Συγγραφέας | Εμίλ Ζολά |
---|---|
Τίτλος | Thérèse Raquin |
Γλώσσα | γαλλικά |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1869 |
Πολιτιστικό κίνημα | Νατουραλισμός |
Μορφή | μυθιστόρημα |
Χαρακτήρες | Thérèse Raquin, Camille Raquin, Madame Raquin και Laurent LeClaire |
Τόπος | Παρίσι[1] |
LC Class | OL7982341W[2] |
Προηγούμενο | Τα μυστήρια της Μασσαλίας |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Η Τερέζ Ρακέν (Γαλλικά: Thérèse Raquin) είναι μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα Εμίλ Ζολά. Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες στο λογοτεχνικό περιοδικό L'Artiste το 1867. Ήταν το τρίτο μυθιστόρημα του Ζολά και το πρώτο που έκανε τον συγγραφέα γνωστό στο Παρισινό κοινό.
Το μυθιστόρημα παρουσιάζει ήδη τα χαρακτηριστικά του νατουραλισμού που αναπτύχθηκε αργότερα στον μυθιστορηματικό κύκλο του Οι Ρουγκόν-Μακάρ. Ο ίδιος συγγραφέας δημιούργησε το 1873 ένα θεατρικό έργο με τίτλο Τερέζ Ρακέν: δράμα σε 4 πράξεις.
Η Τερέζ Ρακέν, γεννημένη στο Οράν της Αλγερίας, είναι κόρη ενός στρατιωτικού του γαλλικού στρατού στην Αλγερία και μιας Αλγερινής. Σε ηλικία δύο ετών χάνει τη μητέρα της και την ανατροφή της αναλαμβάνει η υπερπροστατευτική θεία της - η κυρία Ρακέν, αδερφή του πατέρα της, η οποία έχει έναν γιο, τον Καμίγ, κακομαθημένο και φιλάσθενο. Τα δύο παιδιά μεγαλώνουν μαζί.
Όταν η Τερέζ γίνεται 21 ετών, παντρεύεται τον εξάδελφό της Καμίγ, ήταν ένας γάμος χωρίς έρωτα, που όμως ικανοποίησε την κυρία Ρακέν, καθώς είχε εκπαιδεύσει την Τερέζ να προσέχει και να δίνει τα φάρμακά του στον γιο της, αλλά γρήγορα ο Καμίγ βαρέθηκε τη ζωή στην επαρχία και ήθελε να μετακομίσει στο Παρίσι, ονειρευόταν να εργαστεί σε κάποια διοικητική θέση. Η κυρία Ρακέν πηγαίνει στην πρωτεύουσα και ενοικιάζει ένα κατάστημα και ένα διαμέρισμα. Η ιδιόμορφη οικογένεια μετακομίζει στο Παρίσι και οι γυναίκες ανοίγουν ένα κατάστημα με είδη ραπτικής. Ο Καμίγ βρίσκει δουλειά στη διοίκηση των σιδηροδρόμων της Ορλεάνης.[3]
Περνούν τρία χρόνια στο Παρίσι και η μονότονη ζωή τους διακόπτεται μόνο από τις επισκέψεις, κάθε Πέμπτη απόγευμα, τεσσάρων καλεσμένων: ο ηλικιωμένος Μισώ, συνταξιούχος αστυνομικός και φίλος της μαντάμ Ρακέν, ο γιος του Ολιβιέ, επίσης αστυνομικός, η σύζυγός του Σουζάν και ο Γκριβέ, υπάλληλος των σιδηροδρόμων της Ορλεάνης που γνώρισε ο Καμίγ στη δουλειά του. Σ' αυτές τις συναντήσεις πίνουν τσάι και παίζουν ντόμινο. Η Τερέζ πλήττει αφόρητα αυτά τα βράδια.
Μια μέρα ο Καμίγ συναντά τον Λωράν, υπάλληλο των σιδηροδρόμων επίσης, ζωγράφο, που εργάζεται γιατί δεν κατάφερε να αποκομίσει τα προς το ζην από τους πίνακές του. Οι δύο άντρες γνωρίζονταν από παιδιά, αλλά είχαν χαθεί. Τον προσκαλεί να έρθει την Πέμπτη το απόγευμα και κατά τη συνάντηση ο Λωράν προτείνει στον Καμίγ να ζωγραφίσει το πορτρέτο του.
