Σιτηρά

Σιτηρά στην αγορά τροφίμων

Ο κόκκος σιτηρών είναι ένας μικρός, σκληρός, ξηρός σπόρος, με ή χωρίς λέπυρο ή φλούδα, που συγκομίζεται από μία καλλιέργεια σιτηρών[ανακριβές] για ανθρώπινη ή ζωική κατανάλωση.[1] Οι δύο κύριες εμπορικές καλλιέργειες είναι δημητριακών και όσπριων.

Μετά τη συγκομιδή, οι ξηροί σπόροι είναι πιο ανθεκτικοί από άλλα είδη τροφής, όπως τα αμυλούχα φρούτα (μπανάνες, αρτόκαρπος) και οι κονδύλοι (γλυκοπατάτες, κασάβα). Λόγω ανθεκτικότητας προτιμώνται στη γεωργική βιομηχανία, όπου η συγκομιδή γίνεται με μηχανικά μέσα, η μεταφορά γίνεται σιδηροδρομικώς ή με πλοία, αποθηκεύονται για μεγάλο χρονικό διάστημα σε σιλό, και αλέθονται για αλεύρι ή πιέζονται για έλαια. Έτσι, μεγάλες παγκόσμιες αγορές τροφίμων διαθέτουν ελαιοκράμβη, καλαμπόκι, ρύζι, σόγια, σιτάρι και άλλα δημητριακά, αλλά όχι κονδύλους, λαχανικά, ή άλλες καλλιέργειες.

Κόκκοι σιτηρών από αριστερά προς τα δεξιά: σιτάρι, όλυρα, κριθάρι, βρώμη.

Όλες οι καλλιέργειες δημητριακών είναι μέλη της οικογένειας Ποοειδών ή Αγρωστωδών.[2] Οι σπόροι τους περιέχουν σημαντική ποσότητα αμύλου,[3] έναν υδατάνθρακα που παρέχει διατροφική ενέργεια.

Δημητριακά θερμής περιόδου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δημητριακά ψυχρής περιόδου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κριθάρι
Σίκαλη
Κόκκοι ρυζιού 
Φαγόπυρο

Αμυλώδεις κόκκοι από πλατύφυλλες οικογένειες δικοτυλήδονων φυτών:

Φακές

Τα όσπρια της (υπο)οικογένειας των Ψυχανθών έχουν μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη από τα άλλα φυτικά τρόφιμα, περίπου 20%, ενώ η σόγια έχει έως και 35%. Περιέχουν επίσης υδατάνθρακες και λιπαρά. Στην κατηγορία περιλαμβάνονται:

Οι ελαιόσποροι καλλιεργούνται κυρίως για την εξαγωγή του λαδιού. Τα φυτικά έλαια παρέχουν διατροφική ενέργεια και μερικά απαραίτητα λιπαρά οξέα.[4] Επίσης, χρησιμοποιούνται ως καύσιμα και λιπαντικά.[5]

Οικογένεια Κραμβοειδών (Brassicaceae)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ελαιοκράμβη

Oικογένεια Αστεροειδών (Asteraceae)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ηλιόσποροι

Άλλες οικογένειες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. Babcock, P. G., ed. 1976. Webster's Third New International Dictionary. Springfield, Massachusetts: G. & C. Merriam Co.
  2. Vaughan, J. G., C. Geissler, B. Nicholson, E. Dowle, and E. Rice. 1997. The New Oxford Book of Food Plants. Oxford University Press.
  3. Serna-Saldivar, S.O. (2012). Cereal Grains: Laboratory Reference and Procedures Manual. Food Preservation Technology. Taylor & Francis. σελ. 58. ISBN 978-1-4398-5565-2. 
  4. Lean, M.E.J. (2006). Fox and Cameron's Food Science, Nutrition & Health, 7th Edition. CRC Press. σελ. 49. ISBN 978-1-4441-1337-2. 
  5. Salunkhe, D. K. (29 Φεβρουαρίου 1992). World Oilseeds (στα Αγγλικά). Springer Science & Business Media. ISBN 9780442001124.