Στίγμα, σύμπλεγμα της ελληνικής γραφής που αναπαριστά τον συνδυασμό των γραμμάτων σίγμα και ταυ, συμβολιζόμενο με τη γλύφο ϛ.
Στίγμα (χριστιανισμός), επιδερμικές πληγές ή σημάδια στο ανθρώπινο σώμα που ομοιάζουν μ' αυτά που έφερε ο Ιησούς Χριστός.
Στίγμα (βοτανική), είναι η δεκτική άκρη του καρπόφιλου ή αρκετών συντηγμένων καρπόφυλλων, στο γυναικείον του άνθους.
Κοινωνικό στίγμα, κατάσταση κατά την οποία το υποκείμενο περιθωριοποιείται από το κοινωνικό σύνολο βάσει φυλετικών ή κοινωνικών χαρακτηριστικών, τα οποία είναι γενικώς μη αποδεκτά από την κοινωνία. Το εν λόγω στίγμα περαιτέρω διαχωρίζεται σ' αυτό έτσι όπως το βιώνει ο στιγματιζόμενος και σ' αυτό που θεωρεί επιλήψιμο το κοινωνικό σύνολο.
Αστιγματισμός, ασθένεια των ματιών, κατά την οποία στην όραση του ασθενούς παρεμβάλλονται στίγματα ή κουκκίδες.
Αυτή είναι μια σελίδα αποσαφήνισης, δηλαδή μια σελίδα που δείχνει άλλες που θα είχαν το ίδιο όνομα με αυτήν. Εάν ακολουθήσατε μια σύνδεση εδώ, μπορεί να θελήσετε να επιστρέψετε και να διορθώσετε τον σύνδεσμο για να συνδέει προς την κατάλληλη συγκεκριμένη σελίδα.