Οι Συζητήσεις Στρογγυλής Τραπέζης της Ουγγαρίας (ουγγρικά: Kerekasztal-tárgyalások) αποτέλεσαν μια σειρά επίσημων, τακτικών και εξαιρετικά νομικιστικών συζητήσεων που πραγματοποιήθηκαν στη Βουδαπέστη της Ουγγαρίας το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1989.[1] Οι συζητήσεις αυτές ήταν εμπνευσμένες από τις αντίστοιχες πολωνικές και κατέληξαν στη δημιουργίας μιας πολυκομματικής συνταγματικής δημοκρατίας και επέφεραν την πτώση της 40χρονης έως τότε εξουσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος (τυπικά ονομαζόταν Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Ουγγαρίας ή MSzMP).[2][3][4]
Τα θέματα των συζητήσεων ήταν σχεδόν εντελώς άγνωστα στο κοινό. Οι κομμουνιστές έκαναν ότι μπορούσαν για να αποτρέψουν την ευρύτερη γνώση των διαπραγματεύσεων, δήθεν για να εμποδίσουν να χρησιμοποιηθούν ως πολιτική προπαγάνδα. Τα μέλη των συζητήσεων συμφώνησαν σε αυτή την πρόταση, στην οποία ορισμένα μικρότερα κόμματα έξω από τις συζητήσεις ισχυρίστηκαν ότι επρόκειτο για μια συμφωνία μεταξύ της παλιάς και της νέας πολιτικής ελίτ χωρίς δημόσια διαβούλευση. Η αντιπολίτευση στις συζητήσεις έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια να διαλύσει τέτοιου είδους υποψίες. Πράγματι, όλοι οι εμπλεκόμενοι ήταν αφιερωμένοι στη λύση μιας ειρηνικής και δημοκρατικής μετάβασης, ενώ ανησυχούσε για μια πιθανή ανεξέλεγκτη λαϊκή κινητοποίηση. Εντούτοις, η συμφωνία της 10ης Ιουνίου περιόριζε σοβαρά το περιθώριο για ελιγμούς. Η έλλειψη δημοσιότητας δεν προκάλεσε συγκρούσεις μεταξύ της διαπραγματευτικής ελίτ των κομμάτων και των συμμετοχών τους, αλλά προκάλεσε ορισμένες παρανοήσεις στην κοινωνία γενικότερα. Μόνο όταν υπογράφηκε στις 18 Σεπτεμβρίου η συμφωνία στρογγυλής τραπέζης, το κοινό γνώριζε πλήρως τις διαφορετικές απόψεις που εκπροσωπούνταν στη στρογγυλή τράπεζα. Η ολομέλεια που ασχολήθηκε με τη διάλυσή της μεταδόθηκε στην τηλεόραση.[5]
Καθώς οι συνομιλίες προχωρούσαν (και ιδιαίτερα μετά την επαναταφή του Ίμρε Νάγκυ στις 16 Ιουνίου) η αντιπολίτευση έκανε λεπτομερέστερες και πλήρεις τις απαιτήσεις της: διασφάλιση ελεύθερων εκλογών και ελεύθερη πρόσβαση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης κατά τη διάρκεια αυτών, κατάργηση πολιτικών εγκλημάτων από τον ποινικό κώδικα, απαγόρευση χρήσης βίας και αποπολιτικοποίηση των ενόπλων δυνάμεων. Οι κομμουνιστές ήθελαν να μοιραστούν το βάρος της διαχείρισης της οικονομίας, αλλά η αντιπολίτευση αρνήθηκε να αναλάβει το έργο αυτό μέχρι να εισέλθει στην κυβέρνηση και επέλεξε να επικεντρωθεί στην πολιτική μεταρρύθμιση αρχικά.[6]