Συντεταγμένες: 63°18′14.494″N 20°36′16.970″W / 63.30402611°N 20.60471389°W
Το Σούρτσεϊ δεκαέξι ημέρες μετά την ανάδυσή του από την έκρηξη | |
Γεωγραφία | |
---|---|
Τοποθεσία | Ατλαντικός Ωκεανός |
Συντεταγμένες | 63°18′N 20°36′W / 63.300°N 20.600°W |
Αρχιπέλαγος | Βέστμαναεϊγιαρ |
Έκταση | 1,4 km² |
Υψόμετρο | 155 μ |
Ισλανδία | |
Σχετικά πολυμέσα |
Surtsey | |
---|---|
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ. | |
Χώρα μέλος | Ισλανδία |
Τύπος | Φυσικό |
Κριτήρια | ix |
Ταυτότητα | 1267 |
Περιοχή | Ευρώπη |
Ιστορικό εγγραφής | |
Εγγραφή | 2008 (32η συνεδρίαση) |
Το Σούρτσεϊ (Surtsey) είναι ηφαιστειογενές νησί που βρίσκεται στο αρχιπέλαγος Βέστμαναεϊγιαρ ανοικτά της νότιας ακτής της Ισλανδίας.
Το νησί Σούρτσεϊ δεν υπήρχε πριν από το 1963, οπότε και αναδύθηκε από τη θάλασσα και δημιουργήθηκε σε διάστημα λίγων εβδομάδων από μία σειρά εκρήξεων ηφαιστείου, που εκτίναξαν υλικό σε ύψος εκατοντάδων μέτρων[1].
Ένα παράξενο, νευρικό, σκαμπανέβασμα του καραβιού τους και η τεράστια στήλη καπνού που πετάχτηκε ξαφνικά από την ήρεμη θάλασσα, ειδοποίησαν, στις αρχές Νοεμβρίου του 1963, τους άνδρες ισλανδικού αλιευτικού ότι είναι μάρτυρες μίας γέννησης στην άβυσσο του ωκεανού: αμέτρητοι τόννοι λάβας ξεχύθηκαν από μία σχισμή στον πυθμένα, ανυψώνοντάς τον αργά αλλά σταθερά στο σημείο εκείνο. Οι ειδικοί έσπευσαν επί τόπου και, στις 15 Νοεμβρίου, είδαν ένα νέο νησί να ξεπροβάλλει από τη θάλασσα, μέσα σε ένα πραγματικό πανδαιμόνιο καπνών, αστραπών και υπόκωφων κρότων. Δύο μόλις ημέρες μετά την ανάδυσή του, το νέο νησί είχε ήδη μήκος 500 μέτρων και ύψος 40. Δέκα ημέρες μετά την ανάδυση είχε μήκος 900 μέτρων και πλάτος 650. Παρά τις προειδοποιήσεις των ειδικών, οι σκληροτράχηλοι κάτοικοι του γειτονικού νησιωτικού συμπλέγματος των Βέστμαν, όχι μόνο δεν ανησύχησαν, αλλά βάφτισαν κιόλας το νησί "Σέρτσεϊ", δηλαδή "το νησί του Σούρτουρ", από το όνομα μίας θεότητας της σκανδιναβικής μυθολογίας. Τρία νησιά γεννήθηκαν από εκείνη την κοσμογονία, αλλά μόνο το Σέρτσεϊ "επέζησε", καθώς νέα ηφαιστειακή έκρηξη τον Απρίλιο του 1964 και συνεχής ροή λάβας έως το Μάιο του 1965 διασφάλισε την ύπαρξή του, ενώ τα άλλα δύο σαρώθηκαν από τα κύματα του βόρειου Ατλαντικού[2]. Το 1967 πήρε τη σημερινή μορφή του.