Συγγραφέας | Εζέν Συ |
---|---|
Τίτλος | Les Mystères de Paris |
Γλώσσα | γαλλικά |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1842 |
Μορφή | μυθιστόρημα |
Τόπος | Παρίσι |
LC Class | OL23311603M |
Πρώτη έκδοση | 1842-1843 |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Τα Μυστήρια των Παρισίων (Γαλλικά: Les Mystères de Paris) είναι μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα Εζέν Συ, Ευγένιος Σύης κατά τον εξελληνισμό του ονόματός του στις μεταφράσεις του 19ου αιώνα. Εκδόθηκε σε 90 συνέχειες στην εφημερίδα Journal des débats από τις 19 Ιουνίου 1842 έως τις 15 Οκτωβρίου 1843, καθιστώντας το ένα από τα πρώτα επιφυλλιδικά μυθιστορήματα που δημοσιεύθηκαν στη Γαλλία.
Το έργο είχε άμεση επιτυχία και εγκαινίασε τη μαζική λογοτεχνία. Ίδρυσε το είδος «Μυστήρια της πόλης» και επηρέασε πολλούς συγχρόνους του μυθιστοριογράφους.
Κεντρική ιδέα του συγγραφέα ήταν η καταγγελία της αθλιότητας της ζωής των λαϊκών τάξεων στο Παρίσι.
Ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο μυστηριώδης και γοητευτικός Ροντόλφ, ο οποίος θα αποκαταστήσει μια μορφή κοινωνικής δικαιοσύνης στο Παρίσι του 19ου αιώνα. Στην πραγματικότητα είναι Γερμανός ευγενής, ο Μεγάλος Δούκας ενός φανταστικού μεγάλου δουκάτου της Γερμανίας αλλά παρουσιάζεται μεταμφιεσμένος ως Παρισινός εργάτης. Ο Ροντόλφ γνωρίζει τη λαϊκή αργκό, είναι εξαιρετικά δυνατός και καλός μαχητής. Δείχνει επίσης μεγάλη συμπόνια για τις κατώτερες τάξεις, έχει καλή κρίση και είναι πανέξυπνος. Κυκλοφορεί σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας προκειμένου να κατανοήσει τα προβλήματά τους, να κατανοήσει πώς συνδέονται οι διάφορες κοινωνικές τάξεις και βοηθά όσους κατατρεγμένους συναντά στο δρόμο του. Ο ήρωας συνοδεύεται από τους φίλους του, τον Άγγλο σερ Ουότερ Μερφ και τον Νταβίντ, έναν ταλαντούχο μαύρο γιατρό, πρώην σκλάβο.
Συναντά φτωχούς εργάτες καθώς και εγκληματίες, ανταμείβοντας τους καλούς και τιμωρώντας τους κακούς. Οι περιπέτειες των ηρώων τους οδηγούν στο Παρίσι και στα περίχωρά του, περιγράφοντας έτσι τυπικά μέρη της γαλλικής πρωτεύουσας, τα κτήρια στο Παλιό Παρίσι και τους δρόμους του καθώς και τα αγροκτήματα στα περίχωρα.
Αν και ο Ροντόλφ περιγράφεται ως άψογος χαρακτήρας, ο Συ απεικονίζει διαφορετικά την παριζιάνικη αριστοκρατία και μπουρζουαζία ως ασυγκίνητη μπροστά στις δυστυχίες των κοινών ανθρώπων και επικεντρωμένη σε άσκοπες ίντριγκες. Για αυτόν τον λόγο, ορισμένοι, όπως ο Αλέξανδρος Δουμάς, θεώρησαν ότι το μυθιστόρημα θα είχε αποτυχία.
Στο τέλος ο Ροντόλφ επιστρέφει στο δουκάτο του για να αναλάβει το ρόλο για τον οποίο προορίζονταν από τη γέννησή του και δεν μένει στο Παρίσι για να βοηθήσει τις κατώτερες τάξεις.
