Οι όροι σημαινόμενο και το σημαίνον πιο συχνά σχετίζονται με τη σημειωτική, η οποία ορίζεται από τα Λεξικά της Οξφόρδης ως «η μελέτη των σημείων και των συμβόλων και η χρήση ή η ερμηνεία τους».[1] Ο Φερντινάν ντε Σωσσύρ, Ελβετός γλωσσολόγος, ήταν ένας από τους δύο ιδρυτές της σημειωτικής. Το βιβλίο του Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας [2] θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία που δημοσιεύθηκαν τον εικοστό αιώνα.[3] Ο Σωσσύρ διατύπωσε ότι η γλωσσολογία έπρεπε να είναι ένας κλάδος της ευρύτερης επιστήμης της σημειωτικής [4] και ότι ένα σημείο δεν ήταν μόνο ένας ήχος-εικόνα, αλλά και μια έννοια/ιδέα/αντίληψη. Έτσι χωρίζονται τα σημεία σε δύο κατηγορίες: το σημαίνον (ή "ήχος-εικόνα" - Γερμανικά: Lautbild) και το σημαινόμενο (ή "έννοια, ιδέα, αντίληψη" Γερμανικά: Vorstellung).[5][6] Για τον Σωσσύρ, το σημαινόμενο και το σημαίνον είναι καθαρά ψυχολογικές έννοιες, είναι κυρίως μορφές και όχι υπάρξεις και η σχέση μεταξύ τους είναι αυθαίρετη και συμβατική (ο Σωσσύρ ανέπτυξε την θεωρία για το αυθαίρετο του γλωσσικού σημείου). Το ίδιο αυθαίρετη είναι η σχέση ενός σημείου με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο [2]. Σήμερα, το σημαίνον ερμηνεύεται ως η υλική μορφή (κάτι που μπορεί κάποιος να δει, να ακούσει, να αγγίξει, να μυρίσει ή γευτεί) ενώ το σημαινόμενο ως μια πνευματική έννοια.[7]
Η ιδέα των "σημείων" υπάρχει από την αρχαιότητα, έχει μελετηθεί από πολλούς φιλοσόφους, ανάμεσα στους οποίους είναι ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης [8], ο Αυγουστίνος αλλά και από φιλόσοφους της μεσαιωνικής περιόδου, όπως ο Γουλιέλμος του Όκαμ. Ο όρος "σημειωτική" (στα αγγλικά Semiotics) προέρχεται από την ελληνική ρίζα, "σημειωτικός", και μεταφράζεται ως τα σημάδια".[9] Η έννοια αυτή "σημειωτική" ξαναήρθε στο προσκήνιο τον 20ο αιώνα από τον Σωσσύρ και τον Αμερικάνο φιλόσοφο Τσαρλς Σάντερς Πιρς. Ενώ και οι δύο συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη έννοιας του "σημείου". Καθένας βέβαια συνεισέφερε διαφορετικά στη μελέτη ενώ ο Σωσσύρ ήταν αυτός που δημιούργησε τους όρους του "σημαίνοντος" και του "σημαινομένου", προκειμένου να σπάσει τον όρο "σημείο".
Αργότερα πολλοί φιλόσοφοι και οι γλωσσολόγοι άρχισαν να ορίζουν τον εαυτό τους ως "σημειωτιστές". Ο Σωσσύρ ξεκίνησε το διαχωρισμό των σημείων σε σημαίνον και το σημαινόμενο και στη συνέχεια οι σημειωτιστές ανέπτυξαν τις θεωρίες τους με βάση αυτές τις έννοιες. Οι σημειωτιστές μελέτησαν και έφεραν τις δικές τους ερμηνείες στις μελέτες των σημείων. Ο Γάλλος σημειωτιστής Ρολάν Μπαρτ χρησιμοποίησε τα σημεία για να εξηγήσει την έννοια των συνειρμών – πολιτιστικές έννοιες που συνδέονται με τις λέξεις – και δηλώνουν – κυριολεκτικά ή μεταφορικές σημασίες των λέξεων.[11] Ο Ουμπέρτο Έκο (1976), διακεκριμένος Ιταλός σημειωτιστής, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι "αν τα σημεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να πουν την αλήθεια, μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για να πουν ψέματα".[10] Ο μεταμοντέρνος κοινωνιολόγος-θεωρητικός Ζαν Μπωντριγιάρ μίλησε για την «υπερπραγματικότητα», όρος που αναφέρεται σε ένα αντίγραφο της πραγματικότητας μπορεί να είναι πιο πραγματικό από την πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, πώς το σημαίνον (ήχος-εικόνα) γίνεται πιο σημαντικό από το σημαινόμενο (ιδέα-αντίληψη).
Σήμερα οι "σύγχρονοι σχολιαστές τείνουν να περιγράφουν το σημαίνον με τη φόρμα που παίρνει το σημάδι και το σημαινόμενο με την έννοια στην οποία αναφέρεται".[11] Ένα σημαντικό στοιχείο είναι πως αυτές οι δύο έννοιες είναι αυθαίρετες. Με άλλα λόγια, "δεν υπάρχει καμία λογική σύνδεση" μεταξύ τους.[12] Αυτό διαφέρει από ένα σύμβολο, το οποίο "ποτέ δεν είναι ολοκληρωτικά αυθαίρετο".[12] Η ιδέα ότι τόσο το σημαίνον όσο και το σημαινόμενο είναι αχώριστα εξηγείται από τον Saussure σε διάγραμμα, που δείχνει πώς τα δύο συστατικά συμπίπτουν για να δημιουργηθεί το σημείο.
Το ερώτημα λοιπόν είναι: πώς τα σημαίνοντα δημιουργούν το νόημα και πώς ξέρουμε τη σημασία τους; Προκειμένου να κατανοήσουμε πώς το σημαίνον και το σημαινόμενο σχετίζονται μεταξύ τους, πρέπει να είμαστε σε θέση να ερμηνεύσουμε τα σημεία. "Ο μόνος λόγος για τον οποίο το σημαίνον δεν συνεπάγεται το σημαινόμενο είναι επειδή υπάρχει μια συμβατική σχέση, στο παιχνίδι".[9] Αυτό είναι ένα σημείο που μπορεί μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο όταν η σχέση μεταξύ των δύο στοιχείων που συνθέτουν το σημείο έχει συμφωνηθεί. Ο Σωσσύρ υποστήριξε ότι ενός σημείου "η έννοια, εξαρτάται από τη σχέση της με τις άλλες λέξεις μέσα από το σύστημα" (για παράδειγμα, για να κατανοήσουμε μια μεμονωμένη λέξη όπως τη λέξη "δέντρο", πρέπει επίσης να καταλάβουμε και τη λέξη "θάμνος" και πώς σχετίζονται οι δύο λέξεις μεταξύ τους).[11] Αυτή είναι η διαφορά από άλλα σημεία που επιτρέπει τη δυνατότητα της ομιλίας.[9] Ωστόσο, πρέπει να θυμόμαστε ότι τα σημαίνοντα και η σημασία τους αλλάζουν όλη την ώρα, και γίνονται "ξεπερασμένα". Έτσι με αυτόν τον τρόπο είμαστε όλοι "εξασκούμενοι σημειωτιστές που δίνουν μεγάλη προσοχή στα σημεία ... παρόλο που μπορεί να μην τα έχουμε ξανακούσει"[13] Και ενώ η γλώσσα είναι το πιο γνωστό σύστημα σημείων, σημεία υπάρχουν σε κάθε μορφή της ανθρώπινης επικοινωνίας και δραστηριότηταςα στη ζωή, όπως η διαφήμιση, τα αντικείμενα, η γλώσσα του σώματος, η μουσική και ούτω καθεξής. Ως εκ τούτου, η χρήση των σημείων, και των δύο συστατικών που συνθέτουν ένα σημείο, μπορεί να είναι και είναι μέρος της καθημερινής ζωής.
Σημειολογική θεώρηση έχει προταθεί και στην τέχνη της φωτογραφίας. Ένα αντικείμενο/πράγμα, για παράδειγμα ένα ποτήρι μπορεί σημειολογικά σε μια γλώσσα να αναπαρασταθεί με την λέξη "ποτήρι" ή "glass" (στα Αγγλικά) κλπ. Αντίστοιχα ένα σχέδιο που περιγράφει ή ομοιάζει με ένα ποτήρι μπορεί να θεωρηθεί γραφικό σημείο του αντικείμενου/πράγματος αυτού. Μια φωτογραφία ενός ποτηριού μπορεί να θεωρηθεί ως φωτογραφικό σημείο το οποίο ανήκει στην τάξη των ομοιωμάτων. Βλέποντας την φωτογραφία ενός ποτηριού σε μια τυπωμένη εικόνα βλέπουμε ένα ομοίωμα βασισμένο στο ποτήρι που φωτογραφήθηκε. Άρα μπορούμε να πούμε ότι το φωτογραφικό σημείο μοιάζει με το φωτογραφημένο αντικείμενο. Ο Αμερικανός φιλόσοφος και σημειολόγος Charles Peirce κατάταξε τα σημεία σε ομοιώματα, σύμβολα και δείκτες. Το φωτογραφικό σημείο εκτός από την τάξη των ομοιωμάτων ανήκει και στην τάξη των δεικτών. Το φωτογραφικό σημείο ως δείκτης (μπορούμε να το αποκαλέσουμε και ως ένδειξη) μας δείχνει την ύπαρξη του αντικειμένου/πράγματος της συγκεκριμένης εικόνας. Δηλαδή πιστοποιεί ότι "ήταν εκεί" το αντικείμενο/πράγμα (εδώ στο παράδειγμα το ποτήρι) και φωτογραφήθηκε ώστε να έχουμε αντίγραφο/ομοίωμα στην συγκεκριμένη τυπωμένη εικόνα.[14]
Η παράθεση φωτογραφικών εικόνων μπορεί να θεωρηθεί διάταξη όρων όπως οι γλωσσικοί όροι στην θεωρία του Φερντινάν ντε Σωσσύρ. Σύμφωνα με τον Σωσσύρ σε πρώτο επίπεδο είναι η σύνταξη όπου ο κάθε όρος αντλεί την σήμασία του από προηγούμενους ή επόμενους όρους.[15] Αυτό για παράδειγμα λειτουργεί σε μια παράθεση εικόνων σε μια φωτραφική αφήγηση. Η παράθεση για παράδειγμα δύο εικόνων (σημαινόμενα) μπορεί να δημιουργήσει ένα τρίτο σημαίνον συσχετίζοντας τις δύο εικόνες. Σύμφωνα με τον Γάλλο φωτογράφο Jean-Louis Swiner (1965) αυτό το σημαίνον μπορεί να θεμελιωθεί όταν έχουμε σε δύο εικόνες (σημαινόμενα) σχέσεις ομοίων/διαφορετικών στοιχείων ή αντίληψη συνάφειας χώρου και χρόνου ή σχέση αιτίας/αποτελέσματος σε σχέση με το περιεχόμενο.[16]