Στέφαν Λόχνερ | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Stefan Lochner (Γερμανικά) |
Γέννηση | περ. 1410 Meersburg, Βάδη-Βυρτεμβέργη, Γερμανία |
Θάνατος | 1451 Κολωνία, Γερμανία |
Αιτία θανάτου | πανώλη[1][2] |
Κατοικία | Κολωνία |
Εθνικότητα | Γερμανός |
Χώρα πολιτογράφησης | Γερμανία |
Ιδιότητα | Ζωγράφος της όψιμης γοτθικής τεχνοτροπίας |
Γνωστός για | ... τους μυστικιστικούς θρησκευτικούς του πίνακες |
Κίνημα | Αναγεννησιακή τέχνη στη Γερμανία |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | Αναγεννησιακή τέχνη στη Γερμανία |
Σημαντικά έργα | Η Μαντόνα στον Κήπο με τα Τριαντάφυλλα |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Στέφαν Λόχνερ (γερμανικά: Stefan Lochner, περ. 1410 - 1451) ήταν Γερμανός ζωγράφος. Απαντά στη βιβλιογραφία και ως Διδάσκαλος Στέφαν του Κολν και θεωρείται ο σπουδαιότερος ζωγράφος της Σχολής της Κολωνίας κατά το 15ο αιώνα, ένας από τους τελευταίους μεγάλους καλλιτέχνες της Γερμανικής Γοτθικής Τέχνης. Είναι ευρέως γνωστός για τους μυστικιστικούς θρησκευτικούς του πίνακες.
Όντας αξιοσημείωτος για τα εκλεκτά χρώματα και τη λεπτεπίλεπτη υφή των έργων που φιλοτέχνησε για Άγιες Τράπεζες, συνδύαζε χαρακτηριστικά γνωρίσματα της γοτθικής τέχνης (χρώματα που θυμίζουν πολύτιμα πετρώματα και ρέουσες γραμμές) με την ολλανδική έμφαση στη λεπτομέρεια. Ο Λόχνερ συνδέεται με την «Εικόνα των Τριών Μάγων» (περ.1440), ένα μεγάλο τρίπτυχο που απεικονίζει την «Προσκύνηση των Μάγων» στο κεντρικό τμήμα, το οποίο στεγάζεται σήμερα στον Καθεδρικό Ναό της Κολωνίας. Άλλα έργα του γοτθικής τεχνοτροπίας είναι τα ακόλουθα: «Ο Άγιος Ιερώνυμος στο σπουδαστήριό του» (Μουσείο Βόρειας Καρολίνας, Ράλεϊ), «Η Προσκύνηση του Βρέφους» (1445, λάδι σε καμβά, Παλαιά Πινακοθήκη, Μόναχο), «Η Υπαπαντή» (1447, Μουσείο Τέχνης, Ντάρμστατ), «Η Μαντόνα στον Κήπο με τα Τριαντάφυλλα» (1440-42, Μουσείο Wallraf-Richartz, Κολώνια) και «Οι Τρεις Άγιοι» (1450, Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο).[3]
Τον Οκτώβρη του 1520 ο Άλμπρεχτ Ντύρερ (1471-1528), που ταξίδευε προς τις Κάτω Χώρες, έκανε στάση στην Κολωνία και σημείωσε στο ημερολόγιό του πως πλήρωσε τέσσερα Weissspfennig προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση σε ένα πίνακα του Maister Steffan zu Koln στο Παρεκκλήσιο του Δημαρχείου. Με τον τρόπο αυτό, ο διασημότερος ζωγράφος της Κολωνίας κατά το 15ο αιώνα βγήκε από την ανωνυμία. Το όνομά του εμφανίζεται στα λογιστικά αρχεία της πόλης το 1442, και για τελευταία φορά το 1451, οπότε και πιθανώς απεβίωσε κατά τη διάρκεια του Μαύρου Θανάτου. Η επαναλαμβανόμενη εκλογή του στο δημοτικό συμβούλιο μαρτυρά πόση εκτίμηση απολάμβανε από τους συνδημότες του. Κάποιο έγγραφο αναφέρεται σε εκείνον ως Στέφαν από την Κωνσταντία, αφήνοντας να εννοηθεί πως γεννήθηκε σε αυτή την περιοχή.[3]
Η καλλιτεχνική του εξέλιξη παραμένει μέχρι τις ημέρες μας σκιώδης. Πιθανώς εκπαιδεύτηκε στην Άνω Σουηβία, όπου και γεννήθηκε, ωστόσο η υπόθεση αυτή δεν επιβεβαιώνεται από αδιάσειστα στοιχεία. Μέχρι την εποχή που το όνομά του εμφανίζεται στα αρχεία της Κολωνίας, είχε ήδη υιοθετήσει το καλλιτεχνικό ιδίωμα της περιοχής. Κατά πάσαν πιθανότητα εγκαταστάθηκε εκεί κάποια στιγμή της δεκαετίας του 1430, μετά από ένα ταξίδι στις Κάτω Χώρες όπου και εμποτίστηκε από την τέχνη των καλλιτεχνών της Βορειοευρωπαϊκής Αναγέννησης, όπως ο Γιαν βαν Άικ (1390-1441) και ο Ρομπέρ Καμπέν (Δάσκαλος του Φλεμάλ) (1378-1444).[3]
Τα παλαιότερα γνωστά έργα του Λόχνερ, όλα τέμπερα σε ξύλο, φαίνεται πως δημιουργήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1430. Ανάμεσά τους συναντούμε το έργο «Ο Άγιος Ιερώνυμος στο σπουδαστήριό του» το οποίο είναι πολύ γοτθικό ως προς τη μορφή και το πνεύμα, σε αντίθεση με το νέο ρεαλισμό που αναδυόταν εκείνη την εποχή στη Φλάνδρα. Αποκαλύπτει την προτίμηση του καλλιτέχνη προς τις απαλά σχεδιασμένες μορφές, τοποθετημένες σε ένα αρχιτεκτονικό περιβάλλον που θυμίζει σκηνή θεάτρου. Το πρώτο σημαντικό του έργο για Άγια Τράπεζα, η φυσικού μεγέθους «Μαντόνα με Βιολέτες» (περ. 1435), είναι μια κομψή, χαρωπά γλυκιά εικόνα της Μητέρας του Χριστού. Στα πόδια της, η μορφή της δωρήτριας του έργου, μικροσκοπική όπως συνηθίζεται στη μεσαιωνική τέχνη, γονατίζει ως ένδειξη σεβασμού.[4]
Άλλο έργο για Αγία Τράπεζα είναι η κατακλυσμική «Δευτέρα Παρουσία» (περ. 1435-1440). Το κεντρικό τμήμα σφύζει από ευλογημένους που χαμογελούν, από καταραμένους που ουρλιάζουν, από λεγεώνες διαβόλων και από χαρακτηριστικούς του καλλιτέχνη μπλε αγγέλους.[4] Η διαίρεση των πλαϊνών φύλλων σε έξι διακριτές σκηνές (σήμερα στο Μουσείο Σταίντελ της Φραγκφούρτης) εξακολουθεί να βρίσκεται σε συμφωνία με τη μεσαιωνική παράδοση και φέρνει στο μυαλό τις εικόνες βωμών των πρώτων δεκαετιών του 15ου αιώνα. Στο κεντρικό τμήμα επίσης αντιπαραβάλλονται ανεξάρτητες σκηνές. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά τις λεπτομέρειες, ο Λόχνερ εισήγαγε καινοτομίες στα καθιερωμένα της Σχολής της Κολωνίας. Οι μικρές φιγούρες διαθέτουν μια καινούρια ελευθερία. Η ανθρώπινη μορφή είτε γυμνή είτε σε προφίλ, ειδωμένη από πίσω ή σε κίνηση, ποτέ πριν δεν είχε αναπαρασταθεί στην Κολωνία με αυτό τον τρόπο. Κάθε λεπτομέρεια έχει αντιμετωπιστεί με την ίδια προσοχή, ωστόσο η αντίθεση ανάμεσα στον πλούτο των ρεαλιστικών μορφών που προέκυψε από την έξυπνη παρατήρηση της φύσης, και την έλλειψη συνοχής του συνόλου, αφήνουν να εννοηθεί πως το τρίπτυχο αποτελεί ένα από τα πρώτα έργα του καλλιτέχνη.[3] Ορισμένοι δε μελετητές εικάζουν, επειδή το έργο αυτό διαφέρει αρκετά από άλλα του καλλιτέχνη, πως δεν το φιλοτέχνησε ο ίδιος ή πως τις μορφές των καταραμένων ζωγράφισαν μαθητές του.[5]
Το περίφημο «Τρίπτυχο των Τριών Μάγων», που αποδίδεται στο Λόχνερ βάσει σχετικής αναφοράς του Άλμπρεχτ Ντύρερ (1471-1528), πρέπει να έχει φιλοτεχνηθεί ελάχιστα μετά το 1440 και στεγάζεται στις ημέρες μας στον Καθεδρικό Ναό της Κολωνίας. Αρχικά προοριζόταν για το Δημαρχείο της πόλης, ωστόσο μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση το 1810.[5] Το κεντρικό τμήμα αναπαριστά την «Προσκύνηση των Μάγων». Στη μέση, καθισμένη σε θρόνο, είναι η Παρθένος με το Θείο Βρέφος, ταπεινοί αλλά και μεγαλειώδεις, σε παραδοσιακά εξιδανικευμένα ρούχα. Το Αστέρι λάμπει από ψηλά και γύρω πετούν άγγελοι. Σε κάθε πλευρά προσεύχεται και προσφέρει δώρο ένας Μάγος, ενώ ο τρίτος στέκεται πίσω από το θρόνο. Στα δεξιά και αριστερά οι συνωστίζονται οι ακόλουθοί τους.[5] Στη μέσα πλευρά των πλευρικών φύλλων εικονίζονται οι προστάτες άγιοι της πόλης, Ούρσουλα και Γκέρεον, με τις ακολουθίες τους. Το εξωτερικό απεικονίζει τον Ευαγγελισμό στο εσωτερικό κτίσματος με ξύλινη οροφή και τοίχους καλυμμένους με μπροκάρ. Ο καλλιτέχνης παρουσιάζει το θέμα του με μεγάλη αυτοσυγκράτηση και το θέμα είναι εύκολα κατανοητό χάρις στην ξεκάθαρη διάταξη των μορφών στο χώρο. Τίποτε εδώ δε θυμίζει τις διστακτικές προσπάθειες με την προοπτική ή με τη μετάδοση στο θεατή της αίσθησης του χώρου, χαρακτηριστικά στοιχεία της «Δευτέρας Παρουσίας». Απαρνούμενος κάθε βοηθητική λεπτομέρεια, ο Λόχνερ περιορίζεται στα βασικά και παραμένει πιστός στην τακτική αυτή ακόμη και στο κεντρικό τμήμα, όπου το αίσθημα του μνημειώδους και το αυστηρό στυλ είναι ακόμη πιο έντονα. Τα αντικείμενα, οι μορφές και ο ρουχισμός αποδίδονται με μεγάλη φροντίδα, σε ευχάριστο στυλ, πλούσια σε προσωπικά στοιχεία, ωστόσο κύριο μέλημα του καλλιτέχνη παραμένει η συνοχή της σύνθεσης. Από εδώ και στο εξής η σύνθεση παίρνει εξέχουσα θέση σε βάρος της λεπτομέρειας, η οποία παραμένει υποταγμένη στο σύνολο.[3]
Το πιο τρυφερό, προσωπικό και χαρωπό από τα έργα του Λόχνερ είναι «Η Μαντόνα στον Κήπο με τα Τριαντάφυλλα» (Wallraf-Richartz Museum, Κολωνία, περ. 1438-1440). Εδώ αποτυπώνεται με όρους ζωγραφικής όσο καλύτερα γίνεται η εμπειρία του μύστη όταν «χάνει τον εαυτό του μέσα στο Θεό». Ενώ ο Πατέρας επιβλέπει από ψηλά και το Άγιο Πνεύμα ως περιστέρι κατεβαίνει, η όλο γλύκα και στοχαστικότητα Παρθένος κρατά στα χέρια της ένα αθώο Βρέφος. Ένα κουαρτέτο μικρών αγγέλων παίζει μουσική, ενώ άλλοι μαζεύουν τριαντάφυλλα και προσφέρουν τους καρπούς του Παραδείσου στη Βασίλισσα των Ουρανών και το Γιο της. Στις άνω γωνίες δύο άγγελοι συγκρατούν παραπετάσματα αποκαλύπτοντας το μυστήριο, που ξεδιπλώνεται σε ολόχρυσο φόντο.[4]
Παρόλο που ο Λόχνερ δεν υπέγραφε τα έργα του, σε δύο από αυτά αναγράφεται ημερομηνία. Αυτά είναι τα δύο φύλλα ενός τρίπτυχου που αναπαριστά τη «Θεία Γέννηση» (με τη «Σταύρωση» στην αντίθετη πλευρά, Παλαιά Πινακοθήκη, Μόναχο) και την «Υπαπαντή» (με τον «Άγιο Φραγκίσκο ενώ δέχεται τα Στίγματα» στην αντίθετη πλευρά, Gulbenkian Foundation, Λισαβόνα), και μία άλλη «Υπαπαντή» (Μουσείο Τέχνης, Ντάρμστατ), κεντρικό τμήμα της διακόσμησης του βωμού στο Ναό των Τευτόνων Ιπποτών. Τα έργα χρονολογούνται το 1445 και 1447 αντίστοιχα και καθιστούν δυνατή τη σύνταξη ενός χρονολογίου.[3]
Σε σύγκριση με τα έργα του Konrad Witz (1400-46) της Ελβετικής Σχολής στη Βασιλεία, του Χανς Μούλτσερ (1400-1467) με έδρα την Ουλμ, του Χανς Μέμλινγκ (περ.1433-94) της Σχολής της Μπριζ ή του Χιούγκο βαν ντερ Γκόες (1440–1482) με έδρα τη Γάνδη, η τέχνη του Λόχνερ δεν υπήρξε ιδιαίτερα πρωτοποριακή. Στην πραγματικότητα προσέγγισε τα προβλήματα που απασχόλησαν τους ανωτέρω - όπως την απόδοση του χώρου και την αναπαράσταση του τοπίου - σχετικά άτολμα. Υπερβολικά ίσως προσκολλημένος στην παράδοση της Σχολής της Κολωνίας, φαίνεται πως θεωρούσε τα ζητήματα αυτά δευτερεύοντα σε σχέση με τη δεξιοτεχνία, το χρώμα και το αίσθημα της ευσέβειας. Ανέπτυξε το «απαλό στυλ» της Διεθνούς Γοτθικής τεχνοτροπίας και είχε την τάση να αποδίδει στο μέγιστο βαθμό χαρακτήρα και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στις μορφές του. Η λεπτή χρήση των χρωμάτων προσδίδει ελαφρότητα και την αίσθηση της απαλής επισημότητας στις ζωγραφιές του. Τίποτα δεν διαταράσσει την ήρεμη, εσωστρεφή ατμόσφαιρα.[3]