Καθώς τον ζωγραφίζει, η Τερέζ, γοητευμένη, τον παρατηρεί συνεχώς και σύντομα οι δυο τους δημιουργούν μια παράνομη σχέση. Οι εραστές συναντιούνται τακτικά για τους επόμενους οκτώ μήνες, βρίσκοντας διάφορες δικαιολογίες. Ο Λωράν εγκαταλείπει τη δουλειά του κατά τη διάρκεια της ημέρας και η Τερέζ λέει στη θεία της ότι πρέπει να πάρει λίγο καθαρό αέρα επειδή αισθάνεται άσχημα. Συναντιούνται στο δωμάτιο της Τερέζ, με τρίτο παρόντα τον γάτο Φρανσουά.
Μετά από αυτό το διάστημα του ανεξέλεγκτου έρωτα, το αφεντικό του Λωράν του απαγορεύει να φεύγει από τη δουλειά του και για δύο εβδομάδες οι εραστές δεν μπορούν πλέον να συναντηθούν. Ωστόσο, ένα βράδυ η Τερέζ καταφέρνει να φύγει από το σπίτι της οικογένειας. Με τον εραστή της, αποφασίζουν να σκοτώσουν τον Καμίγ, έτσι ώστε να βιώσουν ελεύθερα τον έρωτά τους.
Μια Πέμπτη απόγευμα, λίγες εβδομάδες αργότερα, ακούνε τον Μισώ να διηγείται την ιστορία μιας δολοφονίας που δεν εξιχνιάστηκε ποτέ.
Ένας μήνας περνά. Οι Λωράν, Τερέζ και Καμίγ κάνουν μια βόλτα στο Σαιντ-Ουέν, στα περίχωρα του Παρισιού. Πριν το δείπνο, ο Λωράν έχει την ιδέα να πάνε για βαρκάδα στον Σηκουάνα. Πριν επιβιβαστούν, ανακοινώνει στην Τερέζ ότι πρόκειται να σκοτώσει τον Καμίγ.
Όταν έφτασαν στη μέση του ποταμού και εκτός ορατότητας, ο Λωράν σπρώχνει τον Καμίγ στο νερό, αλλά ο τελευταίος καθώς αγωνίζεται για τη ζωή του τον δαγκώνει στο λαιμό πριν πέσει στο νερό. Όταν ο Λωράν βεβαιώνεται ότι ο Καμίγ είναι νεκρός, αναποδογυρίζει το σκάφος και ζητά βοήθεια. Βαρκάρηδες σπεύδουν για βοήθεια, ο Λωράν τους εξηγεί ότι ήταν ατύχημα και γίνεται πιστευτός.
Ο Λωράν ανακοινώνει το ατύχημα στους φίλους τους και τη μητέρα του Καμίγ, οι δε βαρκάρηδες βεβαιώνουν ότι είδαν τη σκηνή, γεγονός που επιβεβαιώνει την ιστορία του Λωράν. Η κυρία Ρακέν καταρρέει από το θάνατο του γιου της. Για να βεβαιωθεί ότι ο Καμίγ είναι πραγματικά νεκρός, ο Λωράν πηγαίνει στο νεκροτομείο κάθε μέρα. Μετά από μία εβδομάδα, βρίσκεται το πτώμα.
Ο Λωράν επισκέπτεται επίσης τακτικά το κατάστημα για να φροντίσει τις δύο γυναίκες. Οι βραδινές συναντήσεις της Πέμπτης ξαναρχίζουν. Περνούν έτσι δεκαπέντε μήνες. Ο Λωράν γίνεται όλο και πιο ανήσυχος γιατί το φάντασμα του Καμίλ τον στοιχειώνει, αρχίζει να πάσχει από αυπνίες. Επί πλέον, το δάγκωμα στο λαιμό του δεν εξαφανίζεται. Από την πλευρά της, η Τερέζ υποφέρει επίσης από αϋπνίες λόγω του φαντάσματος του άνδρα της.
Αργότερα, ο Mισώ έχει μια ιδέα: σκέφτεται ότι η Τερέζ χρειάζεται σύζυγο και προτείνει τον Λωράν, ο οποίος προσποιείται ότι πείθεται και συγκατατίθεται.
Τη νύχτα του γάμου τους, οι νεόνυμφοι δεν μπορούν να κοιμηθούν. Πιστεύουν ότι το φάντασμα του Καμίγ βρίσκεται στο δωμάτιό τους. Κάθε βράδυ, οι φόβοι τους επανεμφανίζονται. Ο Λωράν φτάνει να πιστέψει ότι ο νεκρός κατέλαβε το σώμα της γάτας. Δεν μπορούν να ξεκουραστούν γιατί μόλις ξαπλώνουν, το σώμα του Καμίγ έρχεται ανάμεσά τους.
