Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Σκιπίων Μποργκέζε | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Scipione Borghese (Ιταλικά) |
Γέννηση | 1576[1][2][3] Artena ή Ρώμη[4][5] |
Θάνατος | 2 Οκτωβρίου 1633[6][7][3] Ρώμη[8] |
Τόπος ταφής | Σάντα Μαρία Ματζόρε |
Θρησκεία | Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία[9] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ιταλικά[1][10] λατινική γλώσσα[10] |
Σπουδές | Ποντιφικό Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο[4] Πανεπιστήμιο της Περούτζια[4] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συλλέκτης τέχνης βιβλιοθηκονόμος διπλωμάτης καθολικός ιερέας (από 1605)[11] καθολικός διάκονος (από 1605)[12] αρχιεπίσκοπος[13] μαικήνας[13] καθολικός επίσκοπος (από 1610) πρεσβύτερος[14] |
Οικογένεια | |
Συγγενείς | Παύλος Ε΄ (θείος)[8] |
Οικογένεια | House of Caffarelli |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Roman Catholic Archbishop of Bologna (1610–1612)[15][16] βιβλιοθηκάριος της Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας Καμερλέγκος του Ιερού Κολλεγίου των Καρδιναλίων (1621–1623) καρδινάλιος (από 1605)[17][18] Μεγάλος Σωφρονιστής (1610–1633) Καρδινάλιος Υπουργός Εξωτερικών (1605–1621) cardinal-nephew[8] |
Θυρεός | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Σκιπίων, (ιταλ.:Scipione ,1 Σεπτεμβρίου 1577 - 2 Οκτωβρίου 1633) από τον Οίκο των Καφαρέλλι ήταν Ιταλός καρδινάλιος, συλλέκτης έργων τέχνης και προστάτης καλλιτεχνών, όπως του Καραβάτζιο και του Μπερνίνι. Κληροδότημά του είναι η συλλογή τέχνης στη βίλλα Μποργκέζε στη Ρώμη.
Αρχικά ονομαζόταν Σκιπιόνε Καφαρέλλι και γεννήθηκε στην Αρτένα, ως γιος τού Φραγκίσκου Καφαρέλλι και της Ορτένσια Μποργκέζε. Ο πατέρας του είχε οικονομικές δυσκολίες, έτσι την εκπαίδευσή του πλήρωσε ο θείος του πάπας Παύλος Ε΄ από τον Οίκο των Μποργκέζε. Αυτός το 1605 τού απένειμε γρήγορα το αξίωμα τού καρδιναλίου και τού έδωσε το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το όνομα και τον θυρεό των Μποργκέζε.
Κατά το πρότυπο τού παπικού νεποτισμού, ο Σκιπίων άσκησε τεράστια εξουσία ως γραμματέας τού πάπα και ουσιαστικά ως επικεφαλής της κυβέρνησης τού Βατικανού. Στο όνομα τού ιδίου κι στο όνομα τού πάπα συγκέντρωσε τεράστια περιουσία μέσω παπικών τελών και φόρων και απέκτησε απέραντες ιδιοκτησίες γης για τον Οίκο των Μποργκέζε.
Έλαβε πολλές τιμές από τον θείο του. Έγινε γενικός επιθεωρητής τού Παπικού κράτους, αντιπρόσωπος (legatus) στην Αβινιόν, αρχιερέας των βασιλικών τού Λατερανού και τού Βατικανού, έφορος (prefect) της Υπογραφής της Χάρης (Ανώτατου Εκκλησιαστικού δικαστηρίου), ηγούμενος τού Σουμπιάκο και τού Σαν Γκρεγκόριο ντα Σασσόλα επί τού Καίλιου λόφου και βιβλιοθηκονόμος της Ρωμαϊκής Καθολικής Εκκλησίας. Επίσης έλαβε τα αξιώματα τού Μεγάλου Σωφρονιστή, τού γραμματέας των Αποστολικών Υπομνημάτων, την αρχιεπισκοπή της Μπολόνια, την προστασία της Γερμανίας και των Αψβουργικών Κάτω Χωρών, των Ταγμάτων των Δομινικανών, Καμαλντολέζε και Ολιβέτα, τού προσκυνήματος τού Λορέτο, της Ελβετικής Φρουράς και πολυάριθμες άλες εκκλησιαστικές θέσεις. Σε καθένα από αυτά τα αξιώματα ο καρδινάλιος ελάμβανε μισθό. Τα έσοδά του το 1609 ήταν 90.000 σκούδα και το 1612 έφθασαν τα 140.000 σκούδα. Με τον τεράστιο αυτόν πλούτο αγόρασε τις κώμες Μοντεφορτίνο και Ολεβάνο Ρομάνο από τον Πιερ-Φραντσέσκο Κολόννα δούκα τού Ζαγκαρόλο αντί 280.000 σκούδων.
Έγινε καρδινάλιος-ανιψιός, ένα επίσημο αξίωμα ως το 1692, και έτσι ήταν υπεύθυνος των εσωτερικών και εξωτερικών πολιτικών υποθέσεων τού Παπικού κράτους. Επιπρόσθετα ο Παύλος Ε΄ τού εμπιστεύτηκε τη διαχείριση των οικονομικών της παποσύνης και της οικογένειας Μποργκέζε.
Προκάλεσε μεγάλη αμφισβήτηση και δυσαρέσκεια με τη χρήση "δώρων" από την παπική κυβέρνηση για τη χρηματοδότηση επενδύσεων των Μποργκέζε. Θεωρώντας, ότι η αγορά ακινήτων ήταν ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να εξασφαλίσει οικονομική σταθερότητα, αγόραζε ολόκληρες πόλεις και άλλες εκτεταμένες ιδιοκτησίες, όπως το 1/3 της γης νότια της Ρώμης. Χρησιμοποιώντας την εξουσία του ως καρδιναλίου-ανιψιού, συχνά εξανάγκαζε τους ιδιοκτήτες να πωλήσουν τις περιουσίες τους σημαντικά μειωμένες. Έτσι εξασφάλιζε, ότι οι τύχες της οικογένειας δεν θα εξαρτιόταν προσωρινά από εκκλησιαστικά αξιώματα.
Απεβίωσε το 1633 στη Ρώμη σε ηλικία 60 ετών και τάφηκε στο παρεκκλήσιο των Μποργκέζε στη Σάντα Μαρία Ματζόρε.
Οι σύγχρονοί του σχολίασαν τα σχεδόν δημόσια σκάνδαλα, που προέκυψαν σε περιπτώσεις πιθανής ομοφυλοφιλίας τού Σκιπίωνα· αυτή αντανακλάται στο γούστο του για τη συλλογή έργων τέχνης με ομοερωτικό απόηχο. Το 1605 έφερε στη Ρώμη τον Στέφανο Πινιατέλλι, με τον οποίο ήταν στενά συνδεδεμένος και εξόργισε τον θείο του.
Σύμφωνα με τον μεταγενέστερο συγγραφέα Γκαετάνο Μορόνι, ο Σκιπιόνε "ήταν επιμελής για τη στοργή τού Στέφανο· τον κάλεσε στη Ρώμη και τον εισήγαγε στην Αυλή του, όπου ο Στέφανο απέκτησε τέτοια επιρροή επάνω στον καρδινάλιο, ώστε ο Σκιπιόνε δεν έκανε κάτι χωρίς τη συμβουλή του. Αυτό ήταν αρκετό για να τον φθονήσουν οι αυλικοί και να πουν κακόβουλες και δηλητηριώδης συκοφαντίες εναντίον του: οι καρδινάλιοι και οι πρέσβεις ανέφεραν στον πάπα, ότι ο Στέφανο είχε απεχθή ελαττώματα και πως για την αξιοπρέπεια τού ανιψιού του θα πρέπει να αποβληθεί πλήρως".
Όταν έγινε αυτό, ο Σκιπιόνε έπεσε σε μακρά και σοβαρή ασθένεια και επανήλθε μόνο όταν επετράπη στον Πινιατέλλι να επιστρέψει. Ο πάπας αποφάσισε να ελέγχει τον Στέφανο χειροτονώντας τον· έτσι ξεκίνησε για τον Στέφανο μία σταδιοδρομία, που τον οδήγησε στο να γίνει καρδινάλιος το 1621. Πάντως ο Ιταλός ιστορικός Λορέντσο Καρντέλλα σημειώνει, πως η Ρωμαϊκή Εξέταση τον αθώωσε δύο φορές από την κατηγορία της "κακής επιρροής" στον καρδινάλιο Σκιπιόνε.
Στην εποχή μας ο Τζοβάννι-Αντόνιο Μάρτα εξέδωσε αναφορές κατασκόπων, που αντιτίθενται στο ότι ο Στέφανο ήταν πράγματι αθώος και επιβεβαιώνουν τις ομοφυλοφιλικές τάσεις τού καρδιναλίου. Περιλαμβάνουν τη μαρτυρία ενός ευγενούς, για τον οποίο ο Σκιπιόνε έλεγε ότι "τον αγαπά ως το σημείο παραφροσύνης" και για τον οποίο είχε αποφασίσει να τού εξασφαλίσει τον ερυθρό πίλο τού καρδιναλίου· επίσης ένα σκοτεινό επεισόδιο, όπου ένας νεαρός 18 ετών υποτίθεται ότι φονεύθηκε στον προθάλαμο τού Σκιπιόνε από τους υπηρέτες του, αφού άφησε την κλίνη τού καρδιναλίου.
Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εκτεταμένους κήπους από αρχιτέκτονες στις ιδιοκτησίες του στη Ρώμη, όπως στο παλάτσο Μποργκέζε επί τού Κυριναλίου (1610-16) και στη βίλλα Μποργκέζε (1613, με βελτιώσεις ως το τέλος του). Οι δύο αυτοί κήποι επηρέασαν την κατασκευή άλλων και είχαν νεωτεριστικά στοιχεία, όπως οι καταρράκτες και το ότι περιβαλλόταν από πυκνά άλση, που αν και οι κήποι ήταν στην πόλη, έδιναν μία απομόνωση αγροκτήματος.
Στο πρώτο ήμισυ της σταδιοδρομίας του η οικοδομή εκκλησιών σχετιζόταν με τα επίσημα αξιώματά του. Κατά το επόμενο ήμισυ το ενδιαφέρον του ήταν ευρύτερο και παρενέβη στο Σαν Κρισόγονο, τη Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα, τη Σάντα Μαρία ντελλα Βιττόρια, τη Σάντα Κιάρα α Κάζα Πία, τον Σαν Γκρεγκόριο Μάγκνο, όπως επίσης κτίζοντας νέους ναούς στις γειτονικές πόλεις τού Μοντεφορτίνο και Μόντε Κομπάτρι. Κατά την παποσύνη τού Γρηγορίου ΙΕ΄ των Λουντοβίτσι το κύριο ενδιαφέρον του ήταν μνημειακά έργα. Το πρώτο ήταν ο καλλωπισμός τού παρεκκλησίου των Καφφαρέλλι στη Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα (1620-23) και το δεύτερο ήταν το μεγάλο ξύλινο κενοτάφιο, που διακοσμήθηκε με γλυπτά τού Τζαν Λορέντσο Μπερνίνι στη Σάντα Μαρία Ματζόρε (1622).
Αφού εισήλθε στο Ιερό Κολέγιο όπου σπούδασε, η πρώτη του εργασία ήταν η κατασκευή και διακόσμηση των παρεκκλησίων προσευχής τού Αγ. Ανδρέα και της Αγ. Σύλβια στο πλάι τού Σαν Γκρεγκόριο Μάγκνο αλ Τσέλιο. Το έργο καταδεικνύει την αφοσίωσή του την Χριστιανική κληρονομία της πόλης και τον σεβασμό στους αναμορφωτές της Εκκλησίας της προηγούμενης γενιάς. Η ανακαίνιση τού Σαν Σεμπαστιάνο εκτός των τειχών (1607-14), ναού που έκτισε ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α΄ το 312, στεγάζει τη μεγαλύτερη συλλογή λειψάνων τού καιρού του. Ο Σαν Σεμπαστιάνο ήταν ένας από τους επτά ναούς της Ρώμης και η αποκατάστασή του ήταν καίρια για την αναβίωση σειράς προσκυνημάτων. Η ανακαίνιση ήταν ουσιαστικά πλήρης εκσυγχρονισμός: ξανακτίστηκε η πρόσοψη, προστέθηκε οπίσθια είσοδος και προσεκτικά εξετάστηκε και επιδιορθώθηκε το εσωτερικό με σύγχρονες διακοσμητικές αντιλήψεις.
Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της επισκευής είναι η προσθήκη τού ονόματος και τού θυρεού των Μποργκέζε. Στην κορυφή τού στηθαίου της στοάς υπάρχει ο αετός και ο δράκος (εμβλήματα τού Οίκου του) και από κάτω η αφιερωματική επιγραφή: Σκιπιόνε Μποργκέζε μέγας δικαστής, καρδινάλιος και ιερέας της Ιεράς Ρωμαϊκής Εκκλησίας, 1626. Μέσα ο θυρεός του υπάρχει στο κεντρικό σημείο της οροφής και στο προσκήνιο στο τέλος τού σηκού. Στη βάση τού ουρανού (baldachino) υπάρχει και άλλη επιγραφή.
Ως καρδινάλιος ο Μποργκέζε έλαβε σοβαρά την υπευθυνότητα για να συνεισφέρει στη φροντίδα και τη διακόσμηση των ναών, που είχε στη δικαιοδοσία του. Ιδιαίτερα μετά την αποβίωση τού θείου του έδειχνε με τον εξωραϊσμό των ναών τη μέριμνα για το να ευημερούν οι πιστοί. Η ανακατασκευή τού Σαν Κρισόγκονο (1618-28) είναι μάλλον το πιο δαπανηρό έργο διακόσμησης, που έγινε σε ναό της Ρώμης στις αρχές του 17ου αι.: ο χρυσός σκεπάζει την οροφή και πολλές επιφάνειες. Τέτοια μεγάλα έργα τον βοήθησαν να αποκαταστήσει τη φήμη του, αν και ποτέ δεν ανέκτησε την πολιτική του επιρροή.