Ο όρος σαραμπάντα (ισπανικά: zarabanda· ιταλ.: sarabanda· γαλλ.: sarabande) αναφέρεται σε χορό του 16ου αιώνα, και στη μουσική που αποτελεί συχνά (αλλά όχι απαραίτητα) μέρος της σουίτας.
Ο ρυθμός της είναι τρίσημος (σε τέταρτα ή μισά), με χαρακτηριστικό της στοιχείο τον τονισμό της δεύτερης κίνησης (άρση)· συχνά οι δύο τελευταίες κινήσεις του κάθε μέτρου είναι δεμένες, ενώ πιστεύεται ότι ο ρυθμός αντιστοιχεί στα βήματα του χορού.
Η πρώτη αναγωγή στη σαραμπάντα γίνεται το 1539, στην Κεντρική Αμερική, σε ένα ποίημα του Φερνάντο Γκουσμάν Μεχία (Fernando Guzmán Mexía), όπου αναφέρεται ο χορός σαραμπάντα (zarabanda).[1] Αρχικά την υιοθέτησαν οι ισπανικές αποικίες και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Ισπανία, όπου το 1583 απαγορεύτηκε καθώς θεωρήθηκε άσεμνη.
Η κακή φήμη της σαραμπάντα και η απαγόρευσή της αναφέρεται σε αρκετά κείμενα της εποχής, όπως σε πραγματεία του Ιησουΐτη ιερέα Χουάν ντε Μαριάνα (Tratato contra los juegos públicos, 1609), σε ιντερμέδιο του Θερβάντες (Entremés de La cueva de Salamanca, 1615)[2] και σε δραματικό έργο του Λόπε δε Βέγα.[3][4]
Στην εποχή του Μπαρόκ, η σαραμπάντα γίνεται εξαιρετικά δημοφιλής και προσλαμβάνει τη θέση της στη σουίτα.
Μία από τις παλαιότερες μελωδίες είναι γνωστή ως La Folia, που σημαίνει «τρέλα») και το θέμα της χρησιμοποιήθηκε σαν βάση για τη δημιουργία σειράς παραλλαγών από πολλούς συνθέτες, όπως τον Ζαν Μπατίστ Λυλί (1672), Αλόνσο Μουδάρα (Alonso Mudarra, 1536), τον Μαρέν Μαραί (1706) και τον Αρκάντζελο Κορέλλι.[5] Η σαραμπάντα από την Σουίτα σε Ρε ελάσσονα (HWV 437) για τσέμπαλο του Χαίντελ αποτελεί παραλλαγή του ως άνω κομματιού, ενώ περίφημες θεωρούνται και οι σαραμπάντες από τις Σουίτες για βιολοντσέλο του Μπαχ.
Με την αναβίωση της προκλασικής μουσικής περί τα τέλη του 19ου αιώνα, η σαραμπάντα επανεμφανίζεται σε έργα του Κλωντ Ντεμπυσί, του Ερίκ Σατί, αλλά και του Μπέντζαμιν Μπρίτεν (Απλή Συμφωνία).
[...] se inventaron todos estos bailes de las zarabandas, zambapalo y Dello me pesa, con el famoso del nuevo Escarramán?