Σινδάσβινθ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 563 Ιβηρική Χερσόνησος |
Θάνατος | 30 Σεπτεμβρίου 653 Τολέδο |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | μονάρχης |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Ρεκιβέργα |
Τέκνα | Ρεκέσβινθ Έρβιγ Teodofredo |
Συγγενείς | Favila |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | βασιλιάς των Βησιγότθων (642–653) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Σινδάσβινθ ή Σινδάσουινθ, Chindaswinth, επίσης γράφεται Chindasuinth, Chindaswind, Chindasuinto, Chindasvindo, ή Khindaswinth, λατινικά: Chintasvintus, Cindasvintus· (π. 563 – 30 Σεπτεμβρίου 653) ήταν Βησιγότθος bασιλιάς της Ισπανίας, από το 646 έως το τέλος του. Διαδέχθηκε τον Τούλγα, από τον οποίο πήρε τον θρόνο με πραξικόπημα. Είχε επιλεγεί από τους ευγενείς και χρίστηκε από τους επισκόπους στις 30 Απριλίου 642.
Παρά τη μεγάλη του ηλικία (ήταν ήδη 79 ετών), απόμαχος των εκστρατειών τού Λιουβιγκέλδ και των θρησκευτικών εξεγέρσεων μετά την αναγκαστική μεταστροφή από τον Αρειανισμό, ο τυραννικός και σκληρός χαρακτήρας του έκανε τον κλήρο και τους ευγενείς να τού υποτάσσονται από φόβο εκτέλεσης και εξορίας. Ενίσχυσε τον έλεγχό του προλαμβάνοντας μία υποτιθέμενη εξέγερση: σε σύντομο χρονικό διάστημα εκτέλεσε πάνω από 200 Γότθους από τις πιο ευγενείς οικογένειες, και 500 ακόμη από τους μικροευγενείς. Επιπλέον, κανόνισε την εξορία πολλών πιθανών αντιπάλων και τη δήμευση της περιουσίας τους. Όλα αυτά έλαβαν χώρα πριν πραγματικά συμβεί οποιαδήποτε εξέγερση και χωρίς καμία έρευνα ή δίκη ή, εν προκειμένω, πραγματική πεποίθηση ότι μία εξέγερση εκκρεμούσε.
Η Ζ΄ Σύνοδος του Τολέδου, που πραγματοποιήθηκε στις 16 Οκτωβρίου 646, συναίνεσε και υποστήριξε τις ενέργειές του, αυστηροποιώντας τις τιμωρίες που επιβάλλονταν σε όσους ξεσηκώθηκαν εναντίον τού ηγεμόνα και τις επέκτεινε ακόμη και στα μέλη του κλήρου.
Καταπνίγοντας κάθε αντίθεση, έφερε ειρήνη στο βασίλειο και έναν βαθμό τάξης που δεν ήταν γνωστός προηγουμένως. Για να συνεχίσει τη διαδοχή του, έβαλε τον γιο του Ρεκέσβινθ, μετά από προτροπή του Μπραούλιo της Σαραγόσα, να στεφθεί συμβασιλιάς στις 20 Ιανουαρίου 649 και προσπάθησε να εγκαθιδρύσει, όπως πολλοί πριν, μία κληρονομική μοναρχία. Ο συνεργάτης-γιος του ήταν από τότε ο πραγματικός ηγεμόνας των Βησιγότθων, προεδρεύοντας στο όνομα τού πατέρα του μέχρι το 653, το έτος του θανάτου του Σινδάσβινθ.
Παρά τη σφοδρή φύση των πολιτικών δραστηριοτήτων, ο Σινδάσβινθ καταγράφεται στα θρησκευτικά χρονικά ως μεγάλος ευεργέτης της Εκκλησίας, δωρίζοντας πολλά εδάφη και παραχωρώντας προνόμια σε κληρικούς. Βελτίωσε τις δημόσιες περιουσίες με τα κατασχεθέντα αγαθά των αποστερημένων ευγενών, καθώς και μέσω βελτιωμένων μεθόδων φορολογίας. Στον στρατιωτικό στίβο, ανέλαβε εκστρατείες κατά των επαναστατημένων Βάσκων και Λουζιτανών.
Δημοσίευσε πολλούς νόμους, που αφορούσαν αστικές υποθέσεις. Με τη βοήθεια του Μπραούλιο επισκόπου της Σαραγόσα, ξεκίνησε την εκπόνηση ενός εδαφικού κώδικα δικαίου, που κάλυπτε τόσο τον γοτθικό, όσο και τον ισπανορωμαϊκό πληθυσμό. Ένα προσχέδιο αυτού του έργου, το Βιβλίο Νομοθετημάτων (Liber Iudiciorum), κυκλοφόρησε το 2ο έτος της βασιλείας του. [1] Υπέστη τελειοποίηση σε όλο το υπόλοιπο διάστημα εξουσίας του και ολοκληρώθηκε από τον γιο του το 654. Το 643 ή το 644 αντικατέστησε τόσο τη Σύνοψη του Αλάριχ, που χρησιμοποιούσαν οι ιθαγενείς όσο και τον Κώδικα του Λεοβίγκιλδ που χρησιμοποιούσαν οι Γότθοι.
Σύμφωνα με τον Έντουαρντ Γκίμπον, κατά τη διάρκεια τής βασιλείας του, μουσουλμάνοι επιδρομείς άρχισαν να παρενοχλούν την Ιβηρική: «Ήδη από την εποχή του Οθμάν ιμπν Αφάν (644–656), οι πειρατικές μοίρες τους είχαν ρημάξει τις ακτές της Ανδαλουσίας». [2] Ωστόσο αυτή η ανάγνωση θέτει ένα πρόβλημα, που είναι δύσκολο να ξεπεραστεί: οι Μουσουλμάνοι Ρασιντούν εξακολουθούσαν να αγωνίζονται να κατακτήσουν την Τριπολιτανία στη σημερινή Λιβύη. Ο Σινδάνβινθ πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όπως έκαναν τόσοι πολλοί μεσαιωνικοί μονάρχες, σε πράξεις ευσέβειας για χάρη της αθανασίας της ψυχής του. Ανέθεσε στον Άγιο Φρουκτουόζο να κτίσει το μοναστήρι του SΣαν Ρομάν δε Ορνίχα στον Δούρo, με σκοπό να στεγάσει τον τάφο του. Τα λείψανά του αναπαύονται εκεί δίπλα σε εκείνα της συζύγου του, Ρικιμπέργκας. Ωστόσο ο Ευγένιος Β' επίσκοπος του Τολέδου, έδωσε μία κρίση για τη ζωή αυτού του βασιλιά, γράφοντας την ακόλουθη επιγραφή:
Τον Σινδάσβινθ διαδέχθηκε ο μεγαλύτερος γιος του, Ρεκέσβινθ, ο οποίος συνέχισε τις μεταρρυθμίσεις του. Ένας μικρότερος γιος, ο Θεοδοφρέδ, τυφλώθηκε από τον Βάμπα.