Πολλά έχουν γραφεί για την εμφάνιση του γαλλικού μυθιστορήματος τον 19ο αιώνα και τα έργα του Σταντάλ, του Μπαλζάκ, του Αλέξανδρου Δουμά, του Φλωμπέρ, του Τεοφίλ Γκωτιέ, της Γεωργίας Σάνδη ή του Βίκτορα Ουγκώ, συχνά ξεχνώντας τον Εζέν Συ. Κι όμως, ο Τεοφίλ Γκωτιέ έγραψε για το μυθιστόρημα του Συ: «Όλοι διάβασαν απνευστί τα Μυστήρια των Παρισίων, ακόμη και άνθρωποι που δεν ξέρουν να διαβάσουν: τους το διάβασε κάποιος που γνώριζε ανάγνωση». [1]Το έργο έχει μια μοναδική θέση στη δημιουργία αυτού του είδους λογοτεχνίας: δεν είναι μόνο ένα μυθιστόρημα που κράτησε εκατοντάδες χιλιάδες αναγνώστες σε αγωνία για περισσότερο από ένα χρόνο (ακόμη και τους αναλφάβητους που τους διάβαζαν άλλοι τα επεισόδια ή τους αναγνώστες που περίμεναν στην ουρά μπροστά στα γραφεία της εφημερίδας για να μάθουν τη συνέχεια της περιπέτειας[2]), είναι επίσης ένα σημαντικό έργο στην εμφάνιση μιας συγκεκριμένης μορφής κοινωνικής συνείδησης που προώθησε την Επανάσταση του 1848. [3]
Το μυθιστόρημα έγινε αντιληπτό στη Γαλλία και αλλού ως σοσιαλιστικό μυθιστόρημα και ο ίδιος ο Συ, γιατρός και μέλος της ανώτερης κοινωνίας, είχε ασπαστεί τις σοσιαλιστικές ιδέες της εποχής του, που απείχαν πολύ από τον κόσμο του. Ο συγγραφέας εξελέγη βουλευτής στην εκλογική περιφέρεια Παρίσι-Σηκουάνας το 1850, με 130.000 ψήφους εργατών, όμως οι απόψεις του τον οδήγησαν στην εξορία μετά το πραξικόπημα του Λουδοβίκου-Ναπολέοντα το 1851 που εγκαινίασε την περίοδο της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας.
Το ενδιαφέρον του έργου δεν περιορίζεται στο πολιτικό του πεπρωμένο. Το βιβλίο εγκαινιάζει επίσης ένα είδος που αργότερα θα γίνει η ραδιοφωνική ή τηλεοπτική σειρά, ένα έργο μυθοπλασίας που προορίζεται για τις μάζες, υποκινώντας τη συλλογική φαντασία με θέματα τα οποία ο ίδιος ο συγγραφέας δεν κυριαρχεί πλέον, με την έκθεση των ισχυρότερων και πιο καταπιεσμένων ανθρώπινων παθών, που προκάλεσαν σκληρή κριτική, τόσο από τους συντηρητικούς που τον κατηγορούσαν για διαφθορά των ηθών όσο και από την Αριστερά που ότι κερδοσκοπούσε με τα ανθρώπινα βάσανα.
Ανάμεσα στις αρνητικές κριτικές του έργου ήταν του Ουίλλιαμ Θάκερυ ο οποίος σε άρθρο του τον Απρίλιο του 1843 αξιολογούσε τα Μυστήρια των Παρισίων ως «μια βδελυρή και χοντροκομμένη καρικατούρα, από τις πιο ωμές και πιο αιματηρές […] ανάξια ενός καλλιτέχνη» και εφιστούσε την προσοχή στον ενδεχόμενο κίνδυνο ανάγνωσης αυτού του μυθιστορήματος που θα προκαλούσε «μια ένοχη συμπάθεια για τους εγκληματίες».[4]
Οι Μαρξ και Ένγκελς στην Αγία Οικογένεια κατήγγειλαν τον συγγραφέα, όχι σαν «αφελή σοσιαλδημοκράτη αλλά σαν υποτελή αντιδραστικό, αφού διακηρύσσει την κοινωνική συμφιλίωση μέσω της φιλανθρωπίας».[5]
Τα Μυστήρια των Παρισίων ενέπνευσαν δεκάδες μυθιστορήματα σε πολλές χώρες: τα Μυστήρια της Μασσαλίας του Εμίλ Ζολά, τα Μυστήρια της Προβηγκίας του Μπαλζάκ, τα Μυστήρια του Λονδίνου του Τζωρζ Ρέινολντς, τα Μυστήρια του Λονδίνου του Πωλ Φεβάλ, τα Μυστήρια της Λισαβόνας του Καμίλο Καστέλο Μπράνκο, επίσης τα Μυστήρια της Νάπολης του Φραντσέσκο Μαστριάνι, τα Μυστήρια της Φλωρεντίας του Κάρλο Κολόντι, τα Μυστήρια του Βερολίνου, τα Μυστήρια του Μονάχου, τα Μυστήρια των Βρυξελλών, τα Νέα μυστήρια του Παρισιού του Λεό Μαλέ, κ.λπ.
Ο Ουγκώ βασίστηκε στην τεχνική του Συ στο μυθιστόρημα οι Άθλιοι του και στην Ελλάδα εμφανίστηκαν οι Άθλιοι των Αθηνών του Ιωάννη Κονδυλάκη.
Τουλάχιστον δεκατέσσερις απομιμήσεις εμφανίστηκαν από το 1849 έως το 1870. [6]Επιπλέον, το μυθιστόρημα μεταφράστηκε και αναδημοσιεύτηκε για αρκετές δεκαετίες σε πολλές χώρες, στα ελληνικά το 1846, και χρησίμευσε ως πρότυπο για έναν νέο τύπο λαϊκής λογοτεχνίας.
Το μυθιστόρημα μεταφέρθηκε στο θέατρο, δραματοποιήθηκε από τον ίδιο τον συγγραφέα, στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση.
Το έργο μεταφράστηκε στα ελληνικά σε δύο τόμους ήδη από το 1846 στη Σμύρνη.[4]