Η ταξιδομανία (γερμανικά και αγγλικά wanderlust) είναι μια έντονη επιθυμία για την περιπλάνηση, τα ταξίδια και την εξερεύνηση του κόσμου.
Η λέξη wanderlust προέρχεται από τις γερμανικές λέξεις wandern (πεζοπορία) και Lust (επιθυμία).
Η έννοια έχει τις ρίζες της στον γερμανικό ρομαντισμό και στο χαρακτηριστικό του περιπλανώμενου ήρωα, καθώς και στο γερμανικό σύστημα μαθητείας (του περιπλανώμενου τεχνίτη). Σχετίζεται και με το εφηβικό έθιμο του "wanderbird" (περιπλανώμενου πουλιού) που επιδιώκει ενότητα με τη φύση μέσω της περιπλάνησης. [1] Η πρώτη τεκμηριωμένη χρήση του όρου στα αγγλικά, όπου και απαντάται πλέον κυρίως, έγινε το 1902. [2] Στη σύγχρονη γερμανική γλώσσα, η χρήση της λέξης Wanderlust με την σημασία της "επιθυμίας για ταξίδι" είναι λιγότερο κοινή, αφού αντικαταστάθηκε από την λέξη Fernweh ("απομακρυνσ-αλγία"), που συντάχθηκε ως αντώνυμο της Heimweh ("νοσταλγία").
Ο Robert E. Park στις αρχές του εικοστού αιώνα ταυτοποίησε την ταξιδομανία ως αντίδραση κατά των αξιών της κοινωνικής καταξίωσης και οργάνωσης [3] [4] [5] ενώ ο μεταμοντερνισμός την αντιλαμβάνεται ως μορφή παιγνιώδους αυτοενδυνάμωσης. [6]
Στην Ευρώπη μετά τον Διαφωτισμό, οι εργένηδες των ανωτέρων κοινωνικών στρωμάτων συνήθιζαν να πραγματοποιούν ένα Bildungsreise («πολιτιστικό εκπαιδευτικό ταξίδι»), συνήθως στα αξιοθέατα της Ιταλίας ή της Γαλλίας. Παρόμοιο ταξίδι έφερε για πρώτη φορά στην Ελλάδα τον νεαρό Λόρδο Βύρωνα.
Ανάμεσα στους τουρίστες, οι κοινωνιολόγοι διακρίνουν την ηλιομανία (sunlust) από την ταξιδομανία ως κινητήριες δυνάμεις - οι πρώτοι αναζητούν κυρίως τη χαλάρωση, ενώ τελευταίοι την επαφή με διαφορετικές πολιτισμικές εμπειρίες. [7]
Η ταξιδομανία μπορεί να αντικατοπτρίζει μια έντονη ώθηση για αυτοανάπτυξη μέσω του βιώματος του αγνώστου, της αντιμετώπισης απρόβλεπτων προκλήσεων και την ανακάλυψη αγνώστων πολιτισμών, τρόπων ζωής και συμπεριφορών. Αντιθέτως, μπορεί να αποτελεί αποτέλεσμα της επιθυμίας του ταξιδομανή να διαφύγει, αφήνοντας πίσω του καταθλιπτικά συναισθήματα ενοχής. Στην δεύτερη αυτή εκδοχή έχει συνδεθεί με την διπολική διαταραχή όσον αφορά περιοδικότητα των κρουσμάτων. [8]
Κατά την εφηβεία, η δυσαρέσκεια με τους περιορισμούς του σπιτιού και της γειτονιάς μπορεί επίσης να προκαλέσει την έντονη επιθυμία για ταξίδια. [9]