Η Ταμπουρίτσα (σερβοκροατικά: тамбурица) είναι το αντιπροσωπευτικό μουσικό έγχορδο όργανο της ομώνυμης οικογένειας μακρύλαιμων λαούτων, που είναι δημοφιλή στη Νότια και την Κεντρική Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Κροατία, στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, στη Σερβία (ειδικά στη Βοϊβοντίνα), στη Σλοβενία και στην Ουγγαρία. Είναι γνωστά ως και στην Μπούργκενλαντ. Το όνομα και τα χαρακτηριστικά της προέρχονται από τα περσικά ταμπούρ, μοιάζει με μικρό ελληνικό ταμπουρά, αλλά και με μαντολίνο και με κιθάρα στο ότι οι χορδές είναι τσιμπητές. Τα τάστα είναι ευμετάβλητα ώστε να επιτρέπεται η απόδοση των διαφόρων μουσικών τρόπων. Υπάρχουν πολλοί τύποι ταμπουρίτσας, κυρίως σερβοκροατικής επινόησης.
Οι ταμπουρίτσες ποικίλλουν σε αριθμό χορδών και επίσης οι χορδές μπορεί να είναι μονές, ζεύγη ή μικτές. Έκαστο ζεύγος χορδών είναι ταυτόφωνο, δηλαδή και οι δύο χορδές του ζεύγους ηχούν στο ίδιο τονικό ύψος. Οι βασικές μορφές ταμπουρίτσας, με τα ονόματα τους στα σερβοκροατικά, ή σπανιότερα στα ουγγρικά, είναι:
Ίσως η πρώτη ορχήστρα ταμπούρων να δημιουργήθηκε στην Ουγγαρία τον 19ο αιώνα.[2] Τα όργανα ήταν ονοματισμένα με βάση τα ουγγρικά ονόματα των μουσικών οργάνων της συμφωνικής ορχήστρας ("cselló" που σημαίνει τσέλο, "bőgő" που σημαίνει κοντραμπάσο) και από τις ουγγρικές Τσιγγάνικες μπάντες (bőgős, prím, kontra).[2][3] Οι ορχήστρες εξαπλώθηκαν όπου είναι τώρα η Βοσνία, η Αυστρία, η Σλοβενία, η Τσεχική Δημοκρατία και η Σλοβακία.
Η ταμπουρίτσα αποτελείται από 3 μέρη: το σώμα, το λαιμό και την κεφαλή. Το σώμα (ηχείο) είχε σχήμα αχλαδιού μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, και κατασκευαζόταν με σκάλισμα του εσωτερικού ενός κούτσουρου προς σχηματισμό μιας κοιλότητας. Σήμερα κατασκευάζονται όπως και οι κιθάρες, με ξύλινο πλαίσιο που προορίζεται ειδικά γι'αυτό τον σκοπό. Η ταστιέρα έχει τάστα (σερβοκροατικά: prečnice, krsnice, pragovi). Η κεφαλή (σερβοκροατικά: čivijište, ουγγρικά: fej) συνήθως είχε οξεία μορφή αλλά τελικά επικράτησαν τα σχέδια σε σχήμα «σαλιγκαριού».[4] Το καράολο σε σχήμα σαλιγκαριού χρονολογείται τουλάχιστον από τον 19ο αιώνα και από τις Βιεννέζικες κιθάρες του Τζοχάν Γκιόργκ Στάουφερ.
Μία ορχήστρα από ταμπουρίτσες μπορεί να διαμορφωθεί ποικιλοτρόπως, από ένα απλό τρίο ως μια μεγάλη ορχήστρα. Ένα βασικό τρίο περιλαμβάνει 1 πριμ, 1 κόντρα και 1 τσέλο. Οι μεγαλύτερες ορχήστρες περιλαμβάνουν επίσης μπασ-πριμ και μπάσ-πριμ-τερτς ταμπούρες.
Ο πρώτος μεγάλος συνθέτης μουσικής για ταμπουρίτσες ήταν ο Πάτζο Κολάριτς, που σχημάτισε την πρώτη ερασιτεχνική ορχήστρα από ταμπουρίτσες στο Όσιγιεκ το 1847.[5] Το 1882 ο μαθητής του, ο Μίτζο Μάτζερ, σχημάτισε την πρώτη χορωδία για ταμπουρίτσες με μαέστρο, την «Κροατική Λύρα». Στους Κροάτες συνθέτες περιλαμβάνονται οι Φράντζο Κσάβερ Κούχατς, Σινίσα Λέοπολντ και Τζουλίγε Ντζικός. Το όργανο συμβολίζει τον κροατικό εθνικισμό. Ο Βίνκο Ζγκάνετς, ένας συνεργάτης του Μπέλα Μπάρτοκ, συγκέντρωσε περισσότερα από 19.000 κροατικά λαϊκά τραγούδια.
Το 1951 ιδρύθηκε η Μεγάλη Ορχήστρα από Ταμπουρίτσες της Ραδιοτηλεόρασης του Νόβι Σαντ, με διευθυντή τον Σάβα Βουκοσάβλιεφ, ο οποίος σύνθεσε και απέδωσε πολλά κομμάτια για ορχήστρες ταμπουρίτσας και δημοσίευσε το ολοκληρωμένο βιβλίο Vojvođanska tambura («Ο Ταμπουράς της Βοϊβοντίνα»). Άλλες ορχήστρες ήταν του Ράδιο Βελιγράδι, του Ράδιο Ποντγκόριτσα και του Ράδιο Κίκιντα. Ο Τζάνικα Μπαλάζ, ένα μέλος της ορχήστρας του Ραδιο Νόβι Σαντ που είχε επίσης δικό του οκτέτο, ήταν ένας πολύ δημοφιλής ερμηνευτής, του οποίου το όνομα έγινε συνώνυμο με της ταμπουρίτσας. Στις διάσημες ορχήστρες ταμπουρίτσας της Σερβίας περιλαμβάνονται των Μάκσα Ποπωφ και Αλεκσάνταρ Αρανίκι.