Σαρλ Αμεντέ Φιλίπ βαν Λου | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Charles Amédée Philippe van Loo (Γαλλικά) |
Γέννηση | 25 Αυγούστου 1719 ή 29 Αυγούστου 1719[1] Ρίβολι[1] |
Θάνατος | 15 Νοεμβρίου 1795[2][1] Παρίσι[3][1] |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία[4] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γαλλικά[5] |
Σπουδές | Βασιλική Ακαδημία ζωγραφικής και γλυπτικής του Παρισιού[1] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ζωγράφος[6][1] εικαστικός καλλιτέχνης[7] πορτρετίστας[7] |
Εργοδότης | Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού |
Περίοδος ακμής | 1738[8] - 1795[8] |
Οικογένεια | |
Γονείς | Ζαν-Μπατίστ βαν Λου[1] |
Αδέλφια | Λουί-Μισέλ βαν Λου[9] Φρανσουά βαν Λου |
Οικογένεια | Οικογένεια βαν Λου |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | αυλικός ζωγράφος (1748–1758) |
Βραβεύσεις | βραβείο της Ρώμης βραβείο της Ρώμης (1738)[1] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Σαρλ Αμεντέ Φιλίπ βαν Λου (γαλλικά: Charles Amédée Philippe van Loo), γεννήθηκε στις 25 Αυγούστου 1719 στο Ρίβολι (Ιταλία) και πέθανε στις 15 Νοεμβρίου 1795 στο Παρίσι, ήταν Γάλλος ζωγράφος αλληγορικών σκηνών και πορτρέτων.[10]
Ο Σαρλ Αμεντέ Φιλίπ βαν Λου κατάγονταν από τη γνωστή οικογένεια ζωγράφων βαν Λου. Σπούδασε ζωγραφική με τον πατέρα του Ζαν-Μπατίστ βαν Λου στο Τορίνο και τη Ρώμη. Δύο από τα αδέλφια του, ο Φρανσουά βαν Λου (1708-1732) και ο Λουί-Μισέλ βαν Λου (1707-1771) ήταν επίσης ζωγράφοι. Ήταν επίσης ανιψιός του ζωγράφου Σαρλ Αντρέ βαν Λου, ο οποίος ήταν μικρότερος αδελφός του πατέρα του.[11]
Το 1738, ο Σαρλ-Αμεντέ-Φιλίπ βαν Λου κέρδισε το Βραβείο της Ρώμης. Στη συνέχεια, μετά από μια σύντομη παραμονή στην Αιξ-αν-Προβάνς, το 1745 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το 1747, έγινε δεκτός στη Βασιλική Ακαδημία Ζωγραφικής και Γλυπτικής. Την ίδια χρονιά, παντρεύτηκε την ξαδέλφη του, Μαρί-Μαργκερίτ Λεμπράν, κόρη του ζωγράφου Μισέλ Λεμπράν.
Το 1748 έγινε ζωγράφος στην αυλή του Φρειδερίκου του Μεγάλου στο Βερολίνο όπου έμεινε μέχρι το 1758, όταν ο Πρώσος βασιλιάς του επέτρεψε να επιστρέψει στην πατρίδα του το Παρίσι κατά τη διάρκεια του Επταετούς Πολέμου (στον οποίο η Γαλλία και η Πρωσία ήταν αντίπαλοι). Μετά το τέλος του πολέμου το 1763 επέστρεψε στο Βερολίνο και εργάστηκε ξανά για τον Φρειδερίκο τον Μέγα. Ζωγράφισε πορτρέτα για τη βασιλική οικογένεια και τους αυλικούς καθώς και πίνακες για το παλάτι της πόλης του Πότσνταμ και το Σανσουσί. Ακόμη και μετά την οριστική επιστροφή του στη Γαλλία το 1769, ελάμβανε ετήσια σύνταξη από τον Πρώσο βασιλιά.[12]
Το 1770 στο Παρίσι διορίστηκε καθηγητής ζωγραφικής στη Σχολή Καλών Τεχνών, έκανε τακτικά εκθέσεις στο Σαλόνι και ζωγράφισε πολλούς πίνακες παραγγελία του μαρκήσιου ντε Μαρινί, διευθυντή των κτηρίων του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΕ΄, μέχρι το τέλος της ζωής του. Πέθανε στις 15 Νοεμβρίου 1795 στο Παρίσι.
Ζωγράφισε κυρίως πορτρέτα και μυθολογικές και αλληγορικές σκηνές. Χρησιμοποιούσε συνήθως δύο κυρίαρχα αντίθετα χρώματα και κατά τα άλλα ουδέτερους τόνους. Οι πίνακές του δείχνουν επίσης το ενδιαφέρον του για την επιστημονική πρόοδο της εποχής. Του άρεσε να χρησιμοποιεί την τεχνική της οπτικής ψευδαίσθησης, όπως στον πίνακα Ο Σκοτεινός θάλαμος (1764) και στις Σαπουνόφουσκες (1764).[13]
Είναι ο ζωγράφος του μοναδικού γνωστού πορτρέτου του Μαρκησίου ντε Σαντ εν ζωή.[14]