Το σουρίμι (ιαπωνικά: 擂り身 / すり身) είναι πάστα η οποία παράγεται από ψάρι ή άλλο κρέας. Είναι διαθέσιμη σε διάφορα σχήματα, μορφές και υφές, ώστε να χρησιμοποιείται ως απομίμηση τόσο σε υφή όσο και χρώμα του κρέατος του αστακού, του καβουριού και άλλων θαλασσινών.
Το σουρίμι περιέχει 76% νερό, 15% πρωτεΐνη, 6,9% υδατάνθρακες και 0,9% λιπαρά.[1] Καθώς η πάστα που παράγεται είναι χωρίς γεύση, προστίθενται βελτιωτικά γεύσης. Ψάρια που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του σουρίμι περιλαμβάνουν τον γάδο, τον μπακαλιάρο, τον ξιφία, τα τιλάπια, το γαλατόψαρο και ο γαλέος. Το κρέας του ψαριού καθαρίζεται και ξεπλένεται ώστε να απομακρυνθούν οι οσμές. Στη συνέχεια πολτοποιείται φτιάχνοντας μία ζελατινώδη πάστα. Στη συνέχεια, ανάλογα με την επιθυμητή υφή και εμφάνιση, προστίθεται στην πάστα διάφορα υλικά, όπως άμυλο, ασπράδι αυγού, λάδι λαχανικών, σάκχαρα, σορβιτόλη, μπαχαρικά και άλλα, καθώς και ενισχυτικά γεύσης, όπως το όξινο γλουταμινικό νάτριο (MSG).
Περίπου 2 με 3 εκατομμύρια τόνοι ψαριού παγκοσμίως, περίπου το 2-3% της παγκόσμιας αλιείας, χρησιμοποιούνται για την παραγωγή σουρίμι. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ιαπωνία είναι κύριοι παραγωγοί σουρίμι παγκοσμίως, ενώ τόσο η Ταϊλάνδη όσο και η Κίνα παρουσιάζουν αύξηση της παραγωγής. Επίσης, έχουν εμφανιστεί πολλές νέες χώρες στην βιομηχανία του σουρίμι, όπως η Λιθουανία, το Βιετνάμ, η Χιλή, τα νησιά Φερόε, η Γαλλία και η Μαλαισία.[2]