Σόφι φον Λα Ρος | |
---|---|
Η Σόφι φον Λα Ρος το 1778 | |
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Sophie von La Roche (Γερμανικά) |
Γέννηση | 6 Δεκεμβρίου 1731[1][2][3] Καουφμπόιρεν[4][1] |
Θάνατος | 18 Φεβρουαρίου 1807[5][6][1] Όφφενμπαχ[7] |
Τόπος ταφής | St. Pankratius |
Χώρα πολιτογράφησης | Γερμανία[1] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γερμανικά[8] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συγγραφέας[9] οικοδέσποινα λογοτεχνικού σαλονιού επιμελήτρια[1] |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Georg Michael Frank von La Roche (1753–1788) |
Τέκνα | Maximiliane Brentano |
Γονείς | Georg Friedrich von Gutermann[10] και Regina Barbara von Unold[10] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Μαρί Σόφι φον Λα Ρος (γερμανικά: Marie Sophie von La Roche, 6 Δεκεμβρίου 1730 - 18 Φεβρουαρίου 1807) ήταν Γερμανίδα μυθιστοριογράφος της εποχής του Διαφωτισμού που έγραψε συναισθηματικά μυθιστορήματα. Τα έργα της, εμποτισμένα με το ορθολογικό πνεύμα του Διαφωτισμού επικεντρώνεται στο ενδιαφέρον της για οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της εποχής, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης των γυναικών. Θεωρείται η πρώτη οικονομικά ανεξάρτητη γυναίκα επαγγελματίας συγγραφέας στις γερμανόφωνες χώρες. Ήταν οικοδέσποινα λογοτεχνικού σαλονιού στο οποίο σύχναζαν σημαντικές προσωπικότητες της γερμανικής λογοτεχνίας.[11]
Γεννήθηκε στο Καουφμπόιρεν της σημερινής Γερμανίας, το μεγαλύτερο παιδί του γιατρού Γκέοργκ Φρίντριχ Γκούτερμαν. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια κυρίως στο Άουγκσμπουργκ και έλαβε αυστηρή πιετιστική ανατροφή. Έμαθε να διαβάζει σε νεαρή ηλικία και - δεδομένου ότι η εκπαίδευσή της ήταν σημαντική για τον αυστηρά ευσεβή και φιλόδοξο πατέρα της - έλαβε μια παιδεία ασυνήθιστη για κορίτσι της εποχής της με έμφαση στη γλώσσα, την τέχνη και τη λογοτεχνία, την ιστορία, την αστρονομία, τη μουσική και τη διαχείριση του νοικοκυριού, τα γαλλικά, γνώσεις που αργότερα επηρέασαν τα γραπτά της. Στη συνέχεια εστάλη στο Μπίμπεραχ, όπου το 1750 συναναστράφηκε τον ξάδερφό της ποιητή Κρίστοφ Μάρτιν Βίλαντ, ο οποίος την ενθάρρυνε να διαβάσει τα έργα διάσημων σύγχρονων συγγραφέων της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας - όπως τα επιστολικά μυθιστορήματα του Σάμυελ Ρίτσαρντσον από τα οποία επηρεάστηκε. Ερωτεύτηκαν, αρραβωνιάστηκαν, αλλά μετά την αναχώρηση του Βίλαντ για σπουδές στο πανεπιστήμιο του Τύμπινγκεν απομακρύνθηκαν αλλά διατήρησαν τη φιλία τους, ο Βίλαντ υποστήριξε τις πρώιμες λογοτεχνικές της απόπειρες. [12]
Το 1753 η Σόφι παντρεύτηκε τον Γκέοργκ Μίχαελ Φρανκ φον Λα Ρος ο οποίος ήταν διαχειριστής περιουσιακών στοιχείων και ιδιωτικός γραμματέας του θετού πατέρα του που ήταν υπουργός στο εκλεκτοράτο του Μάιντς. Από τα οκτώ παιδιά που απέκτησαν, επέζησαν πέντε. Το 1761-1768, η οικογένειά της έζησε στο κάστρο του πεθερού της, όπου υπήρχε εκτεταμένη βιβλιοθήκη. Ο γάμος της την έφερε σε επαφή με την αυλή, βελτίωσε την κοινωνική της θέση και δημιούργησε ένα περιβάλλον στο οποίο καλλιεργήθηκαν οι πνευματικές και λογοτεχνικές της δραστηριότητες. Συχνά επισκέπτονταν το οικογενειακό εξοχικό κτήμα στο Μπόνινγκαϊμ, όπου ολοκλήρωσε το πρώτο της μυθιστόρημα.
Το 1771, η οικογένεια μετακόμισε στο Κόμπλεντς λόγω της εργασίας του συζύγου της στη θέση του μυστικοσυμβούλου. Εκεί, η Σόφι φον Λα Ρος διατηρούσε λογοτεχνικό σαλόνι που έγινε τόπος συγκέντρωσης διακεκριμένων διανοουμένων και των πιο γνωστών συγγραφέων της γερμανόφωνης λογοτεχνίας, ο Γκαίτε το αναφέρει στο έργο του Ποίηση και αλήθεια. Είχε επίσης αλληλογραφία με εξέχοντες συγγραφείς του 18ου αιώνα.[13]
Το 1780, πέντε χρόνια αφού έλαβε βαθμό ευγενείας, ο σύζυγός της έπεσε στη δυσμένεια του πρίγκιπα της Σαξονίας Κλήμη Βεγκέσλαου επειδή δημοσίευσε επικριτικές δηλώσεις για την εκκλησία και απολύθηκε από την υπηρεσία. Η κομψή ζωή και το λογοτεχνικό σαλόνι τελείωσε. Η οικογένεια πήγε να ζήσει στο σπίτι ενός φίλου στο Σπάιερ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, διατήρησαν τις λογοτεχνικές επαφές τους, μεταξύ άλλων τους επισκέφθηκε ο ποιητής Φρίντριχ Σίλερ. Η Λα Ρος ήταν σε στενή φιλική επαφή με την τυφλή Βιεννέζα συνθέτρια, πιανίστα και δασκάλα μουσικής Μαρία Τερέζια φον Παραντίς, η οποία επίσης επισκέφτηκε το σπίτι της στο Σπάιερ αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής περιοδείας της από το 1783.Το 1786, οι Λα Ρος αγόρασαν δικό τους σπίτι στο Όφενμπαχ. Δύο χρόνια αργότερα, η Σόφι έμεινε χήρα. Κατά τη Γαλλική Επανάσταση, το 1794 η αριστερή όχθη του Ρήνου κατελήφθη και λόγω του πολέμου έπαψε να λαμβάνει σύνταξη χηρείας, έτσι αναγκάστηκε να κερδίζει τα προς το ζην από τη λογοτεχνική της εργασία. Έκανε πολλά ταξίδια στην Ελβετία, τη Γαλλία, την Ολλανδία και την Αγγλία, και αφηγήθηκε τις εμπειρίες της σε ταξιδιωτικά ημερολόγια. Πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου 1807 σε ηλικία 76 ετών στο Όφενμπαχ, διάσημη συγγραφέας.
Μέσω της κόρης της Μαξιμίλιαν, που παντρεύτηκε με τον έμπορο και διπλωμάτη Πέτερ Άντον Μπρεντάνο, έγινε γιαγιά των συγγραφέων του ρομαντισμού Μπετίνα φον Άρνιμ και Κλέμενς Μπρεντάνο.
Το έργο της Σόφι φον Λα Ρος είναι αντιπροσωπευτικό της εποχής του Διαφωτισμού και του Συναισθηματικού κινήματος στη γερμανική λογοτεχνία. Ήταν μια από τις πρώτες Γερμανίδες που απέκτησαν ευρεία ευρωπαϊκή αναγνώριση ως συγγραφέας.
Το πρώτο της μυθιστόρημα, το πρώτο γερμανόφωνο επιστολικό μυθιστόρημα και ιδρυτικό κείμενο της γερμανικής γυναικείας λογοτεχνικής παράδοσης, Ιστορία της δεσποινίδας φον Στέρνχαϊμ (1771), γνώρισε μεγάλη επιτυχία και ήταν ένα από τα καλύτερα έργα της περιόδου κατά την οποία τα αγγλικά μυθιστορήματα, ιδιαίτερα αυτά του Σάμυελ Ρίτσαρντσον, είχαν μεγάλη επιρροή στους Γερμανούς συγγραφείς.[14]
Στη συνέχεια έγραψε πολλά άλλα μυθιστορήματα. Τα έργα της προορίζονταν να είναι ηθικά διδακτικά για τις νεαρές γυναίκες. Κάποια γράφτηκαν με φόντο τη μετα-επαναστατική γαλλική περίοδο. Περαιτέρω έκφραση του παιδαγωγικού έργου της με στόχο «να εκπαιδεύει και να συμβουλεύει τις νέες γυναίκες για την τέχνη της ζωής», εμφανίζεται στα κείμενά της στο περιοδικό Πομόνα.[15]
Ήταν μια από τους πρώτες συντάκτες του γερμανικού γυναικείου περιοδικού Πομόνα, το οποίο εκδόθηκε το 1783-1784. Ενώ άλλα γυναικεία περιοδικά της εποχής επικεντρώνονταν στη μόδα, την ομορφιά και τη συμπεριφορά των γυναικών, το περιοδικό εστίασε σε φιλοσοφικά κείμενα για την ανατροφή και την εκπαίδευση. Οι αναγνώστριες λάμβαναν πληροφορίες για θέματα υγείας, ιατρικής, διατροφής, τέχνης και πορτρέτα επιτυχημένων γυναικών καθώς και συμβουλές από τη στήλη του εκδότη. Το περιοδικό ήταν μια από τα πρώτα γερμανικά γυναικεία περιοδικά που κινητοποίησε ένα γυναικείο αναγνωστικό κοινό της ανώτερης μεσαίας τάξης και της αριστοκρατίας και σύντομα έδωσε τη δυνατότητα σε γυναίκες να δημοσιεύουν άρθρα - κυρίως ανώνυμα.
Από το 2010, η πόλη του Όφενμπαχ απονέμει το «Βραβείο Σόφι φον Λα Ρος για ίσα δικαιώματα των γυναικών» κάθε δύο χρόνια. Το βραβείο, με έπαθλο 1.500 ευρώ, απονέμεται για εξαιρετικά επιτεύγματα σε πολιτιστικούς, κοινωνικούς ή κοινωνικούς τομείς. Στο μουσείο της πόλης Καουφμπόιρεν, μια αίθουσα με μόνιμη έκθεση είναι αφιερωμένη στη συγγραφέα. Το γυμνάσιο Σόφι Λα Ρος στο Καουφμπόιρεν πήρε το όνομά της.[16]