Σβιατοσλάβ Ρίχτερ

Σβιατοσλάβ Ρίχτερ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Святослав Рихтер (Ρωσικά)
Γέννηση7ιουλ. / 20  Μαρτίου 1915γρηγ.[1][2]
Ζιτόμιρ[3][4]
Θάνατος1  Αυγούστου 1997[1][2][5]
Μόσχα[6]
Αιτία θανάτουέμφραγμα του μυοκαρδίου
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Τόπος ταφήςΚοιμητήριο Νοβοντέβιτσι
Χώρα πολιτογράφησηςΡωσική Αυτοκρατορία
Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών
Ρωσία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΡωσικά[7][8][9]
ΣπουδέςΩδείο της Μόσχας
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυνθέτης
πιανίστας[10]
Περίοδος ακμής1934
Οικογένεια
ΓονείςTheophil Richter και Anna Moskalewa-Richter
Αξιώματα και βραβεύσεις
Βραβεύσειςβραβείο Στάλιν
τάγμα του Λένιν
Ήρωας της Σοσιαλιστικής Εργασίας
τάγμα της Οκτωβριανής Επανάστασης
Καλλιτέχνης του Λαού της ΕΣΣΔ
Τάγμα Διακεκριμένων Υπηρεσιών προς την Πατρίδα, Γ΄ Τάξη
Μουσικό βραβείο Λέονι Σόνινγκ (1986)
χρυσό μετάλλιο της Βασιλικής Φιλαρμονικής Εταιρείας (1990)
Καλλιτέχνης του Λαού της ΡΣΟΣΔ
βραβείο Λένιν
Glinka State Prize of the RSFSR (1987)
Κρατικό Βραβείο της Ρωσικής Ομοσπονδίας (1996)
Βραβεία Grammy
Μεγαλόσταυρος του Τάγματος της Αξίας της Γερμανίας (1995)
Τάγμα της Αξίας της Δημοκρατίας της Πολωνίας
Robert Schumann Prize of the City of Zwickau (1968)[11]
Διοικητής του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων[12]
Τάγμα της Αξίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας
d:Q111363583 (3  Νοεμβρίου 1992)[13]
Ιστότοπος
www.sviatoslavrichter.ru
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Σβιατοσλάβ Ρίχτερ

Ο Σβιατοσλάβ Τεοφίλοβιτς Ρίχτερ (ρώσικα: Святослав Теофилович Рихтер, ουκρανικά: Святосла́в Теофі́лович Рі́хтер, προφορά [svʲɪtɐsˈlaf tʲɪɐˈfʲiləvʲɪtɕ ˈrʲixtər], 20 Μαρτίου 1915 - 1 Αυγούστου 1997) ήταν Σοβιετικός πιανίστας, ευρέως αναγνωρισμένος ως ένας από τους μεγαλύτερους πιανίστες του 20ού αιώνα. Ήταν γνωστός για το βάθος της ερμηνείας του, τη βιρτουόζικη τεχνική του και το τεράστιο ρεπερτόριό του.

Ο Ρίχτερ γεννήθηκε στο Ζίτομιρ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (σήμερα στην Ουκρανία) από Γερμανό πατέρα και Ρωσίδα μητέρα.[14] Μεγάλωσε στην Οδησσό, και παρόλο που ο πατέρας του, που ήταν πιανίστας και οργανίστας, και ένας Τσέχος αρπίστας μαθητής του, τού παρείχαν τη βασική του εκπαίδευση, ήταν εν γένει αυτοδίδακτος.[15] Ακόμα και σε πρόωρη ηλικία ήταν εξαιρετικός στο παίξιμο πρίμα βίστα και συχνά εξασκούνταν με τοπικούς θιάσους όπερας και μπαλέτου. Σε ηλικία 15 ετών ξεκίνησε να δουλεύει στο Θέατρο Όπερας και Μπαλέτου της Οδησσού συνοδεύοντας στο πιάνο τις πρόβες.[16]

Στις 19 Μαρτίου 1934 ο Ρίχτερ έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ στη Λέσχη Μηχανικών της Οδησσού. Τρία χρόνια αργότερα αποφάσισε να ξεκινήσει κανονικές σπουδές στο πιάνο στον διάσημο πιανίστα και δάσκαλο πιάνου, Χάινριχ Νόιχαους, στο Ωδείο της Μόσχας. Κατά τη διάρκεια της ακρόασης του Ρίχτερ από τον Νόιχαους, ο τελευταίος φέρεται να ψιθύρισε σε ένα μαθητή του: «ο άνθρωπος είναι ιδιοφυΐα». Παρόλο που ο Νόιχαους δίδαξε πολλούς μεγάλους πιανίστες, όπως ο Εμίλ Γκίλελς και ο Ράντου Λούπου, λέγεται ότι θεωρούσε τον Ρίχτερ ως «τον ιδιοφυή μαθητή, τον οποίο περίμενε όλη του τη ζωή», ενώ παράλληλα παραδεχόταν ότι δεν του δίδαξε σχεδόν «τίποτα».

Νωρίς στην καριέρα του, ο Ρίχτερ, προσπάθησε να επιδοθεί στη σύνθεση, και φαίνεται ότι έπαιξε και μερικές συνθέσεις του στην ακρόαση για τον Νόιχαους. Τα παράτησε όμως λίγο μετά την άφιξή του στη Μόσχα. Αρκετά χρόνια αργότερα, εξήγησε αυτή του την απόφαση λέγοντας ότι «ίσως ο καλύτερος τρόπος που μπορώ να το εξηγήσω είναι ότι δεν έβλεπα κάποιο σκοπό στο να προσθέσω όλη αυτή την κακή μουσική στον κόσμο».[17]

Στη Σοβιετική Ένωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ρίχτερ ήταν ομοφυλόφιλος και, ενώ ο σεξουαλικός του προσανατολισμός ήταν κοινό μυστικό στον σοβιετικό μουσικό κόσμο, αυτή του η συμπεριφορά ήταν παράνομη και ποινικά κολάσιμη βάσει του σοβιετικού νόμου. Αυτό συνετέλεσε στην τάση του Ρίχτερ για απομόνωση.[18][19]. Δεν έδινε ποτέ συνεντεύξεις και ποτέ δεν συζητούσε δημοσίως την προσωπική του ζωή.

Το 1945, ο Ρίχτερ γνώρισε και συνόδευσε σε ένα ρεσιτάλ τη σοπράνο Νίνα Ντόρλιακ, η οποία ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερή του. Από τότε παρέμειναν ζευγάρι μέχρι τον θάνατο, παρόλο που δεν παντρεύτηκαν ποτέ.

Το 1949 έλαβε το Βραβείο Στάλιν, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα εκτεταμένες περιοδείες στη Ρωσία, την Ανατολική Ευρώπη και την Κίνα. Οι πρώτες συναυλίες του Ρίχτερ εκτός Σοβιετικής Ένωσης έγιναν στην Τσεχοσλοβακία το 1950.[20] Το 1952 προσκλήθηκε να υποδυθεί τον Φραντς Λιστ στο ριμέικ της ταινίας για τη ζωή του Μιχαήλ Γκλίνκα Композитор Глинка («Ο συνθέτης Γκλίνκα», τον ομώνυμο ρόλο έπαιξε ο Μπορίς Σμιρνόφ.

Το 1960, παρόλο που είχε τη φήμη ότι ήταν αδιάφορος για τα πολιτικά, αψήφισε τις αρχές και έπαιξε στην κηδεία του Μπορίς Παστερνάκ.[21] (Είχε παίξει την πρώτη σονάτα για βιολί του Σεργκέι Προκόφιεφ μαζί με τον Νταβίντ Όιστραχ στην κηδεία του Στάλιν το 1953). Ο Σβιάτοσλαβ Ρίχτερ (ο οποίος είχε λάβει βραβεία Στάλιν και Λένιν και ήταν Καλλιτέχνης του Λαού της ΡΣΟΣΔ), έκανε την πρώτη του περιοδεία στις ΗΠΑ το 1960 και στην Αγγλία και τη Γαλλία το 1961.[22]

Περιοδεία στη Δύση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ρίχτερ έγινε αρχικά γνωστός στη Δύση από ηχογραφήσεις της δεκαετίας του 1950. Ένας από τους πρώτους υποστηρικτές του Ρίχτερ στη Δύση ήταν ο Εμίλ Γκιλέλς, ο οποίος κατά την πρώτη του περιοδεία στις ΗΠΑ, όπου έλαβε πολύ εγκωμιαστικές κριτικές, δήλωσε: «περιμένετε μέχρι να ακούσετε και τον Ρίχτερ».[23]

Οι πρώτες συναυλίες του Ρίχτερ στη Δύση έγινα τον Μάιο του 1960, που του επιτράπηκε να παίξει στη Φινλανδία, και στις 15 Οκτωβρίου του 1960, που έπαιξε το δεύτερο κονσέρτο για πιάνο του Γιοχάνες Μπραμς συνοδευόμενος από τη Συμφωνική Ορχήστρα του Σικάγο υπό τη διεύθυνση του Έριχ Λάινσντορφ με μεγάλη επιτυχία. Στην κριτική της, η διάσημη μουσικοκριτικός της Chicago Tribune, Κλώντια Κάσιντι (Claudia Cassidy), η οποία ήταν γνωστή για τις σκληρές κριτικές σε καθιερωμένους καλλιτέχνες, θυμόταν ότι ο Ρίχτερ ανέβηκε στη σκηνή διστακτικός, φαινόμενος ευάλωτος (σαν να επρόκειτο να τον καταβροχθίσουν), αλλά μετά κάθισε στο πιάνο εκτελώντας την «παράσταση της ζωής του».[24] Η περιοδεία του στις Ηνωμένες Πολιτείες τέλειωσε με μία σειρά συναυλιών στο Κάρνεγκι Χωλ.[25]

Εντούτοις ο Ρίχτερ ισχυρίστηκε ότι δεν του άρεσε να παίζει στις Ηνωμένες Πολιτείες.[26] Μετά από ένα περιστατικό το 1970 στο Alice Tully Hall της Νέας Υόρκης, όπου η συναυλία του με τον Νταβίντ Όιστραχ διακόπηκε από αντισοβιετικές διαμαρτυρίες ορκίστηκε να μην επιστρέψει στις ΗΠΑ ξανά.[23] Εμφανίστηκαν φήμες για σχεδιαζόμενη εμφάνισή του στο Κάρνεγκι Χωλ προς το τέλος της ζωής του, αλλά δεν είναι σίγουρο αν είχαν κάποια βάση.[27]

Το 1961 ο Ρίχτερ έπαιξε για πρώτη φορά στο Λονδίνο. Το πρώτο του ρεσιτάλ με έργα του Χάυντν και του Προκόφιεφ δέχτηκε εχθρικές κριτικές από τους Βρετανούς κριτικούς. Αξιοσημείωτη είναι η κριτική του Νέβιλ Κάρντους, ο οποίος έκρινε ότι το παίξιμο του Ρίχτερ ήταν επαρχιακό, και απόρησε για ποιον λόγο τον είχαν καλέσει στο Λονδίνο, καθώς το Λονδίνο διέθετε αρκετούς πιανίστες δεύτερης κλάσης. Μετά τη συναυλία του στις 18 Ιουλίου 1961, όπου έπαιξε και τα δύο κονσέρτα για πιάνο του Φραντς Λιστ, οι κριτικές αντιστράφηκαν.[28]

Τα τελευταία χρόνια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρόλο που στον Ρίχτερ άρεσε να παίζει για το κοινό, απεχθανόταν να προγραμματίζει τις συναυλίες της χρονιάς εξαρχής, και έτσι τα τελευταία χρόνια του έπαιζε σε μικρές, συχνά σκοτεινές αίθουσες, με μόνο μία μικρή λάμπα για να φωτίζεται η παρτιτούρα, ενώ η εμφάνιση ανακοινωνόταν λίγο διάστημα πριν. Ισχυριζόταν ότι αυτός ο τρόπος βοηθούσε το κοινό να επικεντρωθεί στη μουσική και όχι σε άσχετα θέματα όπως οι γκριμάτσες και οι χειρονομίες του πιανίστα.[29]

