Ο Στέφανος Σαράφης (Τρίκαλα, 23 Οκτωβρίου 1890 - Αθήνα, 31 Μαΐου 1957) ήταν Έλληνας αντιμοναρχικός στρατιωτικός, υποστράτηγος, ηγέτης του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) στην Εθνική Αντίσταση, και εξέχουσα πολιτική φυσιογνωμία, αρχικά του φιλελεύθερου-βενιζελικού χώρου, και αργότερα της Αριστεράς.
Ο Στέφανος Σαράφης γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1890. Το 1908 εισήλθε αρχικά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του για να καταταχθεί εθελοντικά στον Ελληνικό Στρατό, επηρεασμένος από τους εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες της εποχής, όπως ο Μακεδονικός Αγώνας, η αγροτική εξέγερση του Κιλελέρ, το Κίνημα των Νεοτούρκων, και το Κίνημα στο Γουδί που ακολούθησε. Έτσι, εγκαταλείποντας τις σπουδές του επέστρεψε στην πατρίδα του και κατατάχθηκε εθελοντής στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού (Τρικάλων), λαμβάνοντας το βαθμό του λοχία. Λοχαγός του τότε ήταν ο Αλέξανδρος Οθωναίος, με τον οποίο συνδέθηκε έκτοτε με στενή φιλία.
Με το βαθμό του λοχία συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους, και διακρίθηκε σε μάχες όπως στη Μάχη του Σαραντάπορου. Έπειτα φοίτησε στη Σχολή Υπαξιωματικών απ΄ όπου αποφοίτησε ως ανθυπασπιστής και λίγο αργότερα προήχθη σε ανθυπολοχαγό. Το 1916 υποστηρίζοντας το βενιζελικό κίνημα που εκδηλώθηκε στη Θεσσαλονίκη, και στην προσπάθειά του να μεταβεί κρυφά εκεί, συνελήφθη και διατάχθηκε η φυλάκισή του στις στρατιωτικές φυλακές της Αθήνας (Παραπήγματα), απ΄ όπου κατάφερε όμως να δραπετεύσει, να φθάσει στον προορισμό του και να τεθεί τελικώς στην υπηρεσία του κινήματος, υπολοχαγός πλέον. Το 1917, στη Θεσσαλονίκη, ονομάστηκε κατ΄ επιλογή λοχαγός, και στη συνέχεια, το 1918, τοποθετήθηκε στο Υπουργείο Στρατιωτικών. Το 1919, ως ταγματάρχης πλέον, πήρε μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία στο επιτελείο της Μεραρχίας Κυδωνιών (Αϊβαλί), με μέραρχο τον Αλέξανδρο Οθωναίο. Μετά την εκλογική ήττα όμως του Βενιζέλου (Νοέμβριος 1920) απομακρύνθηκε από το μικρασιατικό μέτωπο και εκτοπίσθηκε ως βενιζελικός και φίλος του στρατηγού Οθωναίου, αρχικώς στην Καλαμάτα, και στη συνέχεια στο Γύθειο.
Επανήλθε στο στράτευμα μετά το Κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 υπό τους Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά, προαχθείς το 1923 στο βαθμό του αντισυνταγματάρχη, συμβάλλοντας την ίδια χρονιά στην καταστολή του Κινήματος Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη. Αμέσως μετά, το 1924, στάλθηκε στη Γαλλία για μετεκπαίδευση, απ΄ όπου επέστρεψε και θήτευσε ως υποδιοικητής της Σχολής Ευελπίδων. Το 1925-26 φοίτησε στη Σχολή Πολέμου. Το 1930 προήχθη σε συνταγματάρχη και τοποθετήθηκε στρατιωτικός ακόλουθος στην ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι. Τρία χρόνια μετά, το 1933, η τότε ελληνική κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος τον ανακάλεσε με την κατηγορία ότι συναναστρεφόταν και είχε επαφές με τον Βενιζέλο, τον Πλαστήρα και άλλους παράγοντες του βενιζελικού χώρου.
Το 1935 έπαιξε ιδιαίτερα πρωταγωνιστικό ρόλο στο βενιζελικό στρατιωτικό Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, αποτελώντας μέλος της τριμελούς διευθυντικής επιτροπής του, μαζί με τους Αλέξανδρο Ζάννα, πρώην υπουργό της Αεροπορίας, και τον πλοίαρχο Ανδρέα Κολιαλέξη. Συγκεκριμένα, μαζί με τους αντισυνταγματάρχες Χριστόδουλο Τσιγάντε και Ι. Στεφανάκο, και τους λοχαγούς Οδυσσέα Παπαμαντέλο και Οικονόμου κ.ά., κατέλαβε το Πρότυπο Σύνταγμα Ευζώνων στο στρατόπεδο Μακρυγιάννη. Μετά την αποτυχία του κινήματος συνελήφθη και καταδικάστηκε στις 30 Μαρτίου από το Στρατοδικείο Αθηνών που συνήλθε στη Σχολή Χωροφυλακής, υπό την προεδρία του στρατηγού Δημητρίου Μπακόπουλου (φρουράρχου Αθηνών) σε ισόβια δεσμά και στρατιωτική καθαίρεση, μαζί με τους αντισυνταγματάρχες Χριστόδουλο Τσιγάντε και Ι. Στεφανάκο. Η καθαίρεσή τους έγινε στο Γουδί, παρουσία πολιτών που τους λοιδορούσαν και δυσφορούσαν για τη μη θανατική τους καταδίκη. Τελικώς αμνηστεύτηκε μετά την παλινόρθωση της Βασιλείας στην Ελλάδα με τη γενική αμνηστία που έδωσε ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ το Δεκέμβριο του ίδιου έτους (1935), οπότε και επανήλθε στο στράτευμα με το βαθμό που κατείχε πριν από την καθαίρεση (συνταγματάρχης).
Στη συνέχεια υπό το καθεστώς της μεταξικής δικτατορίας που ακολούθησε, φερόμενος από τον τότε υφυπουργό Ασφαλείας Κωνσταντίνο Μανιαδάκη ως μυηθείς σε κινήσεις που οδήγησαν στο Κίνημα του 1938, συνελήφθη και εκτοπίστηκε στη Μήλο. Λίγο αργότερα με την έκρηξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου η κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά απέρριψε αίτησή του να συμμετάσχει στον πόλεμο.[2]
Αμέσως μετά την κατάρρευση της Ελλάδας, ο Σαράφης κινητοποιήθηκε αμέσως ούτως ώστε να συγκροτηθεί άμεσα αντιστασιακό-αντιφασιστικό κίνημα. Ωστόσο, η συνεννόησή του με παλιά στελέχη του φιλελεύθερου χώρου δεν έφερε αποτελέσματα. Τελικώς, το 1942 συγκροτεί μαζί με άλλους στρατιωτικούς την αντιστασιακή «Οργάνωση 3Α» (Αγών-Ανόρθωση-Ανεξαρτησία). Ο Σαράφης βρέθηκε κατά τις αρχές του Φεβρουαρίου 1943 σε συνεννόηση με τον Εθνικό Δημοκρατικό Ελληνικό Σύνδεσμο (ΕΔΕΣ) στον Μεσόπυργο Άρτας και την Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση (ΕΚΚΑ), ζητώντας την ένωση όλων των αντιστασιακών δυνάμεων, αλλά ύστερα από αφοπλισμό της οργάνωσής του, την 1η Μαρτίου 1943 και σύντομη αιχμαλωσία από τον ΕΛΑΣ, ο Σαράφης δέχτηκε να προσχωρήσει σε αυτόν και ν΄ αναλάβει ηγετικά καθήκοντα. Στον ΕΛΑΣ ο Σαράφης επανέλαβε τη θέση του για ένωση των δυνάμεων της Αντίστασης. Ύστερα από τη συγκρότηση Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, ο Στέφανος Σαράφης ανέλαβε Στρατιωτικός Αρχηγός, ο Άρης Βελουχιώτης Γενικός Καπετάνιος και ο Ανδρέας Τζήμας (Σαμαρινιώτης) Πολιτικός Εκπρόσωπος του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ). Με τη θέση του αυτή απευθύνθηκε στον ελληνικό λαό και τους Έλληνες αξιωματικούς και κάλεσε σε αντιστασιακή συστράτευση και συνεργασία με το ΕΑΜ. Το κάλεσμά του σημείωσε σημαντική επιτυχία, εξαιτίας και της προσωπικής του εμβέλειας. Υπό την ηγεσία του ο ΕΛΑΣ κατέστη μαζικός, ισχυρός και αποτελεσματικός αντάρτικος στρατός.[3] Αυτήν την περίοδο ο Σαράφης προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ), εγκαταλείποντας το φιλελεύθερο χώρο όπου ανήκε προηγουμένως.
Το Μάιο του 1944, ως μέλος της αντιπροσωπίας του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, συμμετείχε στο Συνέδριο του Λιβάνου και το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους στη Συμφωνία της Καζέρτας.
Προ της ένταξής του στον ΕΛΑΣ, τον Ιανουάριο του 1943 ο Σαράφης συναντήθηκε με τον απότακτο ταγματάρχη Γεώργιο Κωστόπουλο στην περιοχή της Μονής Δουσίκου της κοινότητος Αγίου Βησσαρίωνος κοντά στα Τρίκαλα, όπου ήταν η έδρα της ομάδος του. Ο Γεώργιος Κωστόπουλος αρχικώς είχε ενταχθεί στον ΕΛΑΣ, διαφώνησε όμως με τους εκπροσώπους του και διέλυσε το τμήμα του, δημιουργώντας τον Οκτώβριο του 1942 την αντάρτικη οργάνωση ΕΣΑΠ (Ελληνικός Στρατός Απελευθερωτικής Προσπάθειας). Σκοπός της συναντήσεως αυτής ήταν ν΄ αναλάβει ο Σαράφης τη διοίκηση της ανταρτικής δυνάμεως του Κωστόπουλου, και με πυρήνα την ομάδα αυτή να οργανώσει την αντίσταση στη Θεσσαλία. Ένα μήνα αργότερα συναντήθηκε στο Αυλάκι Βάλτου με τους Κομνηνό Πυρομάγλου, Έντυ Μάγιερς κ.ά, στους οποίους κατά τις συζητήσεις τους τούς φάνηκε αντικομμουνιστής. Παρόλο που οι Βρετανοί δεν θέλησαν τη δημιουργία νέων αντάρτικων ομάδων, ο Σαράφης τούς ανέπτυξε σχέδιο για ένωση των ανταρτοομάδων σε γεωγραφικές σφαίρες επιρροής. Πιο συγκεκριμένα, η περιοχή της Ηπείρου θα παρέμενε στον Ναπολέοντα Ζέρβα, ο Σαράφης θα αναλάμβανε τη Θεσσαλία, και ο Δημήτριος Ψαρρός τη Ρούμελη, ενώ σε περίπτωση άρνησης της κομμουνιστικής ηγεσίας του ΕΛΑΣ, θα έπρεπε αυτή ν΄ απομονωθεί και ν΄ αφομοιωθεί η δημοκρατική πλειονότητα των ανταρτών στις επιμέρους ανταρτοομάδες. Από τους συντηρητικούς αντάρτες όμως μόνον ο Ζέρβας είχε τις απαιτούμενες συστάσεις, αφού οι Σαράφης και Ψαρρός δεν είχαν ακόμη δημιουργήσει αντάρτικες οργανώσεις ή δεν είχαν επαρκή δύναμη σε αντάρτες για ένα τέτοιο εγχείρημα.
Ο Σαράφης αργότερα επέστρεψε στη Θεσσαλία όπου και πληροφορήθηκε τον αφοπλισμό δύο υποομάδων του Κωστόπουλου από τον καπετάνιο Κόζιακα του ΕΛΑΣ, και δυο ημέρες αργότερα ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ Νικηταράς συλλαμβάνει τον ταγματάρχη Αντωνόπουλο που προσπαθούσε να δημιουργήσει ανταρτοομάδα στα πλαίσια του ΕΣΑΠ. Για το ΕΑΜ όμως εχθρός είναι ο Σαράφης, που λόγω της φήμης του στο κίνημα του 1935 μπορούσε να εξελιχθεί σε επικίνδυνο αντίπαλο, έτσι χαρακτηρίζεται προδότης για την άδεια κυκλοφορίας παράτασης που είχε λάβει από τις ιταλικές αρχές κατοχής. Ο Σαράφης ακολουθεί τον εξοργισμένο για τον αφοπλισμό των υποομάδων του Κωστόπουλο στο χωριό Βουνέσι Καρδίτσας (Μορφοβούνι), σκεπτόμενος ότι πρόκειται για παγίδα, όπου συναντώνται με τον καπετάνιο Νικηταρά την 1η Μαρτίου 1943, και λόγω της προχωρημένης ώρας οι συνομιλίες διακόπτονται για την επόμενη μέρα. Τελικώς οι αντάρτες του ΕΛΑΣ τούς αιφνιδιάζουν, εισέρχονται στα καταλύματα και τους πιάνουν κυριολεκτικώς στον ύπνο, συλλαμβάνοντάς τους. Εκτελείται ο αρχισμηνίας Νικόλαος Κωστορίζος μαζί άλλους τρεις ως λιποτάκτες, αφού προηγουμένως είχαν αυτομολήσει από τον ΕΛΑΣ προς τον ΕΣΑΠ, ενώ οι υπόλοιποι αξιωματικοί μεταφέρθηκαν στην Κολοκυθιά Φθιώτιδας, όπου βρισκόταν το αρχηγείο του ΕΛΑΣ. Εκεί τους ζητήθηκε με την απειλή του θανάτου (συνταγματάρχης Στέφανος Σαράφης, ταγματάρχης Γεώργιος Κωστόπουλος, λοχαγός Θωμάς Καραμπέκος, ανθυπασπιστής Νικόλαος Χονδρός) να ενταχθούν στον ΕΛΑΣ. Ο ταξίαρχος Έντυ Μάγιερς μόλις πληροφορήθηκε τον αφοπλισμό μετέβη την 7η Μαρτίου στο αρχηγείο του ΕΛΑΣ για να ζητήσει την απελευθέρωση των αξιωματικών και λοιπών ανταρτών, όπως και έγινε. Ο Σαράφης, αφού είχε ζητήσει μικρό περιθώριο χρόνου για να σκεφτεί αν θα ήθελε να ενταχθεί στον ΕΛΑΣ, ανέφερε στον Έντυ Μάγιερς ότι δέχεται την πρόσκληση.[4][5]
Ο Κομνηνός Πυρομάγλου, υπαρχηγός του ΕΔΕΣ, μνημονεύει για την προσωπικότητα του Σαράφη και το γεγονός του αφοπλισμού του, ότι η απόφασή του ένταξης στον ΕΛΑΣ δεν ελήφθη υπό την απειλή του όπλου όπως ισχυρίζονται όσοι τον επικρίνουν, αφού η ψυχική αντοχή του αποδεικνύει τη γενναιότητα του αντρός αυτού που είχε ήδη πάρει μέρος στο κίνημα του 1935.[5]
Ο Γεώργιος Καρτάλης, πολιτικός αρχηγός της ΕΚΚΑ, σε μία αποστροφή του λόγου του κατά το συνέδριο του Λιβάνου, αναφερόμενος στον Σαράφη, του είπε: «Ανηγορεύθης αρχιστράτηγος του ΕΛΑΣ δι΄ εμπτυσμού», υπονοώντας τις ταπεινωτικές συνθήκες προσχώρησής του.[εκκρεμεί παραπομπή]
