογράφοι συμφωνούν πως οι Σαρακατσάνοι είναι ελληνικό φύλο, καταγόμενο πιθανώς από παλαιούς ποιμενικούς πληθυσμούς. Μια δημοφιλής θεωρία που βασίζεται στη γλωσσολογία και τον υλικό πολιτισμό τους, υποστηρίζει ότι οι Σαρακατσάνοι κατάγονται από δωρικά φύλα,[4] τα οποία έμειναν απομονωμένα για αιώνες στους ορεινούς όγκους της ηπειρωτικής Ελλάδας,[5] κυρίως στην ραχοκοκαλιά της Πίνδου και των απολήξεών της που αποτελεί την κοιτίδα τόσο των Δωριέων όσο και των Σαρακατσάνων. Ο Βρετανός συγγραφέας Πάτρικ Λη Φέρμορ υποστηρίζει τη δωρική καταγωγή των Σαρακατσάνων υπογραμμίζοντας πως τα γεωμετρικά σχέδια στην κεραμική των Δωριέων διασώζονται μέχρι σήμερα στα σχέδια που κοσμούν τις παραδοσιακές σαρακατσάνικες ενδυμασίες.[6][7]
Ο πρώτος επιστήμονας που μελέτησε εκτενώς τους Σαρακατσάνους είναι ο Δανός γλωσσολόγος Κάρστεν Χεγκ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, ο οποίος ταξίδεψε στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1920 και μελέτησε τη διάλεκτο και τις παραδόσεις τους. Ο Χεγκ υποστηρίζει ότι οι Σαρακατσάνοι είναι αρχαιοελληνικό φύλο και προσπάθησε να βρει παραδείγματα νομαδισμού στην αρχαία Ελλάδα.[8] Ο Άγγλος ιστορικός και ανθρωπολόγος Τζον Κάμπελ έζησε και μελέτησε τους Σαρακατσάνους της Ηπείρου το 1955, ακολουθώντας το νομαδικό τους βίο και κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά το τσελιγκάτο και τη δομή της οικογένειας. Υποστηρίζει πως οι Σαρακατσάνοι πρέπει να ζούσαν πάντα στις ίδιες συνθήκες και στις ίδιες περιοχές, όπως και επί των ημερών του, και υπογραμμίζει τις διαφορές τους από τους Βλάχους.
Ο Στέφανος Γρανίτσας χαρακτηρίζει τους Σαρακατσάνους ως τους «καταλαγότερους Έλληνες»,[9] ο καθηγητής Δημήτρης Γεωργακάς απέδειξε ότι η σαρακατσάνικη διάλεκτος είναι απαλλαγμένη από ξενισμούς και τους θεωρεί επίσης αρχαίο νομαδικό φύλο, ενώ η εθνογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη, η οποία επίσης έζησε με τους Σαρακατσάνους, υποστηρίζει την καταγωγή τους από νομαδικά φύλα της αρχαίας Ελλάδας, τονίζοντας την ομοιότητα της σαρακατσάνικης τέχνης με την τέχνη της Γεωμετρικής εποχής. Χαρακτηριστικά αναφέρει για τους Σαρακατσάνους:[10]
«Νομάδες από πανάρχαια μήτρα κτηνοτρόφων, τσελιγκάδες, τσοπάνοι, προβαταραίοι, χωρίς δική τους γη και μόνιμη κατοικία. Περπατάρηδες και κόσμος από λόγγα, αυτοί είναι οι Σαρακατσάνοι. Ζούνε στους κάμπους τον χειμώνα κι ανεβαίνουν στα βουνά το καλοκαίρι. Η ζωή τους είναι ένα ταξίδι, μια αδιάκοπη μετακίνηση».
