Με τον όρο σκραπ εννοούνται ανακυκλώσιμα υλικά, απόβλητα της βιομηχανικής παραγωγής και της κατανάλωσης, όπως τμήματα αυτοκινήτων, αεροσκαφών (σχετικά νέα έννοια)[1], οικοδομικά υλικά κ.ά. Αντίθετα από τα απορρίμματα, το σκραπ έχει οικονομική αξία, ειδικά μεταλλικά και άλλα μη μεταλικά υλικά που μπορούν να ανακυκλωθούν. Η λέξη προέρχεται από την αρχαία σκανδιναβική γλώσσα [skrapa] και η πρώτη γνωστή χρήση της μαρτυρείται στον 14ο αι.[2]
Αναφέρονται δύο τύποι σκραπ, το νέο και το παλαιό. Το νέο είναι αποτέλεσμα βιομηχανικών διεργασιών και επιστρέφει στη διαδικασία παραγωγής μέσω της ανακύκλωσης. Το παλαιό σκραπ προέρχεται από το τέλος του κύκλου ζωής βιομηχανικών και βιοτεχνικών προϊόντων και αποτελεί συνήθως τμήμα κραμάτων, πλαστικών και άλλων υλικών, που χρειάζονται επεξεργασία για την ανάκτηση των ανακυκλώσιμων υλικών[3].
Η περισυλλογή σκραπ στο παγκόσμιο πλαίσιο και κυρίως στις μεγάλες πόλεις γίνεται επισήμως από εταιρείες περισυλλογής και διαλογής. Σε ό,τι αφορά στο εθνικό πλαίσιο ανεπισήμως αποτελεί τμήμα παραεμπορίου με μεγάλο ετήσιο τζίρο[4].