Μετά την Απελευθέρωση ο Στέφανος Σαράφης προήχθη σε υποστράτηγο. Πριν το ξέσπασμα των Δεκεμβριανών, μαζί με τον Άρη Βελουχιώτη και τον επιτελάρχη του ΕΛΑΣ Θεόδωρο Μακρίδη, ως ηγέτες του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, βρίσκονταν στη Λαμία και ήταν όλοι υπέρμαχοι της σύγκρουσης με τους Άγγλους. Κατά τα Δεκεμβριανά, δεν θα τους επιτραπεί να λάβουν μέρος στις συγκρούσεις της Αθήνας, και στα τέλη του Δεκεμβρίου η ηγεσία του ΕΑΜ-ΚΚΕ θα τους στείλει στην Ήπειρο να διαλύσουν τις εκεί δυνάμεις του ΕΔΕΣ, πράγμα που θα καταφέρουν σε ελάχιστες μέρες. Προηγούμενα (15 Δεκεμβρίου 1944) και σύμφωνα με τα επίσημα αρχεία του Γ.Ε.Σ. (1998)[6], ο Σαράφης υπέγραψε μία ανακοίνωση που εξέδωσε το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ και η οποία απευθυνόταν "προς τους Δημοκρατικούς αξιωματικούς και αντάρτες του ΕΔΕΣ", με την οποία οι τελευταίοι καλούνταν να προσχωρήσουν στις τάξεις του ΕΛΑΣ. Το έγγραφο, πλην του Σαράφη, υπέγραψαν 15 ακόμη ανώτεροι δημοκρατικοί αξιωματικοί του ΕΛΑΣ. Μετά την ήττα των Δεκεμβριανών, ο Σαράφης μετέσχε στην αντιπροσωπία του ΕΑΜ-ΚΚΕ ως στρατιωτικός σύμβουλος στη Συμφωνία της Βάρκιζας.
Εντούτοις, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και το ξέσπασμα της Λευκής Τρομοκρατίας, ο Σαράφης και άλλοι στρατιωτικοί που είχαν προσχωρήσει στον ΕΛΑΣ συνελήφθησαν και εκτοπίστηκαν διαδοχικά στη Σέριφο, τη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη. Την εξορία του διέκοψε η εκλογή του στη Βουλή το 1951 με το ψηφοδέλτιο της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ). Η εκλογή του τελικά ακυρώθηκε, αλλά επιτεύχθηκε η απελευθέρωσή του. Στα τέλη αυτού του έτους εκλέχθηκε και αναπληρωματικό μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ (ευρισκόμενο επισήμως σε παρανομία τότε το ΚΚΕ), ενώ το 1952 εκλέχθηκε στη Διοικούσα Επιτροπή της ΕΔΑ. Το 1956 εξελέγη πάλι στη Βουλή με την ΕΔΑ.
Έχασε τη ζωή του το 1957, στον Άλιμο, όταν αυτοκίνητο της αμερικανικής στρατιωτικής αποστολής που οδηγούσε ο αεροπόρος Μάριο Μουζάλι, τον χτύπησε θανάσιμα και τραυμάτισε τη σύζυγό του, Μάριον Σαράφη-Πάσκοου. Το τροχαίο αυτό δυστύχημα θεωρήθηκε από την Αριστερά (ΕΔΑ)[7] ως στοχευμένη δολοφονία. Στο σημείο όπου σκοτώθηκε, σήμερα έχει στηθεί έφιππος ανδριάντας προς τιμή του.[8]
Μετά θάνατον, ο Σύνδεσμος Φίλων των Ελλήνων Εβραίων τίμησε τους ηγέτες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, ανάμεσά τους και τον υποστράτηγο Στέφανο Σαράφη, για το ρόλο τους στη σωτηρία των Εβραίων της Ελλάδας από τους ναζί Γερμανούς και το Ολοκαύτωμα.[9]