Η Συνθήκη του Ιασίου[1][2] ήταν μια διμερής συνθήκη ειρήνης που υπογράφηκε στο Ιάσιο, στη Μολδαβία (σήμερα στη Ρουμανία), μεταξύ της Ρωσικής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δια της συνθήκης αυτής επήλθε αφενός ο τερματισμός του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1787-1792 και αφετέρου εδραιώθηκε η κυριαρχία της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα.
Η Συνθήκη υπεγράφη στις 9 Ιανουαρίου (ν.ημερ.) 1792 από τον Μέγα Βεζίρη Γιουσούφ Πασά και τον Πρίγκιπα Μπεζμπορόντκο (που αντικατέστησε τον πρίγκιπα Ποτέμκιν, λόγω θανάτου του.), επί Αυτοκράτειρας Μεγάλης Αικατερίνης και Σουλτάνου Σελίμ Γ΄.
Η συνθήκη αυτή αποτελεί σταθμό στην ιστορία τόσο της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο ιδιαίτερα των λαών της Βαλκανικής, συμπεριλαμβανομένων και των Ελλήνων. Αποτελεί επίσης ορόσημο της συνεχώς αυξανόμενης ισχύος της Ρωσίας σε βάρος της Υψηλής Πύλης. Η παρουσία πλέον της Ρωσίας στον Εύξεινο Πόντο αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο όπως τούτο μαρτυρούν οι μεγάλοι ρωσικοί ναύσταθμοι που δημιουργούνται στη Σεβαστούπολη, τη Χερσώνα, καθώς και στο Νικολάεφ.[3]
Την εποχή εκείνη η Μεγάλη Αικατερίνη εξακολουθώντας επί μήνες εχθροπραξίες με την Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε να δέχεται παρατηρήσεις υπό μορφή απειλών από την Αυστρία, την Πρωσία, ακόμα και από την Αγγλία που αντιλαμβανόμενες τον κίνδυνο της ρωσικής επέκτασης στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο, επιζητούσαν την κατάπαυση των εχθροπραξιών. Έτσι υπό αυτές τις συνθήκες η Αικατερίνη αποφασίζει τον τερματισμό των εχθροπραξιών και τη συνομολόγηση συνθήκης ειρήνης στο Ιάσιο, πρωτεύουσα τότε της Μολδαβίας.[2]
Η Συνθήκη του Ιασίου περιελάμβανε 13 άρθρα στα οποία συνομολογήθηκαν τα ακόλουθα[4]:
Με τη συνθήκη αυτή τελικά η Οθωμανική Αυτοκρατορία εξήλθε του πολέμου χωρίς μεγάλες εδαφικές απώλειες. Παρά τις ήττες που είχε υποστεί ο οθωμανικός στρατός, εντούτοις είχε επιδείξει ικανή αντίσταση που συνεπικουρούμενη από το ενδιαφέρον των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων αποφεύχθηκε η κατάρρευση του μετώπου, αλλά και της ίδιας της Αυτοκρατορίας. Ο Σουλτάνος Σελίμ Γ΄ απαλλαγμένος πλέον από τον πόλεμο με τη Ρωσία, έστω και με κάποιες βόρειες εδαφικές θυσίες είναι ελεύθερος πλέον να αποκαταστήσει την τάξη στις διάφορες περιοχές της χώρας του που τελούσαν υπό επανάσταση.
Από την άλλη πλευρά η Ρωσική Αυτοκρατορία εξασφάλισε σημαντικά εδαφικά κέρδη καθώς επίσης και την ασφάλεια του θαλάσσιου εμπορίου της τόσο στη Μαύρη θάλασσα όσο και στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο γενικότερα. Η Ρωσία αρχίζει πλέον να γίνεται μια αξιόλογη και σπουδαία ναυτική Δύναμη στη περιοχή.
Είναι γεγονός ότι με εκείνο τον ρωσοτουρκικό πόλεμο οι Έλληνες είχαν εναποθέσει πολλές ελπίδες για την απελευθέρωσή τους εμπιστευόμενοι τις υποσχέσεις των Ρώσων με συνέπεια να εξεγερθούν.[6] Κύριος υποκινητής τους υπήρξε ο Λάμπρος Κατσώνης. Βάσει όμως των όρων της Συνθήκης αυτής κυριολεκτικά οι Έλληνες εγκαταλείφθηκαν στη τύχη τους. Στις 11 Αυγούστου του 1791 όταν οι Ρώσοι υπέγραψαν ανακωχή με τους Τούρκους, πριν φθάσουν στη συνομολόγηση της παρούσας συνθήκης, διατάχθηκε ο Κατσώνης ν' αναστείλει τη δράση του, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του ρωσικού στόλου εγκατέλειψε τις ελληνικές θάλασσες.
Τα αισθήματα των Ελλήνων εκείνη την εποχή εξέφρασε πικρόχολα ο Λάμπρος Κατσώνης όταν μαθαίνοντας σχετικά για την υπογραφή της συνθήκης, όντας ακόμα ναύαρχος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αναφώνησε: «Άν η Αυτοκράτειρα σύναψε την ειρήνην της, ο Κατσώνης δεν υπέγραψε ακόμα την ιδικήν του».
Όμως ο Λ. Κατσώνης δεν σταμάτησε σ' αυτό αλλά τον Μάιο του 1792 εξέδωσε έγγραφη διαμαρτυρία κατά της ρωσικής πολιτικής. Ήταν η περίφημη «Φανέρωσις» όπως αποκλήθηκε όπου αναφερόταν στις θυσίες των Ελλήνων που υπέστησαν παρασυρόμενοι από ρωσικές υποσχέσεις, διακηρύσσοντας στο τέλος τη συνέχιση του Αγώνα με υψωμένες τις ρωσικές σημαίες, χωρίς αυτό να σημαίνει ανταρσία, δηλώνοντας ότι θα σταματήσει τις επιχειρήσεις μόνο «όταν οι Έλληνες λάβουν τα δίκαια που τους ανήκουν και που ελπίζουν στο έλεος της Αυτής Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητος».[3]
Κατόπιν αυτών η Αυτοκράτειρα Αικατερίνη γνωστοποίησε στις Μεγάλες Δυνάμεις, που ήδη είχαν λάβει γνώση της διαμαρτυρίας αυτής, ότι αποδοκιμάζει τις ενέργειες του Λ. Κατσώνη, και αν και τον είχε τιμήσει ιδιαίτερα με βαθμούς και με το παράσημο του Αγίου Γεωργίου, διέταξε την αφαίρεση βαθμού και διπλώματος απαγορεύοντας του λοιπού τη χρήση της ρωσικής σημαίας.[7][8][9]
Αντίθετα όμως προς το πρόσωπό του η Αυτοκράτειρα φέρεται να μελέτησε την εν λόγω καταγγελία όπου και έδωσε εντολή για ελεύθερη ναυσιπλοΐα των ελληνικών εμπορικών πλοίων υπό ρωσική σημαία σ' όλη τη Μαύρη θάλασσα. Τούτο υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικό στην ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας και στη τόνωση του μεταναστευτικού ρεύματος Ελλήνων προς τις παράλιες πόλεις του Ευξείνου Πόντου.
Ως προς το ελληνικό ζήτημα λόγω της γενικευμένης απογοήτευσης η Συνθήκη του Ιασίου φέρονταν στην αρχή ν' αγνόησε αυτό αφού δεν διελάμβανε τίποτε σχετικά. Λίγα χρόνια όμως αργότερα η Ρωσική Αυτοκρατορία στηριζόμενη στο άρθρο 8 και 9 της συνθήκης αυτής αξίωσε υπέρ της ίδιας ένα είδος προστασίας στα νησιά του Αιγαίου τα οποία θεωρούσε αυτονομούμενα.[10]
Γενικά η Αικατερίνη η Μεγάλη με τη συνθήκη αυτή εξασφάλιζε την αναγνώριση ότι ο Εύξεινος Πόντος έπαυε να θεωρείται πλέον τουρκική λίμνη. Αντίθετα αναφαινόταν η εξουσία επ' αυτού από τη δύναμη του μεγάλου ρωσικού οχυρού και ναυστάθμου της Σεβαστούπολης.
Γελοιογραφία με τον λογοτεχνικό τίτλο «Το ημέρωμα της Στρίγκλας» (The Taming of the Shrew) εμφάνιζε την Αικατερίνη ως ευτραφή ημιλιπόθυμη κυρία που απομακρύνεται από τον Ουίλιαμ Πιτ, ο οποίος εμφανίζεται ως ο Πετρούτσιο και τον έφιππο Δον Κιχώτη (Γεώργιος Γ΄ της Αγγλίας, του οποίου τις εξουσίες περιόρισε ο Πιτ). Καθιστοί πίσω από τον Πιτ εικονίζονται ο βασιλέας της Πρωσίας και μια μορφή, ως Σάντσο Πάντσα, που αντιπροσωπεύει την Ολλανδία. Ο Σελίμ Γ΄ σκύβει για να φιλήσει την ουρά του αλόγου. Μια λιπόσαρκη μορφή, που αντιπροσωπεύει το παλαιό καθεστώς στη Γαλλία, και ο Λεοπόλδος Β΄ βοηθούν την ημιλιπόθυμη Αικατερίνη ώστε να μην πέσει στο έδαφος.