![]() | |
Συγγραφέας | Πλάτων |
---|---|
Τίτλος | Συμπόσιον |
Γλώσσα | Αρχαία ελληνικά |
Σειρά | Πλατωνικός διάλογος |
Χαρακτήρες | Σωκράτης, Αγάθων, Παυσανίας ο Αθηναίος, Αριστοφάνης, Aristodemus of Cydathenaeum και Αλκιβιάδης |
![]() | |
δεδομένα ( ) |
Το Συμπόσιο είναι ένας από τους Σωκρατικούς διαλόγους του αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου Πλάτωνα, μαθητή του Σωκράτη. Θεωρείται ένας από τους καλύτερους του συγγραφέα και ένα από τα ωραιότερα δημιουργήματα της αρχαίας λογοτεχνίας. Ο χρόνος συγγραφής του τοποθετείται μετά το έτος 385 π.Χ. από όλους εκείνους οι οποίοι σχετίζουν όσα λέγονται για το σκόρπισμα των Μαντινιέων σε χωριά [193a].[1]
Το έργο θα μπορούσε να χωριστεί σε τρία αυτοτελή μέρη:
Στο μεταξύ, πριν από τα τρία μέρη, προηγείται ένας πρόλογος σε μορφή διαλόγου ανάμεσα στον Απολλόδωρο και μερικούς φίλους του, στους οποίους ο συγγραφέας εσκεμμένα δεν προσδίδει κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμα, παρά μόνο πως είναι πλούσιοι και συνεπώς όχι επαγγελματίες διανοούμενοι. Από αυτούς μιλάει μόνο ένας, επίσης ανώνυμος, ο οποίος παρακινεί τον Απολλόδωρο να διηγηθεί τις συζητήσεις περί έρωτος που είχαν γίνει στο συμπόσιο του Αγάθωνα με την ευκαιρία της νίκης του στους δραματικούς αγώνες των Ληναίων του 416 π.Χ..
Ο νεαρός ποιητής Αγάθωνας κέρδισε το βραβείο στα Λήναια το έτος 416 π.Χ., επί άρχοντος Ευφήμου (Αθήν. 217α). Την επόμενη μέρα όμως κάλεσε σε συμπόσιο όλους τους εξέχοντες άνδρες της αριστοκρατικής τάξης της Αθήνας, επειδή την προηγούμενη μέρα δεν είχαν μπορέσει να παρευρεθούν στη γιορτή. Στο συμπόσιο πήραν μέρος ο Αριστόδημος, ο Φαίδρος, ο Αγάθωνας, ο γιατρός Ερυξίμαχος, ο Παυσανίας, ο Αριστοφάνης, ο Αλκιβιάδης και αργότερα ο Σωκράτης, ο οποίος αρχικά δίσταζε να παρευρεθεί και περίμενε έξω από την πόρτα ακούγοντας τα λεγόμενα. Η πρώτη μας επαφή με τον Σωκράτη γίνεται στο ενδιάμεσο του κειμένου, τη στιγμή που αυτός εμφανίζεται στο συμπόσιο. Οι παρευρισκόμενοι αποφασίζουν να περάσουν τη βραδιά όχι με άγριο φαγοπότι, αλλά όμορφα και διαλεκτικά, συζητώντας γύρω από ένα συγκεκριμένο θέμα. Το θέμα του συμποσίου είναι λοιπόν η αναζήτηση της υφής του έρωτα: «τι είναι ο έρωτας;»
Σχεδόν ολόκληρος ο διάλογος είναι σε μορφή αφήγησης από τον Απολλόδωρο στον Εταίρο, ένα φίλο του στον δρόμο για την Αθήνα. Ο Απολλόδωρος άκουσε τη συζήτηση από τον Αριστόδημο, ο οποίος συμμετείχε στο συμπόσιο, και πιθανότατα ο Πλάτων έλαβε γνώση των λεγομένων από τον αδερφό του ή από τον ακατονόμαστο φίλο.
Η συζήτηση συνεχίζεται όλη τη νύχτα, και με άφθονο φαγητό και κρασί. Μόνον ο Σωκράτης παραμένει νηφάλιος, αν και πίνει περισσότερο από τους άλλους. Την επόμενη μέρα θα ξεκινήσει πρωί-πρωί για να κάνει τις καθημερινές του ασχολίες, μαζί με τον μαθητή του, τον Αριστόδημο.
Οι ομιλίες περιστρέφονται γύρω από την αγάπη του ιδίου φύλου, ειδικά τις σχέσεις μεταξύ ενηλίκων και εφήβων ανδρών. [2] Ο φιλόσοφος Αlexander Nehamas δήλωσε ότι «είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι το Συμπόσιο, η πρώτη ρητή συζήτηση για την αγάπη στη δυτική λογοτεχνία και τη φιλοσοφία, αρχίζει ως συζήτηση για την ομοφυλοφιλική αγάπη». [3] Ο καθηγητής, Louis Crompton, λέει ότι όλοι οι ομιλητές υποθέτουν ότι "η σοβαρή αγάπη σημαίνει συνήθως αγάπη μεταξύ ανδρών, γενικά η αγάπη ενός μεγαλύτερου για έναν νεαρό άνδρα", αλλά σημείωσε ότι το βιβλίο αντανακλούσε μικτές απόψεις στην αρχαία ελληνική κοινωνία σχετικά με το αν τέτοιου είδους αρσενική αγάπης είναι πάντα φυσική. [4]
-Καλά, Σωκράτη, δεν γνωρίζεις, είπε γελαστά η σοφή Διοτίμα, ότι ο Έρως είναι παιδί του Πόρου και της Πενίας!
