Οι Σερράτιες (γένος Serratia spp) είναι μια ομάδα μικροοργανισμών που ανήκει στην ομάδα των βακτηρίων. Το γένος τους ανήκει στα Εντεροβακτηριοειδή (Enterobacteriaceae) και περιλαμβάνει πολλά είδη με γνωστότερα από αυτά τα S. marcescens, η S. liquefaciens και η S. odorifera. Ιδιαίτερη κλινική σημασία έχει η S. marcescens που είναι υπεύθυνη για συχνές ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις.[1]Το γένος ονομάστηκε έτσι από τον Serafino Serrati έναν Ιταλό φυσικό.
Παλαιότερα πιστεύονταν ότι το είδος S. marcescens είναι μη παθογόνο βακτήριο. Λόγω της κόκκινης χρωστικής που παράγει χρησιμοποιούνταν ευρέως για τον εντοπισμό των μεταδιδόμενων βακτηρίων και τη μελέτη, την επίλυση και απόκλιση από τα βακτήρια σε ρεύματα αέρα. Το 1950 το πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ διεξήγαγε ένα μυστικό πείραμα που ονομάστηκε «Επιχείρηση Sea spray για τη μελέτη» των αερίων ρευμάτων που θα μπορούσαν να μεταφερθούν με βιολογικά όπλα. Για το λόγο αυτό φούσκωσαν μπαλόνια με S. marcescens και τα έκαψαν πάνω από το Σαν Φρανσίσκο. Λίγο αργότερα οι γιατροί παρατήρησαν στην ευρύτερη περιοχή δραματική αύξηση πνευμονίας και λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος.
Η S. marcescens βρίσκεται στο φυσικό περιβάλλον. Απομονώνεται όμως έστω και σπάνια στα κόπρανα του γενικού πληθυσμού. Πρόκειται για χρωμογόνο στέλεχος που μπορεί να χρωματίσει τις τροφές και να δώσει την εντύπωση αίματος στα πτύελα ή τα κόπρανα. Προκαλεί ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις και ιδιαίτερα ουρολοιμώξεις. Επίσης μπορεί να προκαλέσει σηψαιμία, ενδοκαρδίτιδα και μηνιγγίτιδα. [2] Η S. liquefaciens και S. odorifera περιστασιακά μόνο μπορούν να απομονωθούν από κλινικά δείγματα.
BIZIO 1823
Είναι gram αρνητικό βακτήριο, μικρότερο σε μέγεθος από τα άλλα εντεροβακτηριακά. Εμφανίζει πολυμορφισμό. Συχνά έχει τη μορφή κοκοβακτηρίου. Είναι περίτριχο μικρόβιο και συνήθως δεν έχει έλυτρο. Όταν όμως αναπτύσσεται σε θρεπτικά υλικά πτωχά σε άζωτο και φώσφορο αναπτύσσει έλυτρο.
Σε θρεπτικό άγαρ οι αποικίες είναι συνήθως ομογενείς και στο αιματούχο άγαρ περιβάλλονται από λεπτή ζώνη αιμολύσεως. Οι αποικίες του στο άγαρ Mac Conkey είναι μικρές και άχρωμες. Ορισμένα στελέχη παράγουν κόκκινη χρωστική που είναι διαλυτή στο νερό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι αποικίες του να εμφανίζουν στο κέντρο τους χρώμα που κυμαίνεται από ελαφρώς ρόδινο μέχρι ερυθρό ή πορτοκαλί. Ζυμώνουν την λακτόζη βραδέως ή και καθόλου.
Μερικά στελέχη της S. marcescens παράγουν μια κόκκινη χρωστική, την προδιγιοσίνη, παρουσία οξυγόνου και σε κατάλληλη θερμοκρασία. Η θερμοκρασία αυτή δεν είναι πάντα ίδια με τη θερμοκρασία ιδανικής ανάπτυξης του βακτηριδίου π.χ. πολλά στελέχη αναπτύσσονται καλύτερα στους 30-37˚C αλλά σχηματίζουν λίγη ή καθόλου χρωστική, ενώ σε χαμηλότερες θερμοκρασίες υστερούν στην ανάπτυξη αλλά ο σχηματισμός της χρωστικής είναι άφθονος. Η χρωστική ονομάζεται προδιγιοσίνη.
Τα στελέχη του γένους Serratia όπως και τα στελέχη του γένους Enterobacter είναι ανθεκτικά στις κεφαλοσπορίνες.
Έχουν περιγραφεί πολλά σωματικά αντιγόνα (Ο) και βλεφαριδικά αντιγόνα (Η).
Η Serratia είναι ένα μικρόβιο που βρίσκεται στο νερό, στο έδαφος, στις τροφές, στο σώμα των ανθρώπων και των ζώων. Τα χρωμογόνα στελέχη δημιουργούν την εντύπωση αιμόφυρτων πτυέλων ή αιματηρών κοπράνων. Στο νοσοκομείο είδη της Serratia τείνουν να αποικίζουν το αναπνευστικό και το ουροποιητικό σύστημα. Η Serratia είναι υπεύθυνη για περίπου το 20% των νοσοκομειακών λοιμώξεων από την κυκλοφορία του αίματος, ουροποιητικού συστήματος, χειρουργικά τραύματα και του δέρματος και των μαλακών μορίων σε ενήλικους ασθενείς. Λοίμωξη από Serratia έχει προκαλέσει ενδοκαρδίτιδα, οστεομυελίτιδα. Περιπτώσεις αρθρίτιδας από Serratia έχουν αναφερθεί σε εξωτερικούς ασθενείς που λαμβάνουν ενδοαρθρικές ενέσεις.
Τα στελέχη του γένους Serratia είναι ανθεκτικά στις κεφαλοσπορίνες. Στην αμπικιλλίνη και γενταμυκίνη η ευαισθησία διαφέρει στο στέλεχος σε στέλεχος. Σημαντικό ποσοστό ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων εμφανίζουν αντοχή σε πολλά αντιβιοτικά.