Ονομασία IUPAC | |||
---|---|---|---|
(SP-4-2)-diamminedichloroplatinum(II) | |||
Κλινικά δεδομένα | |||
Εμπορικές ονομασίες | Platinol, άλλες | ||
AHFS/Drugs.com | monograph | ||
MedlinePlus | a684036 | ||
Δεδομένα άδειας | |||
Κατηγορία ασφαλείας κύησης | |||
Οδοί χορήγησης | Ενδοφλέβια | ||
Κυκλοφορία | |||
Κυκλοφορία |
| ||
Φαρμακοκινητική | |||
Βιοδιαθεσιμότητα | 100% (IV) | ||
Πρωτεϊνική σύνδεση | > 95% | ||
Βιολογικός χρόνος ημιζωής | 30–100 ώρες | ||
Απέκκριση | Νεφρική | ||
Κωδικοί | |||
Αριθμός CAS | 15663-27-1 | ||
Κωδικός ATC | L01XA01 | ||
PubChem | CID 84691 | ||
DrugBank | DB00515 | ||
ChemSpider | 76401 | ||
UNII | Q20Q21Q62J | ||
KEGG | D00275 | ||
ChEBI | CHEBI:27899 | ||
ChEMBL | CHEMBL2068237 | ||
Συνώνυμα | Cisplatinum, platamin, neoplatin, cismaplat, cis-diamminedichloridoplatinum(II) (CDDP) | ||
PDB ID | CPT (PDBe, RCSB PDB) | ||
Χημικά στοιχεία | |||
Χημικός τύπος | [Pt(NH3)2Cl2] | ||
Μοριακή μάζα | 300,05 g·mol−1 | ||
[NH3+]-[Pt-2](Cl)(Cl)[NH3+] | |||
InChI=1S/2ClH.2H3N.Pt/h2*1H;2*1H3;/q;;;;+2/p-2 Key:LXZZYRPGZAFOLE-UHFFFAOYSA-L | |||
(verify) |
Η σισπλατίνη, γνωστή με τις εμπορικές ονομασίες Cisplatin και Platinol είναι φάρμακο χημειοθεραπείας, το οποίο χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ορισμένων καρκίνων.[2] Αυτοί περιλαμβάνουν τον καρκίνο των όρχεων, τον καρκίνο των ωοθηκών, τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, τον καρκίνο του μαστού, τον καρκίνο της ουροδόχου κύστης, τον καρκίνο της κεφαλής και του τραχήλου, τον καρκίνο του οισοφάγου, τον καρκίνο του πνεύμονα, το μεσοθηλίωμα, τους όγκους του εγκεφάλου και το νευροβλάστωμα.[2] Χορηγείται ενδοφλέβια.[2]
Η σισπλατίνη δρα προσδένοντας στις αζωτούχες βάσεις του DNA καθώς και σε πυρηνικές και κυτταροπλασματικές πρωτεΐνες.[3] Με αυτό τον τρόπο, αναστέλλει την αντιγραφή του DNA και κατ' επέκταση, τη λειτουργία και τη δράση του, οδηγώντας έτσι στην καταστροφή των καρκινικών κυττάρων σε όλα τα στάδια του κυτταρικού κύκλου.[3]
Συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν καταστολή του μυελού των οστών, προβλήματα ακοής, νεφρικά προβλήματα και έμετο.[2][4] Άλλες σοβαρές παρενέργειες περιλαμβάνουν μούδιασμα, δυσκολία στο περπάτημα, αλλεργικές αντιδράσεις, προβλήματα ηλεκτρολυτών και καρδιακές παθήσεις.[2] Η χρήση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να προκαλέσει βλάβη στο μωρό. Η σισπλατίνη ανήκει στην οικογένεια αντινεοπλασματικών φαρμάκων με βάση τον λευκόχρυσο.
Η σισπλατίνη ανακαλύφθηκε το 1845 και χορηγήθηκε άδεια για ιατρική χρήση το 1978 και το 1979.[5][2] Συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο βασικών φαρμάκων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.[6]