- Μα γι΄αυτό ακριβώς ήρθα μέχρι τη μακρινή Μαντίνεια, Διοτίμα, γιατί έχω ανάγκη από δασκάλους.
Την ώρα λοιπόν που γεννήθηκε η Αφροδίτη είχανε τραπέζι οι Θεοί και οι άλλοι και ο γιος της Μήτιδος, ο Πόρος. Όταν πια αποδείπνησαν, καθώς δα ἠτανε συμπόσιο, ήλθε για να επαιτήσει η Πενία και έστεκε στις θύρες. Ο Πόρος τότε μεθυσμένος από το νέκταρ, γιατί κρασί δεν ύπαρχε ακόμα, μπήκε στον κήπο του Διός βαρύς-βαρύς και αποκοιμήθηκε. Η Πενία λοιπόν έχοντας στον νού της, εξαιτίας που ήταν άπορη, να κάμει παιδί με τον Πόρο, ξαπλώνεται κοντά του και συνέλαβε τον Έρωτα. Για τούτο δα έγινε και της Αφροδίτης συνοδός και δούλος, γιατί γεννήθηκε στα γενέθλια εκείνης και ακόμα γιατί από φυσικού του είναι εραστής της ομορφιάς και η Αφροδίτη είναι δα όμορφη. Επειδή λοιπόν είναι του Πόρου και της Πενίας γιος ο Έρως βρίσκεται σ΄αυτήν εδώ την κατάσταση. Και πρώτα - πρώτα είναι πάντα φτωχός και κάθε άλλο παρά απαλός και τρυφερός, όπως νομίζουν οι πολλοί, αλλά σκληρός και ακατάστατος και ανυπόδητος και άστεγος, πλαγιάζει πάντα χάμω και χωρίς στρώμα, κοιμάται στην ύπαιθρο, στις θύρες και στους δρόμους, έχοντας της μητέρας του τη φύση, πάντα με τη φτώχεια σύντροφος. Και κατά τον πατέρα του πάλιν είναι επίβουλος στους όμορφους και στους καλούς, όντας ανδρείος και φιλοκίνδυνος και σφριγηλός, δεινός κυνηγός, πάντα πλέκοντας κάποια σχέδια κι επιθυμητής της φρόνησης και είναι άξιος και να εύρει φιλοσοφώντας σ΄όλη του τη ζωή, δυνατός γοητευτής και φαρμακευτής και σοφιστής. Και ούτε σαν αθάνατος είναι από τη φύση του ούτε σαν θνητός, αλλά μέσα στην ίδια ημέρα πότε ανθίζει και ζη, όταν εύρει αφθονία, πότε πάλιν πεθαίνει και πάλιν ξαναγεννιέται, γιατί το έχει από τη φύση τού πατέρα του. Και ό,τι κερδίζει πάντα το χάνει έτσι που μήτε άπορος είναι ποτέ ο Έρως μήτε πλούσιος. Και πάλιν είναι ανάμεσα στη σοφία και στην αμάθεια [201d]..[5]
Αυτή η προοικονομία του Σωκράτους επαίνου που θα συνθέσει ο Αλιβιάδης και χάριν ισομετρίας του Συμποσίου[6] γίνεται με μοναδική δεξιοτεχνία και παραστατικότητα: τις επιδοκιμασίες των συμποτών για την ομιλία του Σωκράτη - οπωσδήποτε πολύ λιγότερο ενθουσιαστικές από εκείνες που ξεσήκωσε η ομιλία του Αγάθωνα- και μια προσπάθεια του Αριστοφάνη να διατυπώσει κάποια ένταση για υπαινιγμό που έκανε η Διοτίμα στον λόγου του (205d), διακόπτει βίαια η θορυβώδης εμφάνιση του Αλκιβιάδη, που, μεθυσμένος, φορτωμένος με εορταστικές ταινίες και υποβασταζόμενος από μια αυλήτριδα, απαιτεί να γίνει δεκτός, αυτός και η συνοδεία του, στο τραπέζι του Αγάθωνα.
Αντί να εγκωμιάσει τον έρωτα, προτίμησε να μιλήσει για τον Σωκράτη. Ξεκίνησε τον λόγο του παρομοιάζοντας τον με ένα Σειληνό, κυρίαρχη μορφή των συμποτικών εθίμων, ο οποίος εξωτερικά είναι άσχημος αλλά μέσα του κρύβει στοιχεία άφατης ομορφιάς. Στη συνέχεια, εκδηλώνοντας φόβο και θαυμασμό, δηλώνει την αδυναμία του να αντισταθεί στην ισχυρή έλξη του προς αυτόν, παρομοιάζοντάς την με το τραγούδι των Σειρήνων. Αμέσως μετά προχωρά στις προσωπικές του αναμνήσεις για τον Σωκράτη, όπου, μεταξύ των άλλων, τονίζονται η ανδρεία, η αυτοκυριαρχία και η σωφροσύνη του τελευταίου.[212c-222d].
Πρόκειται για μια από τις πλέον εξαιρετικές περιγραφές της επίδρασης μιας προσωπικότητας πάνω σε άλλη, στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας.[7]