Λίγους μήνες αργότερα, ο Λωράν αποφασίζει να εγκαταλείψει τη δουλειά του και να αφιερωθεί πλήρως στη ζωγραφική. Αλλά κάθε φορά που ζωγραφίζει ένα πορτρέτο, εμφανίζεται το πορτρέτο του Καμίγ. Σταματά να ζωγραφίζει.
Η κυρία Ρακέν είναι πλέον παράλυτη και έχει χάσει την ομιλία της. Ένα βράδυ, σε μια νευρική κρίση που τον κατέλαβε, ο Λωράν μιλά ανοιχτά για τις λεπτομέρειες της δολοφονίας μπροστά στην ηλικιωμένη γυναίκα. Αυτή καταλαβαίνει και προσπαθεί να πει την αλήθεια στους καλεσμένους της Πέμπτης αλλά αυτοί δεν καταλαβαίνουν τι τους λέει.
Η ζωή της Τερέζ και του Λωράν γίνεται κόλαση: εξαντλούνται, φιλονικούν όλο και πιο βίαια. Ο Λωράν αρχίζει να χτυπά την Τερέζ και μια μέρα σκοτώνει τη γάτα. Η κυρία Ρακέν θρηνεί το ζώο σχεδόν όσο θρήνησε και τον γιο της.
Μετά από έξι μήνες γάμου, η Τερέζ και ο Λωράν δεν μπορούν πλέον να αντέξουν και ο καθένας αποφασίζει να δολοφονήσει τον άλλο. Κανένας από τους δύο δεν υποψιάζεται την πρόθεση του συντρόφου του. Ο Λωράν κλέβει δηλητήριο από έναν από τους φίλους του και η Τερέζ κρύβει ένα μαχαίρι κάτω από τη φούστα της. Μόλις έφυγαν οι επισκέπτες της Πέμπτης, ο Λωράν ρίχνει το δηλητήριο σε ένα ποτήρι και η Τερέζ παίρνει το μαχαίρι. Όταν συνειδητοποιούν τι προετοιμάζουν, αποφασίζουν να αυτοκτονήσουν μαζί πίνοντας από μισό το δηλητήριο.
Η κυρία Ρακέν παρευρίσκεται στη σκηνή, απολαμβάνοντας τη στιγμή του κοινού θανάτου τους.[4]
Η κριτική της εποχής επιτέθηκε βίαια στον Εμίλ Ζολά, ιδιαίτερα η εφημερίδα Le Figaro, που δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Σάπια Λογοτεχνία». Η μοιχεία και η δολοφονία στο μυθιστόρημα θεωρήθηκαν σκανδαλώδη για τα ήθη της εποχής. Άλλοι κριτικοί κατηγόρησαν τον συγγραφέα για πορνογραφία λόγω της απεικόνισης του γυναικείου ερωτισμού, κάτι που τον έκανε να απολογηθεί στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης.
«Στο μυθιστόρημα Τερέζ Ρακέν, θέλησα να μελετήσω ιδιοσυγκρασίες και όχι χαρακτήρες. Εκεί βασίζεται ολόκληρο το βιβλίο. Επέλεξα χαρακτήρες που κυριαρχούνται από τα νεύρα και το αίμα τους, χωρίς ελεύθερη βούληση, παρασυρμένοι σε κάθε πράξη της ζωής τους από τα θανάσιμη έλξη της σάρκας τους. Η Τερέζ και ο Λωράν είναι ακατέργαστοι άνθρωποι, τίποτα περισσότερο».[5][6]
Λόγω αυτής της ανεξάρτητης και επιστημονικής προσέγγισης, της επιστημονικής ανάλυσης της ανθρώπινης λειτουργίας, όπως ανέφερε ο συγγραφέας, το έργο θεωρείται πρόδρομος του νατουραλισμού.
Το μυθιστόρημα Τερέζ Ρακέν μεταφέρθηκε για πρώτη φορά στη σκηνή ως θεατρικό έργο του 1873 που γράφτηκε από τον ίδιο τον Ζολά με τίτλο Τερέζ Ρακέν: δράμα σε 4 πράξεις. [7] Έκτοτε έχει εμπνεύσει πολλές φορές ταινίες, τηλεοπτικές μίνι σειρές, μιούζικαλ και μια όπερα, μεταξύ άλλων.[8]
Δύο από τις πιο αξιοσημείωτες προσαρμογές σε ταινία είναι