Τάκσονυ της Ουγγαρίας | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 931 Ουγγαρία |
Θάνατος | 972 (περίπου) Ουγγαρία |
Χώρα πολιτογράφησης | Πριγκιπάτο της Ουγγαρίας |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός |
Οικογένεια | |
Τέκνα | Γκέζα της Ουγγαρίας Μιχαήλ της Ουγγαρίας |
Γονείς | Ζόλταν της Ουγγαρίας |
Συγγενείς | Μενούμορουτ (παππούς) |
Οικογένεια | Οίκος των Άρπαντ |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Τάκσονυ της Ουγγαρίας,(Ουγγρική γλώσσα: "Taksony" (πριν το 931 - αρχές της δεκαετίας του 970) από τον Οίκο των Άρπαντ ήταν μέγας πρίγκιπας της Ουγγαρίας (955 - αρχές της δεκαετίας του 970), μετά την καταστροφική για τους Ούγγρους "μάχη του Λέχφελντ" (955). Στην νεότητα του συμμετείχε σε πολλές επιδρομές στην δυτική Ευρώπη αλλά την εποχή που ήταν πρίγκιπας κύριος στόχος του ήταν η Βυζαντινή αυτοκρατορία. Στην εποχή του εγκαταστάθηκαν στην Ουγγαρία Μουθσουλμάνοι και Πετσενέγοι.
Ο Τασκόνυ σύμφωνα με τα Χρονικά του 1200 ήταν γιος του Ζόλταν της Ουγγαρίας.[1] Η ίδια πηγή αναφέρει ότι η μητέρα του Τάσκονυ ήταν κόρη του Μενομούρτ, ενός τοπικού φυλάρχου που ηττήθηκε στην Ουγγρική κατάκτηση της λεκάνης των Καρπαθίων (907).[2] Ο άγνωστος συγγραφέας έγραψε ότι ο Τάσκονυ γεννήθηκε "το έτος ενσάρκωσης του Κυρίου" (931).[3][4] Τα Χρονικά γράφουν τέλος ότι ο Ζόλταν παραιτήθηκε υπέρ του γιου του Τάσκονυ τρια χρόνια πριν τον θάνατο του (947).[5][6] Οι σύγχρονοι ιστορικοί αμφισβητούν ωστόσο την ημερομηνία που γεννήθηκε όπως την καταγράφει το Χρονικό. Ο σύγχρονος με την εποχή του Λιουτπράνδος της Κρεμόνας αφηγήθηκε ότι ηγήθηκε σε μια λεηλασία της Ιταλίας κάτι που επιβεβαιώνει ότι γεννήθηκε πριν το 931.[4] Ο Ανώνυμος συγγραφέας των Χρονικών καταγράφει τον Ζόλταν ως τον πρώτο πρίγκιπα και προπάτορα όλων των Ούγγρων βασιλέων.[7] Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ έγραψε ότι εκείνη την εποχή (950) πρίγκιπας των Ούγγρων ήταν ο ξάδελφος του Φάις.[8] Μια μεταγενέστερη ιστορική πηγή ο Ιωάννης Αβεντίνος έγραψε ότι ο Τάσκονυ συμμετείχε στην "μάχη του Λέχφελντ" (10 Αυγούστου 955) στην οποία ο μελλοντικός Όθων Α΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας συνέτριψε έναν Ουγγρικό στρατό 8.000 ισχυρών ανδρών.[9] Ο Τάσκονυ ήταν στην μάχη αυτή ένας από τους ελάχιστους στρατιωτικούς ηγέτες που γλύτωσαν τον θάνατο.[2]
Οι σύγχρονοι ιστορικοί ανάμεσα τους και ο Γκιούλα Κρίστο έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μετά από την καταστροφική μάχη ο Φάις παραιτήθηκε υπέρ του ξαδέλφου του Τάσκονυ.[4] Μετά την "μάχη του Λέχφελντ" σταμάτησαν οι ληστρικές επιδρομές των Ούγγρων στην δυτική Ευρώπη και οπισθοχώρησαν.[10] Οι Ούγγροι συνέχισαν ωστόσο τις επιδρομές τους μέχρι το τέλος της ηγεμονίας του Τάσκονυ, αυτή την φορά προς την Βυζαντινή αυτοκρατορία.[10][11] Τα ίδια Χρονικά αναφέρουν ότι στην εποχή του ένας μεγάλος αριθμός Μουσουλμάνων εγκαταστάθηκε στην Ουγγαρία από την Βουλγαρία του Βόλγα.[12][13][14] O σύγχρονος με την εποχή συγγραφέας Ιμπραχίμ ιμπν Γιακούμπ καταγράφει έναν μεγάλο αριθμό Μουσουλμάνων εμπόρων στην Πράγα (965).[15][16] Ο Ανώνυμος αναφέρει επίσης την άφιξη ενός μεγάλου αριθμού Πετσενέγων, η περιοχή που τους παραχωρήθηκε έφτασε μέχρι τον ποταμό Τίσα.[12][17] Η μόνη επαφή που υπήρχε με την δυτική Ευρώπη είναι μια καταγραφή του Λιουτπράνδου της Κρεμόνας σε επιστολή.[15] Ο Πάπας Ιωάννης ΙΒ΄ σύμφωνα με την επιστολή αυτή έστειλε έναν επίσκοπο τον Ζακχαίο με αίτημα "να παρακαλέσει τους Ούγγρους να επιτεθούν στην Γερμανία" (963).[15][18][19] Δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ωστόσο για την άφιξη του Ζακχαίου στην Ουγγαρία.[15] Ο Τάκσονυ τακτοποίησε στις αρχές της δεκαετίας του 970, λίγο πριν τον θάνατο του τον γάμο του μεγαλύτερου γιου και διαδόχου του Γκέζα της Ουγγαρίας με την Σάρολτ, κόρη του Γκιούλα Β΄ της Τρανσυλβανίας.[15]
Νυμφεύτηκε μία από τη χώρα των Κουμάνων, που του πρότεινε ο πατέρας του, σύμφωνα με το χρονικό. Οι Κουμάνοι Τούρκοι ήλθαν στην Ουγγαρία το 1237, άρα η αναφορά σε αυτούς πρέπει να εννοεί τα τότε Τουρκικά φύλα, δηλ. τους Χαζάρους, Πετσενέγκες ή Βουλγάρους. Είχε τέκνα: