Σρέτεν Στογιάνοβιτς | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Сретен Стојановић (Σερβικά) |
Γέννηση | 2 Φεβρουαρίου 1898[1] Πρίγιεντορ |
Θάνατος | 29 Οκτωβρίου 1960[1] Βελιγράδι |
Τόπος ταφής | Νέο Κοιμητήριο Βελιγραδίου (44°48′33″ s. š., 20°29′4″ v. d.) |
Χώρα πολιτογράφησης | Αυστροουγγαρία Γιουγκοσλαβία |
Σπουδές | Gimnazija Meša Selimović |
Ιδιότητα | κριτικός τέχνης, γλύπτης, ζωγράφος[2], θεωρητικός της τέχνης[3] και διδάσκων πανεπιστημίου[3] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Σρέτεν Στογιάνοβιτς (σερβικά κυριλλικά: Сретен Стојановић; 2 Φεβρουαρίου 1898 - 29 Οκτωβρίου 1960) ήταν Σερβοβόσνιος γλύπτης και κριτικός τέχνης. [4] Η καλλιτεχνική του προσωπικότητα έχει απωτυπωθεί καλύτερα σε πορτρέτα φιλοτεχνημένα από διάφορα υλικά. [5]
Ο Σρέτεν Στογιάνοβιτς γεννήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1898 στο Πριέντορ της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, σε μια οικογένεια ορθόδοξων ιερέων που «κήρυτταν την πίστη στη δύναμη των ανθρώπων και που φαντάζονταν ότι η Ρωσία είναι κάτι που είναι δικό μας ή πιο όμορφο, πιο μεγάλο, πιο ορθόδοξο, πιο κοντά στον Θεό και πιο ισχυρό από οτιδήποτε γερμανικό ή τουρκικό», όπως έγραψε ο Στογιάνοβιτς στην αυτοβιογραφία του. Ο Στογιάνοβιτς ανατράφηκε με την αυστηρότητα και σταθερότητα μιας πατριαρχικής οικογένειας, από ανθρώπους που μεγάλωσαν στον ίδιο τόπο και πέρασε ολόκληρη τη ζωή του χωρίς να εγκαταλείψει τις πιο βαθιές και αμετάβλητες ηθικές αρχές. Ανήκε στο Κίνημα Νέας Βοσνίας, στο οποίο είχε γραφτεί ως νεαρός μαθητής του Γυμνάσου της Τούζλα, και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 10 ετών. Επίσης, ασχολήθηκε για λίγο με τα εθνικά συμφέροντα στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πήγε στη Βιέννη, όπου σπούδασε γλυπτική και στις αρχές της δεκαετίας του 1920 απόλαυσε μια ταραγμένη μποέμ ζωή στο Παρίσι, όπου αφιερώθηκε επίσης στη μελέτη. Μαζί με τους Dragiša Vasić και Vladislav Ribnikar, ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση το 1927. Μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε ένας δυναμικός κοινωνικός και πολιτιστικός ακτιβιστής.
Ο Στογιάνοβιτς έγινε γλύπτης αφού πήγε να σπουδάσει, πρώτα στη Βιέννη στις αρχές του 1918 και αργότερα στο Παρίσι. Έλαβε υποτροφίες από τον Djurica Djordjević και από τη σύζυγό του Krista, με τους οποίους γνωρίστηκε και στη συνέχεια συνδέθηκε με φιλική σχέση. Αυτοί ήταν θερμοί υποστηρικτές της μοντέρνας τέχνης στη μεσοπολεμική Γιουγκοσλαβία και το σπίτι τους είχε γίνει ένας από τους πιο γνωστούς χώρους συγκέντρωσης καλλιτεχνών, συγγραφέων, νέων αριστερών πολιτικών και διανοούμενων. Όντας στη μέση κοινωνικών ανακατατάξεων, οΣτογιάνοβιτς επέστρεψε στη Βοσνία αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, όπου ασχολήθηκε με τη δημιουργία της πρώτης Γιουγκοσλαβίας με επαναστατική διάθεση.
Το 1919, ο Στογιάνοβιτς πήγε στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του πάνω στην τέχνη, οι οποίες όχι μόνο του εξασφάλισαν την απαραίτητη εκπαίδευση αλλά του έδωσαν και τη δημιουργική έμπνευση που χαρακτήριζε μία από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Μια διεύθυνση και κάποιες πληροφορίες που είχαν συγκεντρώσει οι Σέρβοι στα καφέ της λεωφόρου Σεν Μισέλ ήταν αρκετά για αυτόν, ανέφερε ο αυτοβιογράφος του, αναφερόμενος στην πρώτη του συνάντηση με την καλλιτεχνική μητρόπολη εκείνης της εποχής.
Η πιο ζωντανή απεικόνιση του Στογιάνοβιτς και ολόκληρης της ατμόσφαιρας κυριαρχούσε στους καλλιτεχνικούς κύκλους και την μποέμ κοινωνία του Παρισιού στο τέλος της δεύτερης και στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του περασμένου αιώνα δίνεται από τον L. Trifunović:
«Ένας τόσο όμορφος και αβρός άνδρας, με μπλούζα πουκάμισο και παλτό μαύρου αξιωματικού, φορώντας καπέλο τύπου μπορσαλίνο με φαρδύ γείσο, μπήκε νωρίς στους κύκλους των μποέμ του Μονπαρνάς που ζούσαν γύρω από τα καφέ Rotonda και Cupola, όπου οι άνθρωποι δεν έπιναν πάρα πολύ και να ξοδεύουν λίγα χρήματα, μιλούσαν, απήγγειλλαν, κοιμόνταν και περνούσαν τον χρόνο τους. Μπορούσε κανείς να γνωρίσει φίλους εδώ, γνωστούς και άγνωστους καλλιτέχνες, τον γεμάτο αυτοθεποίθηση Ζάντκιν με έναν σκύλο, τον Φουγίτα με την παράξενη κόμμωσή του και τον άσχημο φίλο του, την ογκώδη Ισιδώρα Ντάνκαν, τη Shanna Orlow, τον Κίσλινγκ, τρελούς Αμερικάνους και μεθυσμένους Σουηδούς, Ινδούς, Ελβετούς, Ρώσους. . . Το Μονπαρνάς έμοιαζε με μια σύγχρονη Βαβυλώνα. Η ζωή και η νεολαία του ήταν όλο ικανοποίηση".
Ένας άλλος κριτικός του καλλιτεχνικού έργου του Στογιάνοβιτς περιέγραψε την αλλαγή που πραγματοποιήθηκε μετά τις σπουδές του και αφότου επέστρεψε στην πατρίδα:
«Αφού μετακόμισε στο Βελιγράδι, η βιογραφία του Σρέτεν χάνει τη χροιά μιας ευτυχισμένης ιστορίας. Ξεκινά σοβαρά και επαγγελματικά να δημιουργεί, δημιουργώντας το πρώτο του στούντιο γλυπτικής, εκθέτει έργα του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, συμμετέχει ενεργά στην τέχνη, γράφει καλλιτεχνική κριτική, δημοσιεύει δύο βιβλία, εμφανίζεται συχνά στο κοινό και συζητά επαγγελματικά ή κοινωνικά προβλήματα εκείνης της εποχής, δίνει δημοφιλείς διαλέξεις για την τέχνη, δημιουργεί οικογένεια, ταξιδεύει..."
Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Στογιάνοβιτς έζησε στο Βελιγράδι με την οικογένειά του και όταν τελείωσε ο πόλεμος ανακάλυψε ότι ο αδερφός του, ο Μλάντεν Στογιάνοβιτς, είχε πεθάνει. Ο αδερφός του ήταν ένας θρυλικός εθνικός ήρωας και ένα από τα βασικά πρόσωπα του επαναστατικού κινήματος του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο στη δυτική Βοσνία. Μετά τον θάνατο του αδερφού του, ο Στογιάνοβιτς ασχολήθηκε με πολλές δραστηριότητες. Διετέλεσε πρόεδρος του Εθνικού Μετώπου στο Βελιγράδι, γραμματέας της Ένωσης Ζωγράφων της Γιουγκοσλαβίας, πρόεδρος της Ένωσης Ζωγράφων της Σερβίας, διευθυντής της Ακαδημίας Καλών Τεχνών, εκδότης του περιοδικού Τέχνη, μέλος της Σερβικής Ακαδημίας Τέχνης και Επιστημών το 1950 κ.λπ.
Ο Στογιάνοβιτς πέθανε στο Βελιγράδι το 1960, αφήνοντας πίσω του μερικά από τα πιο πολύτιμα έργα γλυπτικής στη σερβική τέχνη του 20ού αιώνα. Στη γενέτειρά του, το Πριέντορ, δώρισε ένα σημαντικό μέρους των έργων του. Δημιουργίες του υπάρχεουν επίσης στην γκαλερί Pavlo Beljanski στο Νόβι Σαντ, στο Εθνικό Μουσείο και στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στο Βελιγράδι. Σε κτήρια στο Βελιγράδι, τη Βοϊβοντίνα, το Μαυροβούνιο και τη Σερβική Δημοκρατία της Βοσνίας στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, υπάρχουν μερικές από τις πιο σημαντικές μνημειακές συνθέσεις του.