Η τεμοζολομίδη (αγγλ. Temozolomide, ιατρικώς TMZ), που πωλείται με τις εμπορικές ονομασίες Temodar ή Temodal, είναι δραστική χημική ουσία που αποτελεί ένα από τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία όγκων του εγκεφάλου, όπως το πολύμορφο γλοιοβλάστωμα και το αναπλαστικό αστροκύτωμα.[1][2] Λαμβάνεται από το στόμα ή με ενδοφλέβια έγχυση.
Η τεμοζολομίδη χημικώς είναι μια τριαζένη η οποία σε ουδέτερο επίπεδο οξύτητας (pH) γρήγορα μετατρέπεται σε υψηλής δραστικότητας μονομεθυλο-τριαζενοϊμιδαζολο-καρβοξαμίδιο (γνωστό και ως MTIC).[3] Θεωρείται ότι η κυτταροτοξικότητα του αμιδίου MTIC οφείλεται κυρίως στην αλκυλίωση στη θέση Ο6 της γουανίνης ταυτόχρονα με επιπλέον αλκυλίωση στην θέση Ν7. Τυχόν περαιτέρω κυτταροτοξικές βλάβες πιστεύεται ότι σχετίζονται με τη μη φυσιολογική διόρθωση του μεθυλιωμένου παράγωγου.
Στις ΗΠΑ, η τεμοζολομίδη ενδείκνυται για τη θεραπεία ενηλίκων με πρόσφατα διαγνωσμένο πολύμορφο γλοιοβλάστωμα ταυτόχρονα με ακτινοθεραπεία και στη συνέχεια ως θεραπεία μονοθεραπείας[1], ή για ενήλικες με ανθεκτικό αναπλαστικό αστροκύτωμα που έχουν παρουσιάσει εξέλιξη της νόσου, σε φαρμακευτικό σχήμα που περιέχει νιτροζουρία και προκαρβαζίνη.[1]
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η τεμοζολομίδη ενδείκνυται για ενήλικες με πρόσφατα διαγνωσμένο πολύμορφο γλοιοβλάστωμα ταυτόχρονα με ακτινοθεραπεία και στη συνέχεια ως μονοθεραπεία,[2][4] ή σε παιδιά ηλικίας τριών ετών, έφηβους και ενήλικες με κακοήθη γλοίωμα (βλ. γλοιοβλάστωμα, αστροκύτωμα), που εμφανίζει υποτροπή ή εξέλιξη μετά την καθιερωμένη θεραπεία.[2][4]
Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες παρενέργειες της τεμοζολομίδης είναι ναυτία (αίσθημα αδιαθεσίας), έμετος, δυσκοιλιότητα, απώλεια όρεξης, αλωπεκία (απώλεια μαλλιών), πονοκέφαλος, κόπωση, σπασμοί, εξάνθημα, ουδετεροπενία ή λεμφοπενία (χαμηλά λευξά αιμοσφαίρια) και θρομβοπενία (δηλ. χαμηλός αριθμός αιμοπεταλίων στο αίμα).[2] Οι πιο συχνές παρενέργειες όπως ναυτία και έμετος, ελέγχονται εύκολα με τη σχετική αντιεμετική θεραπεία.
Οι ασθενείς που λαμβάνουν το διάλυμα προς έγχυση μπορεί επίσης να έχουν αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης, όπως λ.χ. πόνο, ερεθισμό, κνησμό, οίδημα και ερυθρότητα, καθώς και μώλωπες.[2]
Η πιο συχνή αρνητική επίδραση από τη χρήση της δραστικής ουσίας είναι η καταστολή του μυελού των οστών.
Επίσης, η τεμοζολομίδη ως δραστικό φαρμακευτικό παράγωγο είναι γονιδιοτοξικό, τερατογόνο και εμβρυοτοξικό και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ποτέ κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Αναπτύχθηκε από τον χημικό δρ. Μάλκολμ Στίβενς και την ερευνητική ομάδα του στο Πανεπιστήμιο του Άστον στο Μπέρμιγχαμ.[5][6][7]
Εγκρίθηκε για ιατρική χρήση στην Ευρωπαϊκή Ένωση τον Ιανουάριο του 1999[2] και στις Ηνωμένες Πολιτείες τον Αύγουστο του 1999[8]. Το ενδοφλέβιο σκεύασμα εγκρίθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής το Φεβρουάριο του 2009.[9]