Το 1986 ξεκίνησε μια εξάμηνη περιοδεία στη Σιβηρία, δίνοντας πιθανώς πάνω από 150 συναυλίες, ακόμα και σε μικρές πόλεις που δεν είχαν αίθουσα συναυλιών. Λέγεται ότι μετά από μια τέτοια συναυλία, μέρος του κοινού που δεν είχε ξανακούσει ποτέ κλασσική μουσική μαζεύτηκαν στο κέντρο της αίθουσας και άρχισαν να λικνίζονται για να τον τιμήσουν.[30]

Ένα ανέκδοτο δείχνει τον τρόπο με τον οποίο προσέγγιζε ο Ρίχτερ τις εμφανίσεις του την τελευταία δεκαετία της ζωής του. Αφού διάβασε μια βιογραφία του Καρλομάγνου, (ο Ρίχτερ ήταν μανιώδης αναγνώστης), έβαλε τη γραμματέα του στείλει τηλεγράφημα στο διευθυντή του θεάτρου του Άαχεν, που θεωρείται η γενέτειρα του Καρλομάγνου, δηλώνοντας «ο Μαέστρος διάβασε μια βιογραφία του Καρλομάγνου και θα επιθυμούσε να παίξει στο Ακυίσγρανο». Λίγο μετά, έπαιξε στην πόλη.[31]

Ακόμα και το 1995, ο Ρίχτερ εξακολουθούσε να παίζει κάποια από τα πιο απαιτητικά κομμάτια του πιανιστικού ρεπερτορίου, όπως τον κύκλο Miroirs του Μωρίς Ραβέλ, την δεύτερη σονάτα για πιάνο του Σεργκέι Προκόφιεφ καθώς και τις σπουδές και την τέταρτη μπαλάντα του Σοπέν.[32][33]

Το τελευταίο ρεσιτάλ του Ρίχτερ έγινε σε μία ιδιωτική συγκέντρωση στο Λύμπεκ της Γερμανίας στις 30 Μαρτίου 1995. Το πρόγραμμα αποτελούνταν από δύο σονάτες του Γιόζεφ Χάυντν και τις Παραλλαγές και φούγκα σε ένα θέμα του Μπετόβεν του Μαξ Ρέγκερ, κομμάτι για δύο πιάνα, που το έπαιξε μαζί με τον Αντρέας Λούτσεβιτς (Andreas Lucewicz).[34]

Ο Ρίχτερ πέθανε στο Κεντρικό Κλινικό Νοσοκομείο της Μόσχας από ανακοπή καρδιάς, μετά από κατάθλιψη λόγω του ότι δεν μπορούσε να παίξει πλέον δημοσίως. Το καιρό που πέθανε μελετούσε το Σονάτα για πιάνο σε Μι μείζονα (Fünf Klavierstucke D. 459) του Σούμπερτ.[35]

Σύμφωνα με τον ίδιο τον Ρίχτερ το ρεπερτόριο του μπορούσε να συμπληρώσει ογδόντα διαφορετικά προγράμματα, χωρίς να υπολογίζεται η μουσική δωματίου.[36] Και όντως το ρεπερτόριό του είχε εύρος από τον Μπαχ και τον Χαίντελ έως τους Κάρολ Σιμανόβσκι, Άλμπαν Μπεργκ, Άντον Βέμπερν, Ίγκορ Στραβίνσκι, Μπέλα Μπάρτοκ, Πάουλ Χίντεμιτ, Μπέντζαμιν Μπρίτεν και Τζορτζ Γκέρσουιν, παρόλο που παρέλειπε αρκετά έργα όπως τις Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ του Μπαχ, τις σονάτες Νο.21 και Νο.14 καθώς και το τέταρτο και πέμπτο κονσέρτο για πιάνο του Μπετόβεν, τη Σονάτα για πιάνο σε λα μείζονα D. 959 του Σούμπερτ, το τρίτο κονσέρτο για πιάνο του Προκόφιεφ και το τρίτο κονσέρτο για πιάνο του Ραχμάνινοφ.[37]

Ο Ρίχτερ δούλευε ακούραστα σε νέα κομμάτια. Για παράδειγμα στα τέλη της δεκαετίας του 1980 έμαθε τις παραλλαγές Παγκανίνι και Χαίντελ του Μπραμς και τη δεκαετία του 1990 έμαθε μερικές από τις σπουδές του Κλωντ Ντεμπυσί, κάποια από τα κονσέρτα για πιάνο του Καμίγ Σαιν-Σανς, Τζορτζ Γκέρσουιν, καθώς και σονάτες του Μπαχ και του Μότσαρτ που προηγουμένως δεν συμπεριελάμβανε στο πρόγραμμά του.

Κεντρική θέση στο ρεπερτόριο του είχαν τα έργα του Σούμπερτ, του Ρόμπερτ Σούμαν, του Μπετόβεν, του Μπαχ, του Σοπέν, του Λιστ, του Προκόφιεφ, του Ντεμπυσσύ και πολλών άλλων.[37] Λέγεται ότι είχε αποστηθήσει το δεύτερο βιβλίο του Καλώς συγκερασμένου κλειδοκύμβαλου του Μπαχ σε ένα μήνα.[38]

Έπαιξε την πρεμιέρα της έβδομης σονάτας για πιάνο του Προκόφιεφ, την οποία έμαθε σε τέσσερεις μέρες, όπως και της ένατης του ιδίου, η οποία ήταν αφιερωμένη στον Ρίχτερ. Εκτός από τη σόλο καριέρα του, έπαιζε και μουσική δωματίου μαζί με μουσικούς όπως ο Μστισλάβ Ροστροπόβιτς, ο Ρούντολφ Μπαρσάι, ο Νταβίντ Όιστραχ, ο Ολέγκ Κόγκαν, η Ναταλία Γκούτμαν, ο Ζόλταν Κόκσιτς, η Ελίζαμπεθ Λεόνσκαγια, ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν και μέλη του Κουαρτέτου Εγχόρδων Μποροντίν. Συνόδευε ακόμα στο πιάνο τραγουδιστές όπως ο Ντίντριχ Φίσερ-Ντισκάου, ο Πέτερ Σράιερ, η Γκαλίνα Πισαρένκο και η σύντροφός του Νίνα Ντόρλιακ.[39]

Ο Ρίχτερ διηύθυνε την πρεμιέρα της Συμφωνίας-Κονσέρτο για βιολοντσέλο και ορχήστρα του Σεργκέι Προκόφιεφ. Αυτή ήταν και η μοναδική του εμφάνιση ως διευθυντής ορχήστρας. Σολίστ ήταν ο Ροστροπόβιτς, στον οποίο ήταν αφιερωμένο το έργο. Ο Προκόφιεφ αφιέρωσε και τη Σονάτα για τσέλο σε ντο μείζονα που έγραψε το 1949 στο Ροστροπόβιτς, η πρεμιέρα της οποίας έγινε μαζί με τον Ρίχτερ το 1950. Ο Ρίχτερ ήταν υποφερτός τσελίστας και ο Ροστροπόβιτς καλός πιανίστας και έτσι σε μία συναυλία στη Μόσχα, στην οποία ο Ρίχτερ στο πιάνο συνόδευε τον Ροστροπόβιτς, ανταλλάξανε όργανα για ένα μέρος του προγράμματος.

Προσέγγιση στην ερμηνεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ρίχτερ εξηγούσε τον τρόπο παιξίματός του ως εξής: «Ο ερμηνευτής στην πραγματικότητα είναι απλώς εκτελεστής, μεταφέρει κατά γράμμα τις προθέσεις του συνθέτη. Δεν προσθέτει κάτι που δεν υπάρχει ήδη στο έργο. Αν είναι ταλαντούχος, μας επιτρέπει να ρίξουμε μια φευγαλέα ματιά στην αλήθεια του έργου, το οποίο είναι από μόνο του κάτι ιδιοφυές που αντανακλάται πάνω του. Δεν θα έπρεπε να κυριαρχεί στη μουσική αλλά να χάνεται μέσα σε αυτή.»[40] Ή παρομοίως: «Δεν είμαι εντελώς ηλίθιος, αλλά είτε από αδυναμία είτε από τεμπελιά δεν έχω ταλέντο στη σκέψη. Ξέρω μόνο πως να αντικατοπτρίζω, είμαι καθρέφτης... η λογική δεν υπάρχει για μένα. Αιωρούμαι στα κύματα της τέχνης και της ζωής και ποτέ δεν ξέρω πως ακριβώς να διαχωρίσω τι ανήκει στο καθένα και τι είναι κοινό και στα δύο. Η ζωή ξετυλίγεται μπροστά μου σαν ένα θέατρο που παρουσιάζει μια σειρά κάπως εξωπραγματικών συναισθημάτων, ενώ τα αντικείμενα της τέχνης είναι πραγματικά για μένα και πάνε κατευθείαν στην καρδιά μου.»[41]

Η θέση του Ρίχτερ ότι οι μουσικοί θα έπρεπε να «αποδίδουν τις προθέσεις του συνθέτη κατά γράμμα», τον οδήγησε στο να είναι κριτικός απέναντι στους άλλους και ιδίως στον εαυτό του.[40] Μετά από ένα ρεσιτάλ του Murray Perahia, όπου ο Perahia ερμήνευσε την τρίτη σονάτα για πιάνο του Σοπέν χωρίς να τηρήσει την επανάληψη του πρώτου μέρους, ο Ρίχτερ του ζήτησε στα παρασκήνια να του εξηγήσει αυτή την παράλειψη.[42] Παρομοίως, όταν συνειδητοποίησε ότι έπαιζε μία νότα λάθος στο Ιταλικό Κονσέρτο του Μπαχ για δεκαετίες, επέμεινε ώστε η ακόλουθη αποποίηση/απολογία να τυπώνεται έκτοτε στο CD που περιείχε την ερμηνεία: «Μόλις τώρα, και με μεγάλη λύπη, ο Σβιάτοσλαβ Ρίχτερ συνειδητοποίησε, ότι πάντα έκανε λάθος στο τρίτο μέτρο από το τέλος του δευτέρου μέρους του Ιταλικού Κονσέρτου. Στην πραγματικότητα και για σαράντα χρόνια -- και κανείς μουσικός ή τεχνικός δεν του το υπέδειξε ποτέ -- έπαιζε Φα δίεση αντί για Φα. Το ίδιο λάθος υπάρχει και σε προηγούμενη ηχογράφηση του Μαέστρο Ρίχτερ της δεκαετίας του 1950.»[43]

Παρά το μεγάλο εύρος της δισκογραφίας του, ο Ρίχτερ απεχθανόταν τη διαδικασία της ηχογράφησης,[44] και έτσι το μεγαλύτερο μέρος της προέρχεται από ζωντανές ηχογραφήσεις. Έτσι οι ηχογραφήσεις από τα ρεσιτάλ του της Μόσχας (1948), της Βαρσοβίας (1954), της Σόφιας (1958), της Νέας Υόρκης (1960), της Λειψίας (1963), του Άλντεμπουρ (διάφορες χρονιές), της Πράγας (διάφορες χρονιές), του Σάλτσμπουργκ (1977) και του Άμστερνταμ (1986), θεωρούνται μερικά από τα καλύτερα τεκμήρια του παιξίματός του, καθώς και πολλές άλλες ζωνταντές ηχογραφήσεις που εκδόθηκαν πριν και μετά τον θάνατό του σε εταιρείες όπως η Music & Arts, η BBC Legends, η Philips, η Russian Revelation, και πιο πρόσφατα η Ankh productions.

Εντούτοις, παρά την απέχθειά του για το στούντιο, ο Ρίχτερ έπαιρνε τη διαδικασία της ηχογράφησης αρκετά σοβαρά.[45] Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια μιας ηχογράφησης της Φαντασίας σε Ντο μείζονα opus 15 του Σούμπερτ, για την οποία χρησιμοποιούσε ένα πιάνο Bösendorfer, αφού άκουσε τις ταινίες, μη όντας ικανοποιημένος από την εκτέλεσή του, είπε «Νομίζω ότι θα το ξανακάνουμε σε Steinway».[46]

Σύμφωνα με το άρθρο «Sviatoslav Richter - A Discography» του 1983 των Falk Schwartz και John Berrie,[47] ο Ρίχτερ είχε ανακοινώσει το 1970 την πρόθεσή του να ηχογραφήσει το σύνολο του ρεπερτορίου του σε «περίπου 50 δίσκους». Αυτό το εγχείρημα των «απάντων» του Ρίχτερ δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, εντούτοις κυκλοφόρησαν δώδεκα LP μεταξύ 1970 και 1973 τα οποία εν συνεχεία επανακυκλοφόρησαν σε CE από την Olympia (10 CD, διάφοροι συνθέτες) και την RCA (Καλώς συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο του Μπαχ).

Το 1961, η ηχογράφηση του δεύτερου κονσέρτου για πιάνο του Μπραμς με σολίστ τον Ρίχτερ, και τη Συμφωνική Ορχήστρα του Σικάγο υπό τη διεύθυνση του Έριχ Λάινσντορφ κέρδισε το Βραβείο Γράμι για την Καλύτερη Κλασσική Ερμηνεία - Κονσέρτο ή σόλο. Αυτή η εκτέλεση θεωρείται ακόμα ορόσημο (παρόλο που ο ίδιος ο Ρίχτερ ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν ικανοποιημένος)[48] όπως άλλωστε και οι ηχογραφήσεις (σε στούντιο) της Φαντασίας σε ντο μείζονα opus 15 του Σούμπερτ, των δύο κονσέρτων για πιάνο του Φραντς Λιστ, του δεύτερου κονσέρτου για πιάνο του Σεργκέι Ραχμάνινοφ και της Τοκάτας του Ρόμπερτ Σούμαν, ανάμεσα σε πολλά άλλα.[49]

  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 26  Απριλίου 2014.
  2. 2,0 2,1 2,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb12163923q. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 11  Δεκεμβρίου 2014.
  4. «Большая советская энциклопедия» (Ρωσικά) Η Μεγάλη Ρωσική Εγκυκλοπαίδεια. Μόσχα. 1969. Ανακτήθηκε στις 28  Σεπτεμβρίου 2015.
  5. «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Sviatoslav-Richter. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  6. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 31  Δεκεμβρίου 2014.
  7. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb12163923q. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  8. CONOR.SI. 17411171.
  9. CONOR.SI. 218017123.
  10. The Fine Art Archive. cs.isabart.org/person/63622. Ανακτήθηκε στις 1  Απριλίου 2021.
  11. www.schumann-portal.de/Robert_Schumann_Prize_of_the_city_of_Zwickau.html. Ανακτήθηκε στις 20  Νοεμβρίου 2018.
  12. Ανακτήθηκε στις 2  Φεβρουαρίου 2019.
  13. «Journal officiel de la République française». (Γαλλικά) Journal officiel de la République française.
  14. «Famous Germans from Russia». Sherri Steele. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαρτίου 2008. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2007. 
  15. Monsaingeon, σελ. 12-14
  16. Monsaingeon, σελ. 20
  17. Kevin Bazzana - Sviatoslav Richter (1915-1997), Notes to Richter in Leipzig, Music & Arts CD 1025.
  18. Benjamin Ivry (5 January 2005). «from Russia with (forbidden) love». salon. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2009-01-14. https://web.archive.org/web/20090114080934/http://www.salon.com/ent/music/feature/1999/01/05feature.html. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2007. 
  19. Γράμμα από τον Νίκολας Ναμπόκοφ στον Ιγκόρ Στραβίνσκι, 3 Φεβρουαρίου 1963, Stravinsky, selected correspondence, Vol II ISBN 0-394-52813-1 "We are writing to you from a concert by Sviatoslav Richter, who is playing Bach and Schubert brilliantly. He is a flaming fag."
  20. «Sviatoslav Richter Chronology - 1950». trovar.com. 22 Φεβρουαρίου 2001. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Μαρτίου 2007. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2007. 
  21. Coleman, Alexander (October 1997). «Sviatoslav Richter, 1915-1997». The New Criterion 16 (2). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2006-11-14. https://web.archive.org/web/20061114004351/http://www.newcriterion.com/archive/16/oct97/coleman.htm. Ανακτήθηκε στις 2007-09-08. 
  22. Vadim Mogilnitsky, "Sviatoslav Richter" / Вадим Могильницкий, из книги "Святослав Рихтер", (δείτε: http://www.sviatoslavrichter.ru/chronograph.php)
  23. 23,0 23,1 Michael Kimmelman (22 June 1997). «The Reputation Is Legendary, The Playing Unpredictable». The New York Times. http://query.nytimes.com/gst/fullpage.html?res=9807EEDB1F3FF931A15755C0A961958260. Ανακτήθηκε στις 2007-08-28. 
  24. Claudia Cassidy, Chicago Tribune, 1960.
  25. http://www.trovar.com/str/dates/a1960.html Αρχειοθετήθηκε 2009-04-08 στο Wayback Machine..
  26. "America is standardized. It's all the same. I don't like it" says Richer in Monsaingeon's documentary "Richter, The Enigma", op.cit.
  27. Kevin Bazzana - Sviatoslav Richter (1915-1997), Notes to Richter in Leipzig, Music & Arts CD 1025
  28. David Fanning, Notes to Sviatoslav Richter performs Chopin and Liszt, BBC Legends CD 2000.
  29. Monsaingeon, p. 108, "That's why I now play in the dark, to empty my head of all non-essential thoughts and allow the listener to concentrate on the music rather than on the performer. What's the point of watching a pianist's hands or face, when they only express the efforts being expended on the piece?"
  30. Transsiberian Express, Le Monde de la musique, May 1989.
  31. Piero Rattalino, Sviatoslav Richter - Il Visionario.
  32. «Sviatoslav Richter Recital, Museo Del Prado, Madrid». Sviatoslav Richter Chronology. trovar.com. 16 Φεβρουαρίου 1995. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2007. 
  33. «Sviatoslav Richter Recital, Santuario de la Bien Aparecida, Santander, Spain». Sviatoslav Richter Chronology. trovar.com. 18 Ιανουαρίου 1995. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2007. 
  34. Sviatoslav Richter Chronology - 1995
  35. Richter International Piano Competition
  36. Monsaingeon, p. 143.
  37. 37,0 37,1 Monsaingeon, pp. 383-406.
  38. Monsaingeon, p. 48
  39. Monsaingeon, p. 413.
  40. 40,0 40,1 Monsaingeon, p. 153.
  41. Mervyn Horder (1994). «A Richter Rehearsal at the Barbican,». Contemporary Review. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2007.  Unknown parameter |month= ignored (βοήθεια)
  42. Monsaingeon, p. 313 ("When I asked him why he didn't do the repeat of the exposition in the B minor Sonata, he seemed surprised and exclaimed 'But no one does it'".).
  43. Richter's comment on inner sleeve of Stradivarius CD 33323.
  44. Falk Schwartz & John Berrie, Sviatoslav Richter -- A Discography, Recorded Sound, July 1983 ("[Richter] repeated[ly] assert[s] that he dislikes the recording studio").
  45. Falk Schwartz & John Berrie, Sviatoslav Richter -- A Discography, Recorded Sound, July 1983.
  46. Guardian Unlimited | Archive Search
  47. Recorded Sound, July 1983.
  48. Bruno Monsaingeon, Sviatoslav Richter -- Notebooks and Conversations, p. 108 ("There was also the recording of Brahms's Second Concerto with Erich Leinsdorf, one of my words records, even though people still praise it to the skies. I can't bear it.")
  49. Για παράδειγμα: www.classicstoday.com.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]