Αυτό το λήμμα τεκμηριώνεται κυρίως με πρωτογενείς πηγές. Παρακαλούμε βελτιώστε το προσθέτοντας δευτερογενείς ή τριτογενείς πηγές. |
Ταξίλης | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Προφορά | |
Γέννηση | 4ος αιώνας π.Χ. |
Θάνατος | πιθανώς το 321 π.Χ. |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | Βασιλιάς |
Ο Tαξίλης ή Ταξίλης Α' (αρχαία ελληνικά: Tαξίλης ή Ταξίλας, αγγλικά: Taxiles ή Taksxila ή King Āmbhi of Takṣaśilā ή Ambh ή Ambhika ή Omphis), που έζησε περί τον 4ο αιώνα π.Χ.και πέθανε πιθανόν το 321 π.Χ., ήταν Ινδός ηγεμόνας και βασιλιάς στην πόλη Τάξιλα ή Ταξάσιλα.
Η αρχαία πόλη (άρθρο: τα) Τάξιλα ή τα Ταξάσιλα (ουρντού ٹیکسلا, σανσκ. Takshaçila तक्षशिला, κιν. Chu Ch'a-shi-lo) βρίσκεται στην επαρχία Παντζάμπ του Πακιστάν, κοντά στη σύγχρονη πόλη Ραβαλπίντι, στα σύνορα με το Κασμίρ και επίσης 30 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Ισλαμαμπάντ, πρωτεύουσας του Πακιστάν. Το βασίλειο του Tαξίλη περιλάμβανε ως κεντρικό σημείο την υδάτινη οδό – διασταύρωση μεταξύ του Ινδού και Υδάσπη, στην περιοχή που ήταν γνωστή κατά τους χρόνους της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως Πενταποταμία (σήμερα Παντζάμπ).
Το ινδικό όνομα του βασιλιά Tαξίλη ήταν Αμπχί ή Αμπχίκα (Ambhi[1] ή Ambhika). Σε διάφορες πηγές αναφέρεται επίσης ως Ώμφις ή Όμφις ή Μώφις (αρχαία ελληνικά: Ώμφις), αλλά πιθανόν αυτό να ήταν το όνομα του γιού του και διαδόχου του, που μετονομάσθηκε ως Ταξίλης Β'.[2] Οι Έλληνες πιθανολογείται ότι ονόμασαν τον βασιλιά Αμπχί ή Αμπχίκα ως Ταξίλη ή Ταξίλα, από το όνομα της πρωτεύουσάς του Τάξιλα (πλησίον της βρίσκεται και η σύγχρονη πόλη Αττόκ (Attock).[3]
Η λαϊκή παράδοση αναφέρει ότι ο Ταξίλης ήταν αυτός που γνώρισε στους Μακεδόνες τους ελέφαντες· «μάλιστα, όταν τους είδαν για πρώτη φορά στην Ινδία, τους πέρασαν για εχθρικό στρατό και ετοιμάστηκαν να τους πολεμήσου»ν, αν και φαίνεται ότι η γνώση για τους ελέφαντες προϋπήρχε (αφού υπολείμματα σκελετών ελεφάντων έχουν βρεθεί ακόμη και στη σημερινή Ελλάδα, την κοντινή Αίγυπτο και αλλού, όπου υπήρχε εύκολη πρόσβαση των αρχαίων Ελλήνων. Σύμφωνα με το έργο «Αλεξάνδρου Ανάβασις»[4] ο ιστοριογράφος Αρριανός αναφέρεται στο πέρασμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου από την πόλη Ταξάσιλα. Την άνοιξη του 326 π.Χ., ο Μέγας Αλέξανδρος και ο στρατός του ξεκίνησαν για τα Τάξιλα. Εκεί τον συνάντησε ο γιος του βασιλιά Ταξίλη, ο Ώμφις, ο οποίος, σύμφωνα και με τον Διόδωρο,[5] υποδέχθηκε τον Μακεδόνα βασιλιά επισήμως δίνοντας του δώρα, ενώ παράλληλα οι διοικητές της περιοχής δήλωσαν την υποταγή τους. Ο Μέγας Αλέξανδρος ανταπέδωσε τα δώρα κι επιπλέον έδωσε στον Ώμφη (ή απέστειλε στον Ταξίλη) 1.000 τάλαντα, κάτι που εξόργισε τους Εταίρους, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος.[6] Ο Μέγας Αλέξανδρος στα Τάξιλα δέχθηκε ακόμη πρεσβεία του Αβισσάρη, βασιλιά των ορεσίβιων Ινδών,[7] ενώ φαίνεται να συνάντησε για πρώτη φορά Βραχμάνους, όπως τον φιλόσοφο Κάλανο[8] ή Κάρανο, σύμφωνα με τον Διόδωρο.[9]
Στη συνέχεια, ο Μέγας Αλέξανδρος προχώρησε προς τον Υδάσπη ποταμό, όπου νίκησε τον ηγεμόνα Πώρο, ωστόσο στη συνέχεια έγιναν σύμμαχοι και ώθησε τον ίδιο και τον Ταξίλη να συμφιλιωθούν κι εκείνοι. Στην περιοχή διορίστηκε σατράπης ο Φίλιππος (ο Μαχάτα), ο οποίος δολοφονήθηκε το 326/325 π.Χ. και τη θέση του πήρε ο στρατηγός Εύδημος, με καταγωγή από τη Θράκη.
Το βασίλειο του Tαξίλη φέρεται επίσης ότι είχε εχθρικές σχέσεις με ένα άλλο γειτονικό αρχαίο ινδικό κράτος, στην περιοχή επίσης της Πεντοποταμίας, όπου βασιλιάς ήταν ο Πώρος, (σανσκριτικά: पुरूवास puru), ο οποίος κατείχε τα εδάφη ανατολικά από εκεί που έρεε ο Υδάσπης ποταμός.[10]
Ο βασιλιάς Tαξίλης πιθανότατα να ήταν αυτός τελικά, που με κύριο σκοπό την ενίσχυση του, έναντι του εχθρού του Πώρου, έστειλε πρώτος πρεσβευτές στον Μέγα Αλέξανδρο, ενώ ο τελευταίος ήταν ακόμα στην Σογδιανή, με προσφορές για βοήθεια και υποστήριξη, ίσως και προσφορά σε ανταλλάγματα με χρήματα (απόπειρα εξαγοράς ή δωροδοκίας). Κατά την μεταξύ τους συνάντηση (κατ’ άλλους με τον γιό του Ώμφη), ο Μέγας Αλέξανδρος ανήσυχος από το θέαμα των στρατιωτικών δυνάμεων του Αμπχί και όντας κατά την πρώτη κάθοδό του στην αρχαία Ινδία το 327 π.Χ. διέταξε αρχικά τις δυνάμεις του να σχηματίσουν επιθετική διάταξη. Ο Αμπχί έσπευσε να ανακουφίσει την ανησυχία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τον συνάντησε με πολύτιμα δώρα, τοποθετώντας τον εαυτό του και όλες τις δυνάμεις του στη διάθεσή του. Ο Μέγας Αλέξανδρος όχι μόνο επέστρεψε στον Αμπχί τον τίτλο του και τα δώρα του, αλλά του δώρισε[11] επίσης «περσικές ενδυμασίες, χρυσά και ασημένια κοσμήματα, 30 άλογα και 1000 τάλαντα σε χρυσό».[12]
Ο Μέγας Αλέξανδρος αποφάσισε να διαιρέσει τις δυνάμεις του και ο Αμπχί ανέλαβε, υποβοηθούμενος από τον Ηφαιστίωνα και τον Περδίκκα την κατασκευή μιας γέφυρας πάνω από τον Ινδό ποταμό, στο σημείο που αυτός μετατρέπεται σε ορμητικό ρεύμα - χείμαρρο. Ο Αμπχί παρείχε ενισχύσεις στα μακεδονικά στρατεύματα και προσκάλεσε τον Μέγα Αλέξανδρο και ολόκληρο τον στρατό του, στην πρωτεύουσα του Τάξιλα, πραγματοποιώντας «κάθε επίδειξη φιλίας και φιλελεύθερης φιλοξενίας».[13] Αυτή πιθανόν η ίδια η πόλη τα Τάξιλα, που μετονομάσθηκε προς τιμή του Μεγάλου Αλεξάνδρου ή μπορεί ακόμα και η κατασκευή μιας άλλης πόλης με οικοδόμηση στα γνωστά πρότυπα των αλεξανδρινών πόλεων (ίσως είχε δομηθεί με το οικοδομικό σύστημα που ανακάλυψε ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος, το «Ιπποδάμειο Σύστημα») ή ακόμα και η μεταγενέστερη διαμόρφωση του ίδιου του στρατοπέδου, όπου κατέλυσε ο μακεδονικός στρατός, πλησίον της πρωτεύουσας του βασιλιά Αμπχί να αποτελεί την πόλη που έλαβε την ονομασία Αλεξάνδρεια εις Τάξιλα. Πάντως μετά την φιλοξενία ο Ταξίλης συνόδευσε τον Μέγα Αλέξανδρο με μια στρατιωτική δύναμη 5.000 ανδρών και πήρε μαζί του μέρος στην γνωστή ως Μάχη του Υδάσπη.
Μετά από αυτή την νίκη ο Ταξίλης (ή ο γιος του Ώμφης) είχε σταλεί από τον Μέγα Αλέξανδρο στον Πώρο, για να του προσφέρει ευνοϊκούς όρους συνεργασίας, αλλά δραπέτευσε φοβούμενος μήπως χάσει τη ζωή του στα χέρια του παλαιού εχθρού του. Τελικά, στη συνέχεια, οι δύο πρώην αντίπαλοι συμφιλιώθηκαν με την προσωπική διαμεσολάβηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ο Ταξίλης, αφού συνέβαλε με ζήλο για τον εξοπλισμό του στόλου στον Υδάσπη ποταμό, του ανατέθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο η διακυβέρνηση ολόκληρης της επικράτειας μεταξύ του ποταμού Υδάσπη και του Ινδού ποταμού.[14]
Διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου
Μια σημαντική εξέλιξη που επηρέασε την εξουσία του Ταξίλη διαμορφώθηκε μετά τον θάνατο του Φιλίππου γιου του Μαχάτα (απεβίωσε το 326/325 π.Χ). Ο Ταξίλης είχε την άδεια για να διατηρήσει την εξουσία του, ως και τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) που τον υποστήριξε.[15] Ακολούθησε η διαίρεση της περιοχής σε επαρχίες σύμφωνα με τη Συμφωνία του Τριπαραδείσου. Αυτή η συμφωνία υπεγράφη το 321 π.Χ. στην ελληνική αποικία Τριπαράδεισος (πιθανόν η σημερινή πόλη Μπααλμπέκ) στον Λίβανο, κοντά στις πηγές του Ορόντη ποταμού, μεταξύ των στρατηγών που ήταν οι Διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η οποία Συνθήκη καθιέρωσε την κατανομή των σατραπειών τους, τροποποιώντας την προηγούμενη Συμφωνία της Βαβυλώνας (323 π.Χ.) αμέσως μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.[16] Πάντως μετά το 321 π.Χ. οι ερευνητές βρίσκουν ότι ο διοικητής των στρατευμάτων των Μακεδόνων στην επαρχία ο Εύδημος είχε πλέον την αποκλειστική εξουσία, ένδειξη ότι πιθανόν την περίοδο εκείνη ο Ταξίλης είτε είχε εκτοπιστεί διά της βίας, είτε πλέον είχε αποβιώσει, το πιο πιθανό από φυσικά αίτια. Πάντως δεν υπάρχουν προς το παρόν σχετικά άλλα στοιχεία για το τέλος του ή τη διαδοχή του.
Αυτό το λήμμα σχετικά με την Ιστορική Γεωγραφία χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |
Αυτό το λήμμα σχετικά με την αρχαία Μακεδονία χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |