Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Με τον όρο «Σοκ και Δέος» (αγγλ. Shock and Αwe) φέρεται από το τέλος της δεκαετίας του 1990 μία σύγχρονη στρατιωτική τακτική, γνωστή και ως «τακτική ταχείας κατάληψης», ή κυριαρχία, που ανάγεται σε μετα-ψυχροπολεμικό στρατιωτικό δόγμα, με συμμετοχή συντριπτικής στρατιωτικής δύναμης που με θεαματική επίδειξη καταβάλει άμεσα το ηθικό του αντιπάλου στα πεδία των μαχών. Το δόγμα αυτό γράφτηκε από τους Έρλαν Ούλμαν (Harlan Κ. Ullman) και Τζ. Γουέντι (James P. Wade) το 1996 και παρουσιάστηκε στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Άμυνας των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τους συντάκτες αυτού όπως το παρουσίασαν στην ειδική έκθεσή τους, βασικός στόχος του αποτελεί η παράλυση της θέλησης του αντιπάλου, η πλήρης σύγχυση αυτού και η αδυναμία στρατηγικής αντίστασης. Αυτό επιτυγχάνεται με ταχύτητα εφαρμογής και εξαιρετικά έντονη προπαγάνδα, ικανή να διαβάλλει το ηθικό του αντιπάλου, έτσι ώστε να θεωρηθεί μάταιη η οποιαδήποτε αντίσταση.
Αποτέλεσμα των παραπάνω βεβαιώνεται η ταχύτατη κατάληψη - κυριαρχία πεδίων ή ακόμα και αντίπαλων χωρών, ως σύγχρονη αντίληψη της στρατιωτικής τακτικής των ΗΠΑ.
Η Ταχεία κυριαρχία ως "σοκ και δέος", γράφουν, μπορεί να γίνει μια "επαναστατική αλλαγή", στη στρατιωτική τακτική των ΗΠΑ εκμεταλλευόμενη στο έπακρο όλες τις δυνατότητες της σύγχρονης τεχνολογίας, της πληροφορικής και του ηλεκτρονικού πολέμου.
Βασικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του δόγματος θεωρούνται:
Στη δε ανάλυσή των παραπάνω, οι συντάκτες του δόγματος επικεντρώνονται στο σημείο της επιβολής του αιφνίδιου φόβου - σοκ όπου στη συνέχεια με παράμετρες ενέργειες (π.χ. αποκλεισμούς, προπαγανδιστική παραπληροφόρηση κ.λπ.) επιδιώκεται η επιθυμητή κατάσταση του περιορισμού της ελεύθερης βούλησης του εχθρού. Ακολούθως αναλύονται κατά τομείς οι στόχοι, η χρήση βίας, το μέγεθος και η έκταση της προς εφαρμογή δύναμης, η ταχύτητα εκτέλεσης, οι προσβολές υποδομών και οι παράπλευρες απώλειες αμάχων, καθώς και η τεχνική επ΄ αυτών.
Τελικά το δόγμα αυτό υιοθετήθηκε από τον αμερικανικό στρατό και εφαρμόσθηκε στον πόλεμο του Ιράκ το 2003, όπου τότε ο όρος έγινε περισσότερος γνωστός από τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ).