Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Το Συνέδριο του Λάιμπαχ, (ή Λάυμπαχ), ήταν ένα συνέδριο μεταξύ των κρατών μελών της Ιεράς Συμμαχίας που έλαβε χώρα από τις 26 Ιανουαρίου μέχρι τις 12 Μαΐου του 1821, στη πόλη Λάιμπαχ (σημερινή Λιουμπλιάνα), εξ ου και η ονομασία του.
Στο συνέδριο αυτό συμμετείχαν οι ίδιοι οι ηγεμόνες, ή εκπρόσωποι αυτών, της Αυστρίας, Ρωσίας, Πρωσίας και Γαλλίας, καθώς και της Αγγλίας που συμμετείχε ως παρατηρητής. Σκοπός του συνεδρίου αυτού ήταν η επίλυση διαφόρων προβλημάτων που είχαν ενσκήψει αμέσως μετά τους Ναπολεοντείους πολέμους και της διατήρησης των υφισταμένων καθεστώτων σε ειρηνική συνύπαρξη.
Το Συνέδριο αυτό αποτελούσε στη πραγματικότητα συνέχεια του Συνεδρίου του Τρόππαου που είχε πραγματοποιηθεί στα τέλη του προηγούμενου έτους 1820, από τις ίδιες δυνάμεις, στο μανιφέστο του οποίου με ειδικό υπόμνημα του υπουργού εξωτερικών Κάσλριγκ (Castlereagh) της Αγγλίας (19 Ιανουαρίου 1821) είχε αμφισβητηθεί το δικαίωμα της πολιτικής των επεμβάσεων των Μεγάλων Δυνάμεων στην καταστολή οποιουδήποτε επαναστατικού κινήματος.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα κράτη μέλη της Ιεράς Συμμαχίας να επανέλθουν σε συνεδρίαση και να εξετάσουν τα νέα διεθνή δεδομένα όπως αυτά είχαν την εποχή εκείνη διαμορφωθεί όπως το επαναστατικό κίνημα που είχε εκραγεί (1 Ιανουαρίου του 1820) στην Ισπανία κατά του Βασιλιά Φερδινάνδου Ζ΄, σε ηγεμονίες της Ιταλίας και ειδικότερα με την επανάσταση της Νάπολης και την αιματηρή καταστολή της από τα αυστριακά στρατεύματα, κατά του Βασιλιά Φερδινάνδου του Α΄, καθώς και σε θύλακες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (το Σερβικό ζήτημα, μέχρι τότε, αν και ήταν ήδη γνωστή και η ανταρσία του Αλή Πασά.).
Για τη διάσκεψη του συνεδρίου αυτού οι Ηγεμόνες και αντιπρόσωποι αποφάσισαν να συνέλθουν στη πόλη Λάιμπαχ, πρωτεύουσα του άλλοτε Δουκάτου της Καρνιόλα ή Κράινας, περίπου 70 χλμ. Α. της Τεργέστης, έτσι ώστε «οι σύνεδροι να βρίσκονται εγγύτερα των γεγονότων». Το συνέδριο ξεκίνησε στις 26 Ιανουαρίου του 1821 με την παρουσία του Αυτοκράτορα της Ρωσίας συνοδευόμενου υπό του υπουργού του επί των Εξωτερικών, του Ιωάννη Καποδίστρια (όπως φέρεται στην Ευρωπαϊκή ιστορία), του Αυτοκράτορα της Αυστρίας με την παρουσία και του Μέττερνιχ, ενώ η Πρωσία και η Γαλλία εκπροσωπούνταν με πληρεξούσιους. Τη δε Αγγλία εκπροσωπούσε ο πρέσβης της στη Βιέννη Λόρδος Στιούαρτ, χωρίς όμως με την απαραίτητη άδεια πληρεξούσιου, ο οποίος και συμμετείχε ως παρατηρητής.
Επίσης στο συνέδριο είχαν κληθεί και άλλοι μικρότεροι ηγεμόνες όπως μεταξύ άλλων ο Φερδινάνδος, Βασιλιάς της Νάπολης, και ο Δούκας της Μόντενα.
Στη διάρκεια του συνεδρίου με την άφιξή του ο Φερδινάνδος ανακάλεσε τον όρκο του προς το Σύνταγμα των επαναστατών. Αυτό είχε ως άμεση συνέπεια στις 2 Φεβρουαρίου (1821) η Αυστρία να διαθέσει 52.000 στρατό (υπό τον Φερδινάνδο Α΄) και να επέμβει δυναμικά στο Βασίλειο της Νάπολης το οποίο και κατέλαβε, ενώ παράλληλα εισέβαλε στο Πεδεμόντιο όπου και κατέστειλε και την εκεί εξέγερση.
Αρχικά το Συνέδριο αποδέχθηκε θετικά το γεγονός της εισβολής καθόσον ο Μέττερνιχ προσπαθούσε να επιβάλλει την αναγκαιότητα αυτή των επεμβάσεων των Μεγάλων Δυνάμεων ως μόνο τρόπο της διασφάλισης της ειρήνης σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο και επ΄ αυτού πάσχιζε τη συναίνεση όλων των πλευρών που ουσιαστικά αντιστρατεύονταν την αγγλική άποψη για την οποία και δημιουργήθηκε έριδα μεταξύ Αγγλίας και Αυστρίας, ενώ το μέρος της Αυστρίας (που υποστήριζε ότι η επέμβασή της ήταν καθαρά δική της αρμοδιότητα σύμφωνα με προηγούμενη συνθήκη του 1813), πήραν η Ρωσία και η Πρωσία, που ισχυρίστηκαν ότι τούτο ήταν σύμφωνο με τη συνομολόγηση της Ιεράς Συμμαχίας.
Στο σημείο αυτό οι Ηγεμόνες της Ρωσίας, Αυστρίας και Πρωσίας εξέδωσαν διακοίνωση βασισμένη στο μανιφέστο του Τρόππαου περί ευρωπαϊκής συμμαχίας προς επέμβαση και καταστολή οποιασδήποτε επανάστασης. Προκειμένου όμως να δοθεί λύση στο όλο θέμα ο Τσάρος έδωσε εντολή στον υπουργό του να συντάξει και να αναγνώσει στο Συνέδριο δήλωση κατά την οποία ο Αυτοκράτορας της Ρωσίας προσφέρεται να βοηθήσει δια των όπλων τους συμμάχους σε οποιαδήποτε νέα επανάσταση θα απειλούσε νέους κινδύνους.
Και ενώ προχωρούσαν οι διάφορες συζητήσεις επ' αυτού και εξετάζονταν οι διάφορες προτάσεις λύσης του ζητήματος της Νάπολης νέο απροσδόκητο γεγονός συντάραξε όλους όταν έφθασε στον Τσάρο στις 19 Μαρτίου επιστολή του Πρίγκιπα και μέχρι τότε στρατηγού του Αλέξανδρου Υψηλάντη που τον ενημέρωνε για τη σχεδιαζόμενη υπ΄ αυτού ελληνική επανάσταση της οποίας είχε αναλάβει την αρχηγία δηλώνοντας ταυτόχρονα και την παραίτησή του από τις τάξεις του ρωσικού αυτοκρατορικού στρατού.
Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια να συνταράξει τους συνέδρους και να θεωρήσουν πλέον ότι οι επαναστάσεις που ήδη εκδηλώνονταν, Ισπανών, Ιταλών, Σέρβων και τώρα Ελλήνων είναι αλληλένδετες, και κατά την κρίση πάντα του Μέττερνιχ κινδυνεύουν εξ αυτών τα καθεστώτα, μη αντιλαμβανόμενου, ακόμη και τότε, την αναγκαιότητα της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας των λαών, αντιτασσόμενου με κύριο αιτιολογικό ότι οι λαοί αυτοί είναι αγράμματοι και ως εκ τούτου δεν μπορούν να συγκροτήσουν εύνομες χώρες. Μάλιστα για τη σχεδιαζόμενη ελληνική επανάσταση φέρεται ο Μέτερνιχ να πέρασε την άποψη, πιθανώς έχοντας υπόψη ότι ο Υψηλάντης ήταν Ρώσος στρατηγός, ότι «αυτό δεν είναι εθνικό αλλά σατανικό μέσο που έχει σκοπό τη διατάραξη των αγαθών σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και Αυστρίας!»
Παρά ταύτα ο Τσάρος με το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες που συνέβη κατά το στάδιο των εργασιών του συνεδρίου δήλωσε προς τον τότε Σουλτάνο ότι είναι ξένος προς την επανάσταση αυτή, διατηρεί μετ΄ αυτού τη συμμαχία και στη συνέχεια αποκήρυξε τον Υψηλάντη δίνοντας εντολή στον Καποδίστρια να ενημερώσει εγγράφως σχετικά τον Υψηλάντη.
Τελικά το συνέδριο έληξε στις 12 Μαΐου του 1821. Στη δε εκδοθείσα διακοίνωση που ακολούθησε μετά το πέρας των εργασιών του με την αυτή ημερομηνία αναφέρονταν ρητά ότι:
Σύμφωνα με τη διακοίνωση αποφασίστηκε στη κυριολεξία η πάταξη κάθε λαϊκού κινήματος στρεφόμενου κατά της τότε έννομης πολιτειακής τάξης. Σημειώνεται ότι το κείμενο της Διακήρυξης δεν υπέγραψαν η Γαλλία και η Αγγλία προκειμένου να μελετηθεί αυτή από τις κυβερνήσεις τους.
Στα απομνημονεύματά του ο μισέλληνας Μέττερνιχ, ειδικότερα για τη στάση που τήρησε στη διάρκεια του Συνεδρίου γράφει σχετικά:
Ένας ακόμη λόγος για τον οποίο θεωρούσε ο Μέττερνιχ τον εαυτό του ευτυχή, την εποχή εκείνη, ήταν όπως πίστευε ό ίδιος ότι είχε πείσει τον Τσάρο ν΄ ασπαστεί την πολιτική του γραμμή χαρακτηρίζοντας την εξέγερση των Ελλήνων ως προϊόν αναρχικών και ανατρεπτικών αρχών που είχαν διαδοθεί εκείνη την εποχή. Μάλιστα διαβλέποντας τις συμπάθειες που είχε προς τους Έλληνες είχε φθάσει στο σημείο να τον εξορκίσει να μη θέσει σε κίνδυνο αυτά που απέκτησαν το 1815, με τη συγκρότηση της Ιεράς Συμμαχίας.
Απ΄ ό,τι όμως αποδείχθηκε στη συνέχεια ο Τσάρος Αλέξανδρος ο Α΄ όχι μόνο δεν είχε αποδεχθεί τη διά του Μέττερνιχ αυστριακή πολιτική, αλλά αντίθετα, με την πρώτη ευκαιρία κινήθηκε ενάντια προς αυτή