![]() |
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Σπάθα (spathae) ονομάζονταν ένα σπαθί με ευθύγραμμη λάμα μεγάλου μήκους που είχε δύο κόψεις. Χρησιμοποιήθηκε από τον 3ο αιώνα έως τον 12ο αιώνα.
Το έτος 100 μ.Χ. ο Ρωμαίος συγγραφέας Τάκιτος περιέγραψε το όπλο και το ονόμασε Spatha. Ήταν όπλο του ιππικού των γερμανικών φύλων. Η λέξη προέρχεται από τα ελληνικά. Σπάθη ονομάζονταν κάθε φαρδιά λάμα, φτιαγμένη από ξύλο ή μέταλλο.[1] Επίσης πιθανή είναι η προέλευση της λέξης από την σπάθα, το δωρικό σπαθί. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν μια παρόμοια λέξη (σπαθί) εννοώντας ένα μακρύ εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι φαρμακοποιοί. Ο όρος αυτός υπάρχει μέχρι σήμερα, στη φαρμακευτική και στη χημεία ως spatel, ή σπάτουλα, και στην καθημερινή γλώσσα ως σπαθί στα ελληνικά, espada στα ισπανικά, spada στα ιταλικά, épée στα γαλλικά κ.α.
Η σπάθα συναντάται για πρώτη φορά στους ιππείς των Κελτών, ιδιαίτερα στους Νορικούς. Εξελίχτηκε από ένα σπαθί μικρότερου μήκους, από του οποίο εξελίχτηκε επίσης το ρωμαϊκό σπαθί Gladius. Όταν οι Ρωμαίοι στρατολόγησαν Κέλτες ιππείς, η σπάθα έγινε μέρος του επίσημου εξοπλισμού και καθιερώθηκε την εποχή του Αδριανού τον 2ο αιώνα ως όπλο του ιππικού. Αργότερα καθιερώθηκε και ως όπλο των λεγεωνάριων, αντικαθιστώντας το σπαθί Gladius. Τα γερμανικά φύλλα είχαν υιοθετήσει το όπλο αυτό τον 1ο αιώνα π.Χ. και το διαμόρφωσαν διαπλατύνοντας το και διατηρώντας ένα σχεδόν σταθερό μήκος.
Οι γερμανικές φυλές, όπως και οι Κέλτες, το χρησιμοποιούσαν μόνο στην ιππασία. Ίσως επειδή το ατσάλι ήταν δυσεύρετο στην κατασκευή και επεξεργασία, και γι' αυτό ήταν προνόμιο των εύπορων πολεμιστών, οι οποίοι ταυτόχρονα διέθεταν και προσωπικό άλογο. Αργότερα το συναντάμε μεμονωμένα και στους πεζούς πολεμιστές, παραμένει όμως σύμβολο υπεροχής που συνοδεύεται και από πολύτιμη ζώνη που το συγκρατούσε. Όλοι οι άλλοι πολεμιστές (εκτός από τους σκλάβους) είχαν για όπλο τους το ακόντιο.
Η σπάθα ήταν πολύ διαδεδομένη κατά την εποχή της Καθόδου των Φυλών, και ήταν σε χρήση σχεδόν σε όλες τις πολεμοχαρείς φυλές. Κύριος τόπος παραγωγής την εποχή των Ρωμαίων ήταν το Noricum, και μετακινήθηκε αργότερα στα εδάφη των Φράγκων της πεδιάδας του Ρήνου.[2].
Το εμπόριο εξαγωγής προς τα Σκανδιναβικά κράτη άνθιζε, μέχρι που οι Φράγκοι βασιλιάδες το απαγόρευσαν λόγω των όλο και συχνότερων καταδρομών των Βίκινγκ.
Η Ρωμαϊκή σπάθα κέλτικου τύπου είχε λεπίδα 75 - 110 εκατοστών μήκους και 4 εκατοστών πλάτους, ρομβικής διατομής και χωρίς αυλάκωση στις επίπεδες πλευρές. Οι δύο κόψεις του σπαθιού ήταν απολύτως παράλληλες, και σπάνια συνέκλιναν λίγο. Συνήθως το μπροστινό άκρο ήταν μυτερό, ενώ η λαβή ήταν πάντα από φυσικά υλικά, συνήθως από κόκκαλο ζώου ή ξύλο.
Η σπάθα των γερμανικών φύλων είχε πλατύτερη λάμα 5 εκατοστών, ενώ το μήκος του ήταν μεταξύ 90 και 100 εκατοστών. Το πρόσθιο άκρο ήταν στρογγυλεμένο αντί για μυτερό και ακονισμένο σαν την λεπίδα. Η γερμανική σπάθα ζύγιζε περίπου 1000 γραμμάρια (1 κιλό).
Στην διάρκεια του χρόνου ο σχεδιασμός της λεπίδας εξελίχτηκε, αφού στην αρχή λειάνθηκε με πολλές παράλληλες αυλακώσεις, για να καταλήξει σε μια φαρδιά αυλάκωση και στις δυο πλατιές πλευρές, ένα πολύ συχνό χαρακτηριστικό στοιχείο την εποχή της Καθόδου των Φυλών.
Για την κατασκευή της λαβής χρησιμοποιήθηκαν αργότερα, εκτός από τα φυσικά υλικά, και μέταλλα, ιδίως μπρούντζος, σίδηρος, άργυρος ή και χρυσός.
Μια ιδιαίτερη μορφή της σπάθας ήταν η «Σπάθα με τη χρυσή λαβή» που δεν χρησιμοποιούνταν στον πόλεμο, παρά μόνον ως σύμβολο εξουσίας.