Κάποιοι ερευνητές όπως ο βλαχικής καταγωγής Ρουμάνος γλωσσολόγος Θεοντόρ Καπιντάν (Theodor Capidan) καθώς και ο Γιώργος Έξαρχος θεωρούν τους Σαρακατσάνους «εξελληνισμένους Βλάχους». Αντιθέτως, ο Γερμανός περιηγητής Γουστάβος Βέιγκαντ (Gustav Weigand) γράφει:[11] «Ορισμένοι Αρωμούνοι πιστεύουν ακόμα ότι οι Σαρακατσάνοι (ή Καρακατσάνοι), ελληνόφωνοι βοσκοί της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας που ζουν στην εξοχή και που φοράν μια στολή που μοιάζει μ' αυτήν των Φαρσεριωτών (Βλάχοι της Ηπείρου), είναι αρωμουνικής καταγωγής. Εγώ με βάση τα χαρακτηριστικά τους και τον τρόπο ζωής τους, τους θεωρώ γνήσιους Έλληνες».
Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε στον Τομέα Γενετικής, Ανάπτυξης και Μοριακής Βιολογίας του Τμήματος Βιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στον Τομέα Γενετικής του Ανθρώπου του Πανεπιστημίου Newcastle Upon Tyne, οι Σαρακατσάνοι παρουσιάζουν γενετική ομοιότητα με τον υπόλοιπο ελληνικό πληθυσμό.[12] Ο ανθρωπολόγος Άρης Πουλιανός στην σχετική έρευνά του συμπεραίνει πως οι Σαρακατσάνοι αποτελούν τον αρχαιότερο λαό της Ευρώπης και πως η γλώσσα τους, αμιγώς ελληνική, πρωτοεμφανίζεται στα βουνά της Πίνδου και συνδέεται με την πρωτοελληνική γλώσσα, ενώ υποστηρίζει πως αποτελούν την απόδειξη της αυτοχθονίας των ελληνικών φύλων και της αβασιμότητας της «ινδοευρωπαϊκής θεωρίας».[13]
Το λήμμα πιθανόν να περιλαμβάνει πληροφορίες που αποτελούν πρωτότυπη έρευνα, που δεν έχουν προηγουμένως δημοσιευτεί ή δεν έχουν ελεγχθεί από ειδικούς. |
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 26/01/2021) |
Οι Σαρακατσάνοι, είχαν και έχουν εντυπωσιακή ομοιογένεια, στη γλώσσα, στα ήθη, τα έθιμα και τον τρόπο ζωής. Διακρινόταν σε τέσσερις κύριες ομάδες πληθυσμού ανάλογα με τη γεωγραφική τους θέση. Οι ομάδες αυτές περιελάμβαναν τους Ηπειρώτες, τους Κασσανδρινούς, τους Μωραΐτες και τους Πολίτες (κατά αλφαβητική σειρά), ενώ το κριτήριο της κατάταξης συνήθως, ήταν ο ευρύτερος τόπος διαμονής (χειμερινή κατοικία, χειμαδιά) και οι συγγενικοί δεσμοί της ομάδας.
Οι Ηπειρώτες είναι η ομάδα πληθυσμού με τον πιο περιορισμένο χώρο μετακινήσεων (λόγω μορφολογίας εδάφους), και περιλαμβάνει γενικά τους Σαρακατσάνους της Ηπείρου. Οι Ηπειρώτες ξεχειμώνιαζαν συνήθως, στη νότιο Ήπειρο και στα παράλια της Θεσπρωτίας και της Πρεβέζης. Το καλοκαίρι κατευθύνονταν προς τη δυτική πλευρά της Πίνδου (κυρίως την περιοχή Ζαγορίου) έως τα όρη της Βορείου Ηπείρου (στη σημερινή Αλβανία).
Οι Κασσανδρινοί (ή Χασσανδρινοί) είναι η ομάδα πληθυσμού που περιλάμβανει γενικά τους Σαρακατσάνους της Μακεδονίας. Οι Κασσανδρινοί ξεχειμώνιαζαν συνήθως στη χερσόνησο της Κασσάνδρας, στη Χαλκιδική, καθώς και στις νότιες πεδιάδες του Αξιού και του Στρυμόνα. Το καλοκαίρι κατευθύνονταν προς τους ορεινούς όγκους του Βερμίου, του Βόρα (Καϊμακτσαλάν) της Τζένας, του Περιστερίου (Βαρνούντος), της Βαβούνας (τώρα ανήκει στο κράτος των Σκοπίων) έως τα όρη Κερκίνη, Φαλακρό, Παγγαίο και τη Δυτική Ροδόπη (Χαϊντού, Φρακτό κ.α.).[14] Παρ' όλα αυτά στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας επικράτησε η Πολίτικη ενδυμασία κι όχι η Κασσανδρινή. Μια άλλη υποκατηγορία των Κασσανδρηνών είναι οι Σερμπιάνοι που τα καλοκαίρια έφταναν με τα κοπάδια τους έως τα όρη της νότιας Σερβίας.
Οι Μωραΐτες είναι η ομάδα πληθυσμού που περιλαμβάνει γενικά τους Σαρακατσάνους της Κεντρικής και Νοτίου Ελλάδος. Οι Μωραΐτες ξεχειμώνιαζαν, συνήθως, σε μια περιοχή που εκτείνεται από τη Θεσσαλία και τη Νότιο Πιερία έως τη Στερεά Ελλάδα (Αιτωλία, Ακαρνανία, Βοιωτία, Φθιώτιδα, Φωκίδα και Αττική), την Εύβοια και την Πελοπόννησο (κυρίως στην Αργολίδα και στην Κορινθία). Το καλοκαίρι μέναν στους ορεινούς όγκους της Ρούμελης, Νοτίου Πίνδου και Αγράφων έως τα όρη Χάσια (μεταξύ Θεσσαλίας και Μακεδονίας) και το Βέρμιο, καθώς επίσης και τους ορεινούς όγκους της Βορείου Πελοποννήσου (στο Χελμό, στο Παναχαϊκό όρος και στη Ζήρεια).
Οι Πολίτες, είναι η ομάδα πληθυσμού που περιλαμβάνει συνολικά τους Σαρακατσάνους της Θράκης. Οι Πολίτες ξεχειμώνιαζαν, συνήθως, στα πεδινά παράλια της Ανατολικής Θράκης πλησίον της Κωνσταντινούπολης καθώς και στα πεδινά παράλια της Δυτικής Θράκης. Το καλοκαίρι κατευθύνονταν προς τους ορεινούς όγκους της Ανατολικής Ροδόπης (Κούλα, Παπίκιο κ.α.), έως τα όρη της Στράντζας (Βουλγαρία-Τουρκία) και την οροσειρά του Αίμου (Βουλγαρία).[15]
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 26/08/2019) |
Οι Σαρακατσάνοι, νομάδες εκ φύσεως, μετακινούνταν συνεχώς μεταξύ βουνών και πεδιάδων. Οι εποχικές αυτές μετακινήσεις τους είχαν σχέση με την τεχνική της κτηνοτροφίας και τις ανάγκες των κοπαδιών, από τα οποία είχαν άμεση εξάρτηση. Σύμφωνα με την σαρακατσάνικη παράδοση, την άνοιξη και συγκεκριμένα του Αγίου Γεωργίου, μετακινούνταν σχηματίζοντας καραβάνια στα βουνά αναζητώντας βοσκές όπου χάρη στην υγρασία διατηρούνταν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, καθώς τα πεδινά βοσκοτόπια ξεραίνονταν και η θερμοκρασία έφτανε σε επίπεδα μη ανεκτά από τα κοπάδια τους. Το φθινόπωρο, στη γιορτή του Αγίου Δημητρίου, έπαιρναν το δρόμο για τις πεδιάδες, τα λεγόμενα χειμαδιά, που ήταν κλιματικά πιο ήπιες σε σχέση με τον σκληρό χειμώνα των βουνών, ώστε να ξεχειμωνιάσουν τα ζώα τους.
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 21/08/2020) |
Η βάση της οργάνωσης της κοινωνικής ζωής των Σαρακατσάνων ήταν τα τσελιγκάτα, που ήταν μικρές κοινωνίες αποτελούμενες από 20-50 οικογένειες. Η κοινωνική οργάνωση των Σαρακατσάνων ήταν βασισμένη στη δομή της πατριαρχικής οικογένειας, όπου ο πατέρας ήταν η κεφαλή και όλα τα μέλη της αντλούσαν την καταγωγή τους αποκλειστικά απο αυτόν. Το τσελιγκάτο ήταν στην ουσία μια φατρία, την οποία αποτελούσαν διάφορες σαρακατσάνικες φάρες οι οποίες ενώνονταν με συγγενικούς δεσμούς μεταξύ τους. Η συγγένεια ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της οργάνωσης της φυλής, υπαγορεύοντας την αλληλεγγύη μεταξύ των συγγενών. Οι γάμοι γίνονταν με συνοικέσιο με σκοπό την διεύρυνση του κύκλου συγγενών-συνεργατών μέσω της σύναψης συγγένειας εξ αγχιστείας.
Το τσελιγκάτο μπορούσε επίσης να χαρακτηριστεί και σαν ένας οικονομικός συνεταιρισμός ο οποίος εξασφάλιζε και προωθούσε τη συνεργασία των μελών του. Συχνά η κοινωνική ευημερία και ισορροπία λειτουργούσε εις βάρος της ατομικής, καθώς οι παραδόσεις και οι αρχές έπρεπε να τηρούνται αυστηρά. Χαρακτηριστικό του τσελιγκάτου ήταν η οικονομική και κοινωνική του αυτάρκεια, ενώ η τυροκομία και η κτηνοτροφία αποτελούσαν βασική πηγή εσόδων κάθε οικογένειας αλλά και ολόκληρου του τσελιγκάτου.
Αρχηγός ήταν ο τσέλιγκας, ο οποίος εκλεγόταν από τους αρχηγούς κάθε φάρας του τσελιγκάτου, οι οποίοι μπορούσαν να τον καθαιρέσουν σε περίπτωση που αυτός παρατυπούσε. Ο τσέλιγκας κατείχε τον κυρίαρχο ρόλο και επιτηρούσε την ομαλή κοινωνικο-οικονομική λειτουργία της κοινότητας, αφού ήταν υπεύθυνος για την οικονομική διαχείριση των κοπαδιών των οικογενειών, την κοινωνική κατανομή της εργασίας και την διανομή των κερδών, ενώ εξασφάλιζε σε όλους τις αναγκαίες διοικητικές και οικονομικές επαφές με την περιβάλλουσα κοινωνία. Όλα τα μέλη του τσελιγκάτου όφειλαν να υπακούνε σε αυτόν, τον οποίο σέβονταν εξαιτίας της προσωπικότητάς του.
Η ομαλή λειτουργία του συστήματος εξασφαλιζόταν μέσω του εθιμικού δικαίου το οποίο εφαρμοζόταν από «διαιτητές», καθώς η προσφυγή στα δικαστήρια της περιβάλλουσας κοινωνίας αποδοκιμαζόταν έντονα. Ένα πλήθος κανόνων ηθικής, στηριγμένων στην σαρακατσάνικη παράδοση, καθόριζαν τη συμπεριφορά του κάθε ατόμου με βάση το φύλο, την ηλικία και το ρόλο του στην οικογένεια. Όταν υπήρχε αδυναμία στην εύρεση λύσης για κάποια διαφορά, συνήθως οικονομική, επιτροπή από γειτονικό τσελιγκάτο αναλάμβανε να δώσει τη λύση. Ανώτατη δικαστική αρχή στη Σαρακατσάνικη κοινωνία ήταν το συναφικό (ή σναφικό) δικαστήριο. Το σναφικό δικαστήριο συγκαλούνταν όποτε υπήρχε κάποια σοβαρή υπόθεση να εξεταστεί, από τον αρχιτσέλιγκα. Όταν η υπόθεση ήταν ιδιαιτέρως σοβαρή, υπήρχε δυνατότητα σύγκλισης σναφικού δικαστηρίου με συμμετοχή περισσότερων τσελιγκάτων. Τη δικαστική εξουσία ασκούσε συμβούλιο γερόντων, οι οποίοι αφού άκουγαν τον κατηγορούμενο και τον αδικημένο, έβγαζαν την απόφαση. Οι ποινές μπορεί να ήταν ιδιαίτερα αυστηρές, ανάλογα με το είδος της αδικίας. Ο θεσμός των σναφικών δικαστηρίων παρέμεινε σε ισχύ, έως το 1950 στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.[16]
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 21/08/2020) |
Η εκπαίδευση των Σαρακατσάνων περιελάμβανε τη μετάδοση γνώσεων από τους μεγαλύτερους στους μικρότερους μέσα από την καθημερινή επαφή στη δουλειά και στο σπίτι, καθώς και από συζητήσεις και διηγήσεις, αλλά και την βασική μόρφωση, δηλαδή την εκμάθηση ανάγνωσης και αριθμητικής για τα αγόρια, ώστε να μπορούν να ελέγχουν τα λογιστικά του τσελιγκάτου. Η βασική μόρφωση δινόταν από τους μεγαλύτερους κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, με μία μέθοδο η οποία λεγόταν «αλληλοδιδακτική» και ήταν επίσημα αναγνωρισμένη από το κράτος μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Από την περίοδο που λειτούργησαν τα τσελιγκάτα μέχρι το 1945, τη βασική μόρφωση αναλάμβανε κάποιος δάσκαλος ή απόφοιτος γυμνασίου, μόνο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, για την εύρεση του οποίου φρόντιζε ο τσέλιγκας. Ο δάσκαλος διέμενε σε ένα καλύβι δίπλα από αυτό όπου γίνονταν τα μαθήματα και πληρωνόταν κατ' αποκοπή, ενώ την σίτισή του αναλάμβαναν οι οικογένειες που είχαν παιδιά στο σχολείο. Τα παιδιά χρησιμοποιούσαν σουγιά με τον οποίο χάραζαν σε κορμούς δέντρων ή σανίδια, τα γράμματα και τους αριθμούς.
Οι Σαρακατσάνοι ως προς το θρήσκευμα είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό όμως είναι η συνύπαρξη της βαθιάς χριστιανικής πίστης με τη μαγεία, καθώς οι Σαρακατσάνοι διέθεταν μεγάλο αριθμό μαγικοθρησκευτικών δοξασιών με αρχαιοελληνικές ρίζες, με σκοπό την εξασφάλιση υγείας, ευγονίας και ευημερίας. Τέτοιες παραδόσεις και δοξασίες είναι τα χοροστάσια όπου στήνουν χορό οι νεράιδες, η πίστη στην ύπαρξη δαιμόνων, οι μοίρες που καθορίζουν το πεπρωμένο του νεογέννητου, τα φυλακτά και το «κακό μάτι».
Οι Σαρακατσάνοι φημίζονται για τον ανυπότακτο χαρακτήρα τους. Ήταν ψύχραιμοι και αγέρωχοι πολεμιστές, χαρακτηριστικά που απέκτησαν τόσο από τον σκληρό νομαδικό βίο όσο και από την διαβίωσή τους υπό αντίξοες συνθήκες στα βουνά. Έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 βγάζοντας σπουδαίους αγωνιστές, κλέφτες και αρματωλούς, με πιο φημισμένους τον αρχικαπετάνιο Κατσαντώνη και τον στρατάρχη Καραϊσκάκη· κι άλλους, όπως τον Δίπλα, τον Λεπενιώτη και τον Ζαχείλα. Προσέφεραν επίσης τόσο κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, όπου είχαν καταστήσει τα τσελιγκάτα τους κρησφύγετα και ορμητήρια των Μακεδονομάχων, όσο και κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 στη Βόρεια Ήπειρο. Στην έκδοση του Γενικού Επιτελείου Στρατού του 1979, Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, γίνεται αναφορά στους Σαρακατσάνους αγωνιστές:
«Οι Σαρακατσαναίοι ήσαν ακέραιοι και γνήσιοι Έλληνες και Ελληνόφωνοι και έζων διεσπαρμένοι εφ ολοκλήρου της Χερσονήσου του Αίμου. Ήσαν ευφυείς, πιστοί και ειλικρινείς, ευκίνητοι και γενναίοι. Έζων κατά πατριαρχικάς οικογενείας και συνδέοντο μεταξύ τους διά συγγενειών και επιγαμιών. Εις την Κεντρικήν Μακεδονίαν περίφημες ήσαν οι οικογένειες των Σαρακατσαναίων αι οποίαι υψίστας υπηρεσίας προσέφερον εις τον Ελληνικόν αγώνα. Τα γνήσια ελληνικά χαρακτηριστικά των διατηρούν οι Σαρακατσαναίοι εις το ακέραιον και επί των ημερών μας.»
Στους ερευνητές των Σαρακατσάνων συμπεριλαμβάνονται ακόμα ο Άγγλος ταξιδιωτικός συγγραφέας Πάτρικ Λη Φέρμορ, όπου στο έργο του Roumeli-Travels in Northern Greece (Ρούμελη-Οδοιπορικό στη Βόρεια Ελλάδα) αφιερώνει το πρώτο κεφάλαιο στο νομαδικό αυτό λαό,[17] αλλά και ο καθηγητής Γ. Καββαδίας, ο οποίος στη διατριβή του Ποιμένες-νομάδες της Μεσογείου, οι Σαρακατσάνοι της Ελλάδος εξετάζει τη ζωή, τη θρησκεία, τα ήθη και έθιμά τους:[18]
«Αν δει κανείς τους Σαρακατσάνους να περιφέρονται σε μια επαρχιακή πόλη, ξαφνιάζεται από την κορμοστασιά, την υπερηφάνεια και την ευγένειά τους. Ο Σαρακατσάνος δεν φοβάται ν' ατενίσει τον ήλιο κατάματα. Ανάμεσα σ΄ αυτόν και τον κόσμο δεν υπάρχει αδιάβατο χάσμα. Γιατί οι Σαρακατσάνοι και γενικότερα οι ορεινοί υπεράσπισαν πάντα ηρωικά την ελευθερία και διαφύλαξαν τις τεράστιες πηγές της ανανέωσης και της δημιουργίας που χαρακτηρίζουν τους Ελληνες.»
Οι Σαρακατσάνοι ονόμαζαν τον γάμο χαρά, καθώς αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στη ζωή τους. Ειδικότερα στο παρελθόν, υπήρχε η συνήθεια οι Σαρακατσάνοι να παντρεύονται κυρίως μεταξύ τους, με την ενδογαμία να αποτελεί μια προσπάθεια διατήρησης της κλειστής κοινωνίας και του τρόπου ζωής της.[19] Οι περισσότεροι γάμοι τότε γίνονταν με συνοικέσιο (προξενιό) και τον γαμπρό ή τη νύφη διάλεγε συνήθως ο πατέρας και σπανιότερα η μητέρα ή κάποιος άλλος συγγενής, χωρίς να έχει βάρος η γνώμη του γαμπρού ή της νύφης. Πριν το γάμο ζύμωναν στο σπίτι του γαμπρού μια κουλούρα (τα λεγόμενα προζύμια), δουλεία την οποία έκανε μια κοπέλα ανύπαντρη (η λεγόμενη προζυμού), υγιής και με ζωντανούς γονείς. Με αυτόν τον τρόπο πίστευαν πως η ένωση θα ήταν ευλογημένη και καλότυχη.[20] Σημαντικό κομμάτι του σαρακατσάνικου γάμου ήταν και ο φλάμπουρας, ο οποίος θεωρείται εξέλιξη του βυζαντινού λαβάρου.
Οι Σαρακατσάνοι συνήθιζαν να κάνουν κατά μέσο όρο πάνω από πέντε παιδιά. Η βάπτιση γινόταν όταν το παιδί έκλεινε τις 40 ημέρες και πάντοτε δινόταν χριστιανικό ονόμα ή ονόματα απο τις βασιλικές οικογένειες. Τα πρωτότοκα παιδιά έπαιρναν τα ονόματα της γιαγιάς και του παππού από τη μεριά του πατέρα, ενώ από το τρίτο παιδί και έπειτα αποφάσιζε ο νονός του μωρού.[20]
Στα νοτιοδυτικά του οικισμού Γλυκονέρι Ροδόπης, στη διασταύρωση για το Φανάρι, υπάρχει "Μουσειακός Παραδοσιακός Σαρακατσάνικος Οικισμός" με τις σαρακατσάνικες καλύβες (κονάκια) του.[21] Αυτά τα κτίσματα έχουν φτιαχτεί από άχυρο και χλωρά ξύλα, τα υλικά που χρησιμοποιούνταν από τους Σαρακατσάνους στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική τους, ενώ υπάρχει και ένα εκκλησάκι αφιερωμένο στον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.[22]
Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, οι Σαρακατσάνοι ήταν διασκορπισμένοι σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα, με αυτούς των βόρειων περιοχών να μετακινούνται συχνά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες προς τις γειτονικές χώρες, την Αλβανία, τη Βουλγαρία, τη νότια Γιουγκοσλαβία και την Ανατολική Θράκη. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και το κλείσιμο των συνόρων στα Βαλκάνια, πολλές σαρακατσάνικες οικογένειες εγκλωβίστηκαν στις χώρες αυτές. Σήμερα σημαντικός πληθυσμός Σαρακατσάνων υπάρχει στη Βουλγαρία, ενώ δεν υπάρχουν στοιχεία για τον αριθμό τους στην Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία.
Στη Βουλγαρία, σύμφωνα με την απογραφή του 2011 ο πληθυσμός των Σαρακατσάνων ανέρχεται στα 2.556 άτομα, ωστόσο ο συνολικός αριθμός τους εκτιμάται ότι φτάνει τις 25.000.[23] Οι Σαρακατσάνοι της Βουλγαρίας έχουν συγγενείς στην Ελλάδα και ελληνική εθνική συνείδηση, ενώ οι περισσότεροι από αυτούς ζουν στις περιοχές των οροσειρών του Αίμου και της Ρίλα. Το κομμουνιστικό καθεστώς της Βουλγαρίας εκβίασε την αφομοίωση των Σαρακατσάνων δημεύοντας τα κοπάδια τους και προχωρώντας στην αναγκαστική μετακίνησή τους στα αστικά κέντρα, ενώ εκβουλγάρισε τα επίθετά τους. Σήμερα, η βουλγαρική κυβέρνηση διαχωρίζει τους Σαρακατσάνους από τους Έλληνες της Βουλγαρίας, αγνοώντας την ελληνική τους διάλεκτο και την εθνική τους συνείδηση και προωθώντας θεωρίες περί βλάχικης, σλαβικής ή ακόμα και θρακικής καταγωγής τους.[24]
Στην κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία έγιναν επίσης προσπάθειες για αφομοίωση των Σαρακατσάνων χωρίς μεγάλη επιτυχία, οπότε και επιδιώχθηκε ο έμμεσος διωγμός τους. Περίπου 300 οικογένειες γύρισαν στην Ελλάδα από το 1953 μέχρι το 1968. Σήμερα οι εναπομείναντες Σαρακατσάνοι στη Βόρεια Μακεδονία διατηρούν με δυσκολία την ελληνική τους ταυτότητα, ενώ δεν υπάρχουν επίσημες αναφορές στον αριθμό τους, πιθανόν για να αποφευχθούν διεκδικήσεις της Ελλάδας περί ελληνικής μειονότητας στη γειτονική χώρα.[1] Παρόλα αυτά, υπάρχουν αναφορές για ύπαρξη Σαρακατσάνων στις ορεινές περιοχές κοντά στη Μπίτολα και νότια των Σκοπίων, ενώ η παρουσία τους εκτείνεται και βορειότερα μέχρι και το Κόσοβο.[1]
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 26/08/2019) |
<ref>
• όνομα " UMBC " ορίζεται πολλές φορές με διαφορετικό περιεχόμενο
There are some 28,500 persons of Greek origin and citizenship residing in Bulgaria. This number includes approximately 15,000 Sarakatsani, 2,500 former political refugees, 8,000 "old Greeks", 2,000 university students and 1,000 professionals and their families.