Συριακή Αραβική Δημοκρατία الجمهورية العربية السورية (αραβικά) ܩܘܛܢܝܘܬܐ ܥܪܒܝܬܐ ܫܐܡܝܬܐ (αραμαϊκά) کۆمارائە رەبی یا سووریە (κουρδικά) | ||||||
| ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
| ||||||
Ύμνος Homat el Diyar (Φρουροί της Πατρίδας) | ||||||
Πρωτεύουσα | Δαμασκός | |||||
Γλώσσες | Αραβικά | |||||
Θρησκεία | Σουνιτικό Ισλάμ (74%) Αλαουίτες (13%) Χριστιανισμός (10%) Δρούζοι (3%) | |||||
Πολίτευμα | Μπααθική μονοκομματική ημιπροεδρική δημοκρατία, υπό την διακυβέρνηση της οικογένειας Άσαντ | |||||
Πρόεδρος | ||||||
- | 1963 | Σαλάχ Ζαντίντ | ||||
- | 1970 | Χαφέζ αλ Άσαντ | ||||
- | 2000 | Μπασάρ αλ Άσαντ | ||||
Νομοθετικό Σώμα | Λαϊκό Συμβούλιο | |||||
Ιστορία | ||||||
- | Επανάσταση της 8ης Οκτωβρίου | 8 Οκτωβρίου 1963 | ||||
- | Κατάληψη της Δαμασκού | 8 Δεκεμβρίου 2024 | ||||
Έκταση | ||||||
- | 2012 | 185,1801 Περιλαμβάνονται 1,295 τετρ. χλμ. που είναι υπό την κατοχή του Ισραήλ. km² | ||||
Πληθυσμός | ||||||
- | 2024 (εκτίμηση)[1] εκτ. | 24,673,000 | ||||
Νόμισμα | Λίρα Συρίας | |||||
Σήμερα | Συρία |
Η Συριακή Αραβική Δημοκρατία (αραβικά: الجمهورية العربية السورية), γνωστή και ως Μπααθική Συρία ή Συρία των Άσαντ, είναι de jure κυρίαρχη οντότητα[α], που de facto αποτέλεσε το κράτος της Συρίας μεταξύ 1963 και 2024, υπό την διακυβέρνηση του Εθνικού Προοδευτικού Μετώπου και επί της ουσίας του Κόμματος Μπάαθ. Η Συρία κυβερνήθηκε στο μεγαλύτερο διάστημα (1970-2024) από την οικογένεια των Άσαντ, ενώ προεξέχοντα ρόλο εντός της κυβερνώσας αρχής είχε η εθνοθρησκευτική ομάδα των Αλαουιτών.
Το κράτος εμφανίστηκε στον απόηχο του πραξικοπήματος της Συρίας του 1963 και διοικούνταν από Αλαουίτες στρατιωτικούς. Ο πρώτος πρόεδρος Σαλάχ Ζαντίντ, ανατράπηκε από τον πρώην συνεργάτη του Χαφέζ αλ Άσαντ το 1970. Ο Χαφέζ αλ Άσαντ απεβίωσε το 2000 και τον διαδέχθηκε ο γιος του Μπασάρ αλ Άσαντ. Οι διαδηλώσεις κατά της κυριαρχίας των Μπάαθ το 2011 κατά τη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης οδήγησαν στον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία. Η χώρα δοκιμάστηκε κατά την διάρκεια του εμφυλίου, ειδικά από το 2014 έως το 2019 όταν οι φονταμεταλιστική ισλαμιστική οργάνωση του ISIS κατέλαβε σημαντική έκταση και κέντρα της χώρας προκυρήσσοντας χαλιφάτο, κάτι που οδήγησε σε τεράστια ανθρωπιστική κρίση. Αν και οι αντιμαχόμενες ομάδες του εμφυλίου συνεργάστηκαν μεταξύ τους αλλά και με τις ξένες δυνάμεις και εν τέλει κατάφεραν να διαλύσουν το ISIS, κατόπιν του 2019 ο εμφύλιος συνεχίστηκε. Τον Δεκέμβριο του 2024, μια ξαφνική σειρά επιθέσεων από ομάδες ανταρτών σε ολόκληρη τη Συρία κορυφώθηκε με την κατάληψη της πρωτεύουσας Δαμασκού και την κατάρρευση του καθεστώτος.[2]
Η αστάθεια που ακολούθησε το πραξικόπημα του 1961 κορυφώθηκε με το ανάληψη της εξουσίας από το Μπαάθ στις 8 Μαρτίου 1963. Η κατάληψη της εξουσίας σχεδιάστηκε από μέλη του κόμματος. Το νέο συριακό υπουργικό συμβούλιο κυριαρχούνταν από μέλη του Μπαάθ.[3][4] Οι Συριακές Αραβικές Ενόπλες Δυνάμεις και η μυστική αστυνομία ενσωματώθηκαν με τα όργανα του κόμματος Μπαάθ, μετά την εκκαθάριση των παραδοσιακών πολιτικών και στρατιωτικών ελίτ από το νέο καθεστώς.[5]
Ο αγώνας για την εξουσία κορυφώθηκε με το κίνημα Συριακής Διόρθωσης του Νοεμβρίου 1970, ένα αιματηρό στρατιωτικό πραξικόπημα που εγκατέστησε τον Χαφέζ αλ Άσαντ ως τον ισχυρό άνθρωπο της κυβέρνησης.[6] Ο στρατηγός Χαφέζ αλ Άσαντ ανέθεσε Αλαουίτες πιστούς σε βασικές θέσεις στις στρατιωτικές δυνάμεις, τη γραφειοκρατία, τις υπηρεσίες πληροφοριών και την κυβερνώσα ελίτ. Παρατηρήθηκε μία μορφή προσωπολατρείας που περιστρέφεται γύρω από τον Χαφέζ και την οικογένειά του, η οποία υποστήριζε ότι η οικογένεια Άσαντ ήταν προορισμένη να κυβερνήσει για πάντα.[7] Στις 6 Οκτωβρίου 1973, η Συρία και η Αίγυπτος ξεκίνησαν τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ εναντίον του Ισραήλ. Οι Ισραηλινές Δυνάμεις αντεπιτέθηκαν και προχώρησαν βαθύτερα στο συριακό έδαφος.[8] Η πόλη του Κουνέιτρα καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό από τον ισραηλινό στρατό. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μια ισλαμιστική εξέγερση από την Μουσουλμανική Αδελφότητα είχε ως στόχο να προκαλέσει πραξικόπημα και να αναλάβει την εξουσία από τους Άσαντ. Η εξέγερση οδήγησε σε εκατέρωθεν επιθέσεις εναντίον αμάχων, με αποκορύφωμα την Σφαγή της Χάμα το 1982, όταν περισσότεροι από 40.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν από συριακές στρατιωτικές δυνάμεις και παραστρατιωτικές δυνάμεις των Μπααθ.[9][10]
Σε μια σημαντική αλλαγή στις σχέσεις με τα άλλα αραβικά κράτη και τον δυτικό κόσμο, η Συρία συμμετείχε στον Πόλεμο του Κόλπου υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών κατά του Σαντάμ Χουσεΐν. Η χώρα συμμετείχε στη πολυμερή Διάσκεψη της Μαδρίτης του 1991 και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 συμμετείχε σε διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ μαζί με την Παλαιστίνη και την Ιορδανία. Αυτές οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν, και δεν υπήρξαν περαιτέρω άμεσες συριακο-ισραηλινικές συνομιλίες από την συνάντηση του προέδρου Χαφέζ αλ Άσαντ με τον τότε πρόεδρο Μπιλ Κλίντον στη Γενεύη το 2000.[11]
Ο Χαφέζ αλ Άσαντ απεβίωσε στις 10 Ιουνίου 2000. Ο γιος του, Μπασάρ αλ Άσαντ, εκλέχθηκε πρόεδρος σε εκλογές.[3] Η εκλογή ήλθε κατά την «Άνοιξη της Δαμασκού» με ελπίδες για μεταρρύθμιση, όμως το φθινόπωρο του 2001, οι αρχές είχαν καταστείλει το κίνημα, φυλακίζοντας μερικούς από τους κορυφαίους διανοούμενους του.[12] Αντ' αυτού, οι μεταρρυθμίσεις περιορίστηκαν σε ορισμένα ζητήματα στην οικονομία και τις αγορές.[13][14] Στις 5 Οκτωβρίου 2003, το Ισραήλ βομβαρδίζει ένα μέρος κοντά στη Δαμασκό, ισχυριζόμενο ότι επρόκειτο για μέρος εκπαίδευσης για μέλη της Ισλαμικής Τζιχάντ.[15] Τον Μάρτιο του 2004, Σύροι Κούρδοι και Άραβες συγκρούσθηκαν στην βορειοανατολική πόλη Αλ-Καμίσχιλο. Σημάδια ταραχών παρατηρήθηκαν στις πόλεις Καμισλι και Χασακέχ.[16] Το 2005, η Συρία τερματίζει την στρατιωτική παρουσία της στο Λίβανο.[17] Η δολοφονία του Ραφίκ Χαρίρι το 2005 οδήγησε σε διεθνή καταδίκη και πυροδότησε μια δημοφιλής Ιντιφάντα στο Λίβανο, γνωστή ως «Η Επανάσταση του Κέδρου», η οποία αναγκάστηκε το καθεστώς του Άσαντ να τερματίσει την 29χρονη στρατιωτική παρουσία του στον Λίβανο.[18]
Ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία ξεκίνησε το 2011 ως μέρος της ευρύτερης Αραβικής Άνοιξης, ένα κύμα αναταραχών σε όλον τον Αραβικό Κόσμο. Δημόσιες διαδηλώσεις σε όλη τη Συρία ξεκίνησαν στις 26 Ιανουαρίου 2011 και εξελίχθηκαν σε εθνική εξέγερση. Οι διαδηλωτές ζήτησαν την παραίτηση του προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ, την ανατροπή της κυβέρνησής του και το τέλος της εξουσίας του κόμματος Μπαάθ. Από την άνοιξη του 2011, η Συριακή κυβέρνηση ανέπτυξε τον Συριακό Στρατό για να καταστείλει την εξέγερση, και αρκετές πόλεις επανακτήθηκαν,[19][20] αν και οι αναταραχές συνέχισαν. Σύμφωνα με κάποιους μάρτυρες, στρατιώτες οι οποίοι αρνήθηκαν να ανοίξουν πυρ εναντίον αμάχων, εκτελέστηκαν από τον συριακό στρατό.[21] Η συριακή κυβέρνηση αρνήθηκε τις αναφορές για λιποταξίες και κατηγορούσε ένοπλες συμμορίες για την πρόκληση προβλημάτων.[22] Από τις αρχές του φθινόπωρου του 2011, πολίτες και στρατιωτικοί που αυτομόλησαν, άρχισαν να σχηματίζουν μονάδες μάχης, με αποτέλεσμα μία εκστρατεία κατά του Συριακού Στρατού. Οι αντάρτες ενώθηκαν κάτω από την σημαία του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, πολεμώντας με ολοένα και πιο οργανωμένο τρόπο. Ωστόσο, το αστικό στοιχείο της ένοπλης αντιπολίτευσης δεν είχε οργανωμένη ηγεσία,[23] ενώ ο Στρατός αυτός θεωρείται μαριονέτα του τουρκικού καθεστώτος.
Η εξέγερση είχε ελαφρά θρησκευτικό τόνο, αν και καμία από τις φατρίες στη σύγκρουση δεν έχει περιγράψει την θρησκεία ως σημαντικό στοιχείο. Η αντιπολίτευση κυριαρχείται από Σουνίτες μουσουλμάνους, ενώ οι Αλαουίτες κυριαρχούσαν στην κυβερνητική πλευρά[23]. Ως αποτέλεσμα, η αντιπολίτευση κέρδισε την υποστήριξη από τα σουνιτικά μουσουλμανικά κράτη, ενώ η κυβέρνηση είχε την στήριξη από το σιιτικό Ιράν και την Χεζμπολάχ. Για να αποφύγουν τη βία, δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες έφυγαν από τη χώρα προς την γειτονική Ιορδανία, το Ιράκ και το Λίβανο, καθώς και στην Τουρκία. [24][25] Ο συνολικός επίσημος αριθμός των προσφύγων του ΟΗΕ έφτασε τα 42.000 εκείνη την εποχή, ενώ ο ανεπίσημος αριθμός έφτασε μέχρι και τα 130.000.[26]
Το 2014, μία έως τότε μικρή ισλαμιστική φονταμενταλιστική ομάδα που υποστήριζε την αντιπολίτευση, το Ισλαμικό Κράτος, γιγαντώθηκε όταν οι μαχητές του κατέκτησαν μεγάλα εδάφη στο βορειοδυτικό Ιράκ και την ανατολική Συρία. Μέχρι το τέλος του 2015, το αυτοαποκαλούμενο χαλιφάτο του, κυβερνούσε μια περιοχή με πληθυσμό περίπου 12 εκατομμυρίων κατοίκων[27], όπου επέβαλλαν την εξτρεμιστική τους ερμηνεία του ισλαμικού νόμου. Μετά από μια σκληρή σύγκρουση με αμερικανικές, ιρακινές και κουρδικές δυνάμεις, το Ισλαμικό Κράτος έχασε τον έλεγχο όλων των εδαφών του στη Μέση Ανατολή έως το 2019, και στη συνέχεια επέστρεψε στην εξέγερση από απομακρυσμένα κρησφύγετα.
Από το 2020, η σύγκρουση μετατράπηκε σε ένα "παγωμένο" κράτος.[28] Αν και περίπου το 30% της χώρας ελεγχόταν από δυνάμεις της αντιπολίτευσης (στην αντιπολίτευση συμπεριλαμβάνεται και η ανεξάρτητη Ροζάβα), οι έντονες μάχες είχαν σταματήσει σε μεγάλο βαθμό και υπήρχε μια αυξανόμενη περιφερειακή τάση προς την εξομάλυνση των σχέσεων με το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ.[28]
Τον Δεκέμβριο του 2024, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γερμανία, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο κάλεσαν για την ανακούφιση της κλιμάκωσης στη Συρία, καθώς η βία ξέσπασε ξανά. Οι επαναστατικές φατρίες υπό την ηγεσία της ισλαμιστικής ομάδας Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS), κατέλαβαν ξαφνικά το Χαλέπι, ως αντεκδίκηση αεροπορικής εκστρατείας από τον Σύρο πρόεδρο Μπασάρ Άσαντ, με την υποστήριξη της Ρωσίας. Η επίθεση των ανταρτών η οποία είχε ξεκινήσει στις 27 Νοεμβρίου 2024, συνέχισε την πρόοδο της στην επαρχία Χάμα μετά την κατάληψη του Χαλέπιου, με την πόλη να καταλαμβάνεται στις 5 Δεκεμβρίου.[29][30][31][32] Οι μάχες οδήγησαν σε εκτεταμένο εκτοπισμό, με σχεδόν 50.000 ανθρώπους να εγκαταλείπουν την περιοχή και περισσότερα από 600 θύματα να αναφέρονται, συμπεριλαμβανομένων 104 αμάχων.[33] Στις 7 Δεκεμβρίου 2024, ο Άσαντ εγκατέλειψε την πρωτεύουσα Δαμασκό.[34] Την ίδια μέρα, η Χαγάτ Ταχρίτ αλ-Σαμ κατέλαβε την Χομς, ενώ τα ξημερώματα τις 8ης Δεκεμβρίου η αντιπολίτευση κατέλαβε την Δαμασκό, θέτοντας τέλος στην Συριακή Αραβική Δημοκρατία.
Στις 8 Δεκεμβρίου, μετά την κατάληψη της Δαμασκού και την φυγή του προέδρου Άσσαντ, ο πρωθυπουργός της Συριακής Αραβικής Δημοκρατίας Μοχάματ Γκαζί αλ Τζαλαλί, δήλωσε ότι θα παραμείνει μεταβατικά πρωθυπουργός, ώστε να συνεχίσουν να λειτουργούν ομαλά οι δημόσιες υπηρεσίες, με τον ηγέτη της Ταχρίρ αλ-Σαμ, Αμπού Μοχάμεντ αλ Γκολάνι, να συμφωνεί.
Αν και το καθεστώς έχει de facto πέσει (με εξαίρεση μία μικρή περιοχή γύρω από την πόλη Ταρσούς), δεν έχει υπάρξει κάποια επίσημη ενημέρωση ούτε κάποια διεκδίκηση που να διευκρινίζει την μορφή του νέου καθεστώτος στην χώρα.
Ενδεικτικό της κατάστασης που επικράτησε στη Συρία μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ είναι και το λιντσάρισμα μέχρι θανάτου δημάρχου της Ντούμαρ, βορειοδυτικού προαστίου της Δαμασκού, ο οποίος θεωρείτο υποστηρικτής του Άσαντ, με το οργισμένο πλήθος να χτυπά και να κλωτσά τη σορό του όπως φαίνεται σε βίντεο που κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο. Ο δήμαρχος, ονόματι Μάζεν Κινάνα, κατηγορείτο πως συνέτασσε ψευδείς αναφορές ασφαλείας που είχαν συνέπεια πολλοί νέοι στην περιοχή να φυλακιστούν και να βασανιστούν και θεωρείτο υπεύθυνος για τους θανάτους πολλών νέων στο προάστιο, σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.[35]
Επιπλέον, οι ένοπλες οργανώσεις που κατέλαβαν την εξουσία εξαπέλυσαν επιχειρήσεις σε διάφορες περιοχές της Συρίας, αναζητώντας αξιωματούχους του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσαντ. Ανάμεσα στους ανθρώπους που συνέλαβαν βρίσκονταν «πληροφοριοδότες των υπηρεσιών ασφαλείας του (προηγούμενου) καθεστώτος, ένοπλοι πιστοί στο (πρότερο) καθεστώς και τασσόμενοι υπέρ του Ιράν, κατώτεροι αξιωματικοί που έχει αποδειχθεί πως διέπραξαν φόνους και βασανιστήρια», ανέφερε το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στα τέλη Δεκεμβρίου. Σύμφωνα με τον διευθυντή της ΜΚΟ, τον Ράμι Άμπντελ Ραχμάν, «ορισμένοι, ανάμεσά τους (φερόμενοι ως) πληροφοριοδότες, συνελήφθησαν και κατόπιν εκτελέστηκαν αμέσως», κάτι που χαρακτήρισε «εντελώς απαράδεκτο».[36]
Σύμφωνα με πληροφορίες, στη Χάμα εκτελέστηκε δημοσίως δι' απαγχονισμού και ένας βασανιστής του καθεστώτος Άσαντ, ο Ταλάλ αλ-Ντακάκ, γνωστός και ως Αμπού Σακχρ, ο οποίος βασάνισε και σκότωσε χιλιάδες και ήταν διαβόητος ότι τάιζε αιχμάλωτους στο λιοντάρι του.[37][38]