Το Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων ή Συμβούλιο των Λαϊκών Κομισάριων (Ρωσικά: Совет народных коммиссаров), γνωστό με το ακρωνύμιο Σοβναρκόμ (Совнарком) ήταν ένας κυβερνητικός θεσμός που σχηματίστηκε λίγο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Δημιουργημένο στην Ρωσική Δημοκρατία το συμβούλιο έβαλε τα θεμέλια της αναδιάρθρωσης της χώρας για την διαμόρφωση της Σοβιετικής Ένωσης. Έφτασε να γίνει η ανώτατη κυβερνητική αρχή εκτελεστικής εξουσίας στο σοβιετικό σύστημα στα κράτη που ήρθαν υπό τον έλεγχο των Μπολσεβίκων.
Το Σύνταγμα του 1918 της ΡΣΟΣΔ επισημοποίησε τον ρόλο του Σοβναρκόμ στην Ρωσική Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Σοβιετική Δημοκρατία (ΡΣΟΣΔ): επρόκειτο να είναι υπεύθυνο απέναντι στο Συνέδριο των Σοβιέτ για την “γενική διαχείριση των υποθέσεων του κράτους”. Το σύνταγμα επέτρεψε στο Σοβναρκόμ να εκδίδει διατάγματα με πλήρη ισχύ νόμου, όταν το Συνέδριο δεν συνεδρίαζε. Το Συνέδριο, συνήθως μετά, ενέκρινε αυτά τα διατάγματα κατά την επόμενη συνεδρίασή του.
Όταν ιδρύθηκε η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών τον Δεκέμβριο του 1922, το Σοβναρκόμ της ΕΣΣΔ σχηματίστηκε στα πρότυπα του Σοβναρκόμ της ΡΣΟΣΔ. To 1946 μετονομάστηκε σε Συμβούλιο των Υπουργών.[1]
Το πρώτο συμβούλιο που εκλέχτηκε από το Δεύτερο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ απαρτίστηκε, όπως παρακάτω:
Με την δημιουργία της ΕΣΣΔ το 1922, η κυβέρνηση της Ένωσης πήρε έλαβε την μορφή του Σοβναρκόμ της ΡΣΟΣΔ. Οι σοβιετικές δημοκρατίες διατήρησαν τις δικές τους κυβερνήσεις (Σοβναρκόμ_, οι οποίες ασχολήθηκαν με εσωτερικά ζητήματα.
Το 1946, τα Σοβναρκόμ μετασχηματίστηκαν σε Συμβούλιο Υπουργών (Σοβμίν), τόσο σε Πανενωσιακό όσο και επίπεδο Ενωσιακής δημοκρατίας.